Selected tags

Further tags

Λέγεται όταν σε ένα μπαρ, κλαμπ ή πάρτυ το συντριπτικό ποσοστό είναι άντρες.

- Έλα Μίμη ψήνεσαι να πάμε για κανά ποτό στα Μαμούνια;
- Άσε ρε πήγαμε χτες και γινόταν κονταρομαχία. Ακόμα κλαίω τα 7 ευρώ που έδωσα.
- Τόσο χάλια ε; Για κανά κωλόμπαρο μέσα είσαι;

βλ. και αρχιδόκαμπος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το ποδαρικό, είναι η πρώτη ψωλή που εγκαινιάζει ένα καινούργιο έτος.

apapa de pira kanena teknaki protoxroniatika, lete na moy pai asxima o xronos; prepi na kano oposdipote psolariko (Από το Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

Το σπέρμα στα καλιαρντά.

«Η Σαλονίκη είναι καραμποντού, γεμάτη από το ερωτικότερο τρεμόζουμο.» (Δήλωση Ηλία Πετρόπουλου δες).

Got a better definition? Add it!

Published

Ακολουθεί πιστά την ανάπτυξη και τη μορφή τού αντίστοιχου φρασιδίου-λαϊκής ρήσης «το μουνί σέρνει καράβι» και αφορά φυσικά την gay κοινότητα.

- Μα τί τού βρήκε τού ατάλαντου ο Φ....;
- Μην τα λέμε πάλι, η ψωλή σέρνει Καβάφη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες, κλπ.:

1.
το πως θα κανεις φαση με την κοπελα σου δεν μπορουμε να στο πουμε εμεις. ο Καθενας το κανει με τον δικο του τροπο και αυτο θα το καταλαβεις μονος σου :) Οσο για το σεξ δεν το προτεινεις,ερχεται σιγα σιγα... αλλα αφου λες δεν ξερεις καν να κανεις καλα καλα φαση μαθε πρωτα αυτο και εχεις χρονο μπροστα σου :)

2.
ΠΑΝΙΩΝΙΟΣ > Με το... στανιό να κάνει φάση

Got a better definition? Add it!

Published

1) κολλητός, με τον οποίο συνηθίζει κάποιος να ξεκατινιάζεται σχετικά με τις γκόμενες με τις οποίες φασώνεται
2) για γυναίκες (επιστύσια φίλη): φίλη κάποιου άντρα την οποία θυμάται όταν περνάει περίοδο αγαμίας, ή όταν τον παρατάει η γκόμενά του, για να ξεχαρμανιάσει (το ελληνιστί του friends with benefits.

  1. -Τι έγινε τελικά με εκείνο το γκομενάκι χθες το βράδι; Το κατάφερες;
    - Ναι...
    - Τι ναι, μωρέ; Πες λεπτομέρειες! Τι σόι επιστύσιοι φίλοι είμαστε;

  2. - Θα βγούμε το βράδι ρε; - Μπάστα, θα έρθει από το σπίτι η Τασία...
    - Ποια ρε συ, αυτοί που είστε επιστύσιοι φίλοι;
    - Ναι...
    - αααα, κατάλαβα, θα το μαστιγώσεις το δελφίνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τι είναι;

Είναι η μαλακία.
Σε στυλ διαφήμισης.

- Ρε συ, τόση αγαμία; Πώς αντέχεις;
- Άσε ρε φιλενάδα, θέλω την ησυχία μου. Μαλακία κι άγιος ο θεός. Δεν πονάει, δεν λερώνει, δεν μένεις έγκυος.

(από ironick, 20/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πέοντας, στα μπεμπεκίστικα. Η λέξη καταγράφεται κι ως τσουτσούνι, τσουτσούνα και τσούτσα. Συνήθως εμπεριέχει ψήγματα (αυτο)σαρκασμού όταν αναφέρεται σε μόριο ενήλικα.

Τσουτσού επίσης αποκαλείται ο ξερόλας, αυτός που σαν πούτσα πετάγεται.

Η ετυμολογία της λέξης αποδίδεται από το λεξικό Τριανταφυλλίδη είτε στην λέξη τσουνί (κοτσάνι ή πέος) -η οποία με την σειρά της ετυμολογείται εκ του αρχαίου κυνίον (σκυλάκι)- είτε στο Αλβανικό tşuni (αγόρι).

Αποτελεί και σημαντικό γαμοσλανγκοτέτοιο μόριο (βλ. ενδεικτικά: γλυκοτσούτσουνος, κοντοτσούτσουνος, μικροτσούτσουνος, ξετσουτσουνεύω, οχιά διτσούτσουνη, ρεβιθοτσούτσουνος, σιδεροτσούτσουνος, τσουτσουνάμι, τσουτσουνίζω, τσουτσουνιστής, τσουτσουνογαμπρός, τσουτσουνοκαταπίνογλου, τσουτσουνοπνίχτρα, και πολλά άλλα. Χώρια τα ερζάτς τούρκικα τ. τσουτσού σεφτέ, τσουτσού σορόπ, υσουτσού φερετζέ, τσουτσούν νταχτιρντί και ταλιμπάν.

1.
Έχει παρατηρήσει κανείς όταν κατουράνε τα αγοράκια να έχουν κανένα ασπράκι στην άκρη της «τσουτσούς»; Δε ξέρω αν είναι τίποτα λόγω αντιβίωσης που παίρνουμε λόγω κυστεουρητικής παλινρόμησης ή απο το γάλα.Ευχαριστώ.

2.
Τσουτσού συνήθως λέμε κάποιον ή κάποια που ανακατεύεται εκεί που δεν τον σπέρνουν ή παριστάνει τον έξυπνο ή και που κάνει ψιλορουφιανιές κατωτάτου επιπέδου, γιατί ναι κυρίες και κύριοι, ακόμα και η ρουφιανιά έχει επίπεδα!
3.
Πως λέγεται στα τούρκικα...Η χήρα; Τσουτσού αχ-βαχ γιοκ.

(από Khan, 17/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκαρσονιέρα για πήδημα...

Έχω μια πηδηχτρώνα μεγάλε, δεν την ξέρει κανείς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βρωμιάρα γκόμενα, αυτή που μετά από τον κώλο της το βάζεις στο μουνί και δε λέει τίποτα.

Φύγε από δω μωρή κωλομούνα, δε σε γαμάω χωρίς καπότα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified