Selected tags

Further tags

Η στοματική κοιλότητα που συμπολίτες μας δεν την χρησιμοποιούν μόνο για λειτουργίες όπως η βρώση, η πόση και η ομιλία, αλλά επιπλέον και για την χρήση που σύμφωνα με την -πολύ πασέ ομολογουμένως θεώρηση- επιφυλάσσεται μάλιστα στο μουνί.

Πρόκειται, δηλαδή, για μια λέξη αντίστοιχη με το κωλόμουνο, με την διαφορά ότι, σε αντίθεση με το τελευταίο, το στόμα δεν χρειάζεται και τόοοση υπομονή για να γίνει μουνί (το σάλιο το έχει από μόνο του άλλωστε), μόνο καυλή θέληση και λίγη αντοχή, γι' αυτό και είναι μάλλον ένα μουνί του παρόντος ή και του παρελθόντος παρά ένα μουνί του μέλλοντος.

Όπως ο όρος τσιμπουκόστομα, το μουνόστομα χρησιμοποιείται και για να εξάρει την πχοιότητα ενός στόματος που έχει καταστήσει εαυτό φιλόξενο αιδοίο (λ.χ. κατά την διάρκεια γαμησιάτικων μπινελικίων), και ακόμη περισσότερο -φευ- ως βρισιά για συνομιλητές μας που θεωρούμε προσβλητικώς ότι θα ήταν καλύτερο να μην χρησιμοποιούσαν το μουνόστομά τους επιπλέον και για την λειτουργία της ομιλίας (βλ. τη ρόκα σου εσύ!).

Μια σημαντική λογοτεχνική εξαίρεση αποτελεί ο Ανδρέας Εμπειρίκος, που χρησιμοποιεί με ένα ορισμένο θάμβος την καθαρευουσιάνικη έκφραση στοματομουνίς νύμφη για να περιγράψει νυμφίδια που έχουν προβεί στην συγκεκριμένη μεταλλαγή είτε καυλοπυρέσσοντα όντα, είτε λόγω της ανάγκης ένεκα κοινωνικών συμβάσεων παρωχημένων εποχών να διατηρηθεί άθικτος ο παρθενικός υμήν ακόμη κι αν χρειαζόταν να φτάσουν στο αμήν!

  1. α. Τρελαίνομαι να ξαπλάρω με τα πόδια ανοιχτά και τις αρχιδάρες μου να παίρνουν αέρα και ένα υγρό μουνόστομα να κόβει βόλτες πάνω στον πούτσο μου. (Από σάιτ για ενήλικες).

β. «Σου αρέσει καριόλα που σου γαμάω το στόμα; Αν δεν καταπιείς και την τελευταία σταγόνα, δεν τον βγάζω απ' το μουνόστομα σου. Τ' ακούς;« (Αναπολούμενα γαμησιάτικα μπινελίκια σε σάιτ για ενήλικες).

  1. α. μαλακα αν δεν γουσταρεις εμινεμ (που για μενα ειναι απο τους καλυτερους ALIVE) κλεισε το μουνοστομα σου ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΟ (Εδώ).

β. κ επειδη το μουνοστομα σου πισω απο μια οθονη ξερει να κανει μονο το τζαμπα μαγκα... (από διαδικτυακό βρις-οφ).

  1. Ήτο φανερόν ότι ο τυχηρός αυτός άνδρας εγέμιζε τώρα ραγδαίως το στόμα της μικράς με άφθονον ψωλοχυμόν, που με ακατάσχετον ορμήν ανέβλυζε εις την ελάχιστα διαφέρουσαν κατά τας στιγμάς εκείνας από γλυκό μουνί θερμήν στοματικήν κοιλότητα, ενώ η παις, σφίγγουσα με ηδυπαθή απόγνωσιν, γύρω από την ασπαίρουσαν ψωλήν, τα χείλη της, ώστε να μην της διαφύγη ούτε μία σταγών του λιπαρού αρσενικού χυμού, πιπίλιζε και κατέπινε αδιακόπως το πτυόμενον εντός του στόματός της πυκνόρρευστον σπέρμα, κρατούσα πάντοτε αβρώς την δονουμένην πούτσαν με την μίαν χείρα (προς σχετικήν ίσως σταθεροποίησίν της) και πιέζουσα με την άλλην τον ασκόν των όρχεων, ώστε να υποβοηθήση το δονούμενον γεννητικόν μόριον εις την πλήρη εκκένωσιν, την τελείαν αποστράγγισιν του γλοιώδους αρσενικού οπού του, που με έγκαυλον λαιμαργίαν η μικρά στοματομουνίς νύμφη περιπαθώς απομυζούσε και κατέτρωγε. (Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο Μέγας Ανατολικός, Τόμος 4, Αθήνα, εκδ. Άγρα, 4η εκδ., 2011, σ. 239-240).

(από Khan, 29/08/13)Σεξουαλικό γκατζετάκι που μετατρέπει μια ερωμένη κυριολεκτικά σε στοματομουνίδα νύμφην. (από Khan, 20/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σπέρμα, μια κάπως πιο «ελληνική» λέξη για το γκρηκλιστικό πέοτζους.

Ξυπνάς επιθυμίες για χύσιμο για να χορτάσεις φρέσκο πουτσοχυμό. (Μια από τις χρήσεις σε σάιτ για ενήλικες, ανάλογης αισθητικής).

H Sibel Kekilli παραλίγο να χάσει το φως της (από σφυρίζων, 29/08/13)(από Khan, 09/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Το αντρικό σπέρμα. Συνήθως χρησιμοποιείται στο στοματικό σεξ αφού εμπεριέχει την αίσθηση της γεύσης.

Και που λες φίλε, με αρπάζει και μου παίρνει μια πίπα φοβερή! Μέσα σε δύο λεπτά τελείωσα και γέμισα το στόμα της πουτσόμελο...

(από peregrine, 04/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν οι γκρηκλιστές χρησιμοποιούσαν λέξεις, όπως πέοτζους ή πεομίλκ, εμείς οι αρχαιόκαυλοι είχαμε ήδη την θαυμάσια ελληνοπρεπέστατη λέξη ψωλοχυμός, που χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο του γνωστού φαλλογοκεντρικού ντίσκουρς για την πχοιότητα του σπέρματος ως θρεπτικού συστατικού στο πλαίσιο διασπερματεύσεων ή γαμησιάτικων εξιστορήσεων.

  1. Ο ψωλοχυμος ειναι δωρο θεου. Οπως και η κανναβη ειναι το χορτο του θεου. (Από το μπουρντέλα ντοτ κομ).

  2. Και τότε ένα σιντριβάνι ψωλοχυμός γέμισε το στόμα μου που κόντεψε να με πνίξει. (Από το ηξτρἠμ ντοτ τζη αρ)

  3. Και εάν θεωρείς ότι τα έργα του Θεού μου είναι ένας ψωλοχυμός, ψωλοχυμό θα λάβει από Αυτόν και εσύ και τα παιδιά σου! (Εδώ).

  4. «Ἡ μικρὰ Καναδὴ εὑρέθη πρὸ διλήμματος. Ἤθελε νὰ δεχθῆι εἰς τὸ στόμα της τὸν ψωλοχυμὸν τοῦ φύλακος καὶ νὰ τὸν φάγηι, ἀλλὰ ἤθελε καὶ νὰ ἴδή τὴν πελώριαν πούτσαν του νὰ ἐμέσσηι. Τί ἔπρεπε νὰ κἀμηι;» (Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο Μέγας Ανατολικός, Τόμος 2, Αθήνα: εκδ. Άγρα, 2008 (4η εκδ.) σ. 20).

Got a better definition? Add it!

Published

Σεξοσλάνγκ παλαιάς κοπής. Πρόκειται για μεταφορά από το ιδίωμα των κυνηγών και γενικότερα των χρηστών όπλων στη σεξοσλάνγκ, κάτι που είναι εξαιρετικά σύνηθες άλλωστε (βλ. ενδεικτικά όπλο, οπλίζω, πιστόλι, καλό βόλι, αφλοκιστία, εκπυρσοκρότηση κ.ά.).

Στο κυνήγι ο ντουμπλές είναι οι δύο απανωτές βολές, που άμα ξέρεις να χειριστείς καλά το όπλο, αυξάνουν τις πιθανότητες να πετύχεις το θήραμα.

Στη σεξοσλάνγκ παρομοίως πρόκειται για τις δύο αλλεπάλληλες εκσπερματίσεις, αυτό δηλαδή που στην αγγλικάνικη μπουρδελική ονομάζεται extraball. Πρόκειται για μια από τις πλέον αγαπημένες λέξεις του Ανδρέα Εμπειρίκου στο έργο του «Ο Μέγας Ανατολικός», χωρίς ωστόσο να αποτελεί ατομική του σύλληψη. Ο Εμπειρίκος το χρησιμοποιεί και για τους αλλεπάλληλους γυναικείους οργασμούς με έκκριση άφθονου μουνοχύματος. Συνήθως περιγράφει τον μερακλή ή μερακλού που ο οργασμός, ακόμη κι αν δεν είναι πρόωρος, του αφήνει κάτι το ανικανοποίητο σε σχέση με το μέγεθος του καυλοπυρετού του, οπότε ευθύς αμέσως μετά τον οργασμό θηρεύει με την βοήθεια του/της συντρόφου και δεύτερο.

  1. Η «διόρθωση» σ’ έναν ντουμπλέ!
    Εμείς οι θιασώτες του μονόκαννου συχνά λέμε ότι αν δεν ευστοχήσεις με την πρώτη, τότε ξέχασε τη δεύτερη. Η απάντηση είναι ότι «όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια». Ομως υπάρχει μια δόση αλήθειας στη ρήση των μονοκαννάδων... Ωστόσο, ας μην είμαστε «υπερβολικοί». Πολλοί είναι αυτοί που παίρνουν το θήραμα με τη δεύτερη βολή ενός ντουμπλέ, ιδιαίτερα αν ξέρουν να «διορθώσουν» την άστοχη πρώτη...
    Να ξεκαθαρίσουμε ότι με τη λέξη ντουμπλέ εννοούμε τις δύο απανωτές βολές και όχι αναγκαστικά τις δύο βολές σε δύο διαφορετικά θηράματα. Η τεχνική είναι όμοια και στις δύο περιπτώσεις βέβαια... (Εδώ).

  2. «[...] τοσούτωι μᾶλλον ποὺ ὁ λόρδος Κλίφφορντ τὴν έγάμησε δύο φορὰς ἄνευ ἀνάπαυλας, ἐπιμένων νὰ ἐκσπερματίσηι καῖ δευτέραν φορὰν εὶς τὸ ἤδη σπερμοβριθὲς αἰδοῖον της εὶς παραδεισιακόν ντουμπλὲν, εὶς τὸν ὁποῖον ἀνταπεκρίθη ἡ ἰδἰα πλήρως, μὲ τελείως ἀνοικτὸν μουνὶ καὶ τελείως ἀνοικτὴν ψυχὴν, εὶς δύο ἐπαλλήλους καὶ πλουσίους εὶς ἔκθλιψιν μουνοχυμοῦ ὀργασμούς». (Ανδρέας Εμπειρίκος, Μέγας Ανατολικός, Αθήνα: εκδ. Άγρα 2009 (4η εκδ.) Τόμος Δ', σ. 237).

  3. «[...] ἐξαπέλυσε ἐπὶ τῶν κινούντων εἰσέτι τὸ σφῦζον αἰδοῖον της δακτύλων τῆς Μαρίας, νέαν γενναίαν δόσιν θηλυκοῦ σπέρματος, πραγματοποιοῦσα τοιουτοτρόπως ἡδυπαθέσταστον ντουμπλὲν, ἕως που οἱ ὀργασμοὶ καὶ τῶν δύο κορασίων ὡλοκληρώθησαν καὶ αἱ δύο ἐξαδέλφαι ἔμειναν ἀσάλευτοι καῖ πνευστιῶσαι, ἐνῶ ἔξω ἡ καταιγὶς ἐξηκολούθει» (Ο.π., Τόμος Γ΄, σ. 48).

Got a better definition? Add it!

Published

Για άλλους είναι τεράστια καφρίλα, για άλλους είναι ύψιστη απόλαυση. Μιλάμε για το να κλάνεις όταν σου παίρνουνε τσιμπούκι.

Μερικοί το βιώνουν και ως εσωτερικό δράμα, όταν έχουν φάει φασολάδα και προσπαθούν να μην κλάσουν στην κρίσιμη στιγμή του πιπώματος, αλλά η χαλάρωση έχει μοιραία αποτελέσματα...

- Τι λέει; Χώρισε ο Τάκης με την Δήμητρα;
- Ε, μα, την είχε ταράξει στις τσιμπουκοκλανιές την κοπέλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος γαμάει όχι με τη φυσική πούτσα του αλλά με τη βοήθεια στραπ-ον. Το κάνουνε μερικές λεσβίες μεταξύ τους, αλλά υπάρχουν και άντρες μαζόχες που το δέχονται από γκόμενες.

  1. - Καλά και αντέχει η Μαρία χωρίς άντρα;
    - Τι να σου πω; Μπορεί και να την στραπονιάζει η φίλη της ξερωγώ...

  2. Κρίμας τέτοιο παλληκάρι δύο μέτρα να κάθεται να τον στραπονιάζει η γκόμενα και να του αρέσει κιόλας...

Πίνακας του Edouard-Henri Avril που απεικονίζει στραπονιάσματα του 19ου αιώνα. (από Khan, 03/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάποιος/α μας λείπει πολύ (λέμε τώρα) και τσουπ εμφανίζεται (φτου κακά).

Καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο, τα 'χαμε χύμα ήρθαν και τσουβαλάτα, ψωμί περιμέναμε, τυρί μας ήρθε...

Είσαστε μια παρέα και έρχεται ένας ανεπιθύμητος, ένας που δεν το γουστάρεις/ετε, που λέει ξενέρωτα, ένας μπελάς δηλαδή.... αντί να πεις «τώωωρα δέσαμε» ή «καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο», λες «πού ήσουν τόση ώρα και γαμούσαμε τον άλλονε».

Σύγκρινε: είχαμε σκατά σακί, μας ήρθε και ταγάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ζητά με τσαμπουκαλεμένο ύφος να του πάρουν τσιμπούκι. Αλλά και αυτός που παίρνει τσιμπούκια ο ίδιος.

Όταν τον βλέπανε να περνάει δεν τον φωνάζανε με το όνομά του, αλλά λέγανε: «Καλώστον τσιμπουκαλή».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α) Το «στοκάρω» που προέρχεται από το αγγλικό «stock» σημαίνει: «αποθηκεύω (ή γενικότερα συγκεντρώνω) σε συγκεκριμένο χώρο κάποια είδη· συνήθως προϊόντα ή εμπορεύματα».

Β) Το «στοκάρω» που προέρχεται από το βενετσιάνικο «stocar» όπως βεβαιώνει ο Τριαντάφυλλος σημαίνει: «βάζω στόκο σε μια επιφάνεια ξύλου, μαρμάρου κτλ., για να κλείσω τους πόρους, τις ρωγμές ή για να καλύψω άλλες ανωμαλίες».

Σλαγκικότερα εμφανίζεται με την έννοια τού:

  • «μακιγιάρω υπερβολικά για να καλύψω ατέλειες» και χρησιμοποιείται, συνήθως στο τρίτο πρόσωπο, αρκετά συχνά από άντρες εκφράζοντας απέχθεια, και σπανιότερα από κακεντρεχείς κουτσομπόλες,

  • «μαλακίζομαι» / «πασαλείφω με τα χύσια μου», οπότε ενίοτε υπονοούνται μεγάλες καύλες, ανάλογη ποσότητα ψωλοχύματος, ακόμη και μια... βιρτουοζιτέ στην τεχνική.

Γ) Το «στοκάρω» που προέρχεται από το αγγλικό «stalk» (που προφέρεται «στοκ» με ελαφρά τραβηγμένο το «ο») είναι σαφώς πιο φρέσκο και σημαίνει: «παρακολουθώ στενά κι εξαιρετικά επίμονα κάποιον (ή γενικότερα τη δραστηριότητα κάποιου), συχνά σε βαθμό παρενόχλησης».

Για την ώρα χρησιμοποιείται συχνότερα για να περιγράψει τέτοια συμπεριφορά (όχι πάντα επικίνδυνη) κυρίως στο νέτι.

  1. Η είδηση κάνει το γύρο του κόσμου γιατί είναι πράγματι εντυπωσιακή: το Βέλγιο σχεδιάζει να κατασκευάσει τεχνητό νησί σε σχήμα δαχτυλιδιού που θα του επιτρέπει να στοκάρει την ενέργεια που θα παράγεται στα αιολικά του πάρκα στη Βόρεια Θάλασσα.

  2. Θέλω σε εξωτερικό τοίχο που έχει εμφανίσει τριχοειδείς ρωγμές να τις ανοίξω λίγο παραπάνω (3-4 χιλιοστά) , να τις στοκάρω και να τις ασταρώσω προκειμένου να ξαναβάψω τον τοίχο.
    (έως εδώ καθαρά διεκπεραιωτικά)

  3. Μμμ Έχετε ιδεί βλογιοκομμένο πρόσωπο το οποίον να έχει λακκουβάκια στην επιφάνεια τα οποία λακκουβάκια δημιουργήθηκαν από τα κενά που άφησε το πύον που αφαιρέθηκε ναι; Μάλιστα. Η «εθνική» «σταρ» Αλίκη που είχε πολλά τέτοια στο πρόσωπό της, τα στοκάριζε, κι έτσι κάλυπτε το σεληνιακόν τοπίον...

  4. Στοκάρισε τώρα την οθόνη σου παίχτη!!
    (μεταφερμένο από γκρίγκλις· σαν λεζάντα κάτω από προκλητικά σέξι φωτογραφία αλόγου παροτρύνει τον παραλήπτη σε μαλακία)

  5. Αφού τον σουτάρισε το Μαράκι, πέρασε έναν χρόνο να το στοκάρει στο Facebook και το Instagram για να δει με ποιον βγαίνει και πού πηγαίνει.

  6. Είδε τη φωτογραφία μου. Του άρεσε. Και το εξέφρασε με ένα απλό like και ένα σχόλιο. Παρόλο που στοκάρω ανελέητα όλους τους fb φίλους μου, έχω βρεθεί άπειρες φορές σε αντίστοιχη θέση και δεν έχω κάνει like ή comment για να μην θεωρήσει ο/η άλλος/η οτιδήποτε. Το ξέρω ότι δεν είναι φυσιολογικό, αλλά το ξέρω ότι δεν είμαι μόνος.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

(από σφυρίζων, 04/10/13)(από Khan, 01/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified