Selected tags

Further tags

Ο καυλωμένος, όπως ορίζεται ευφυώς υπό του Jim Blondos, δηλαδή αφενός «ο ευρισκόμενος σε ερωτική διάθεση, με απαραίτητη προϋπόθεση την παρουσία στύσης, δηλαδή, την πλήρωση των σηραγγωδών αρτηριών του πέους του με αίμα» και αφεδύο (και κυρίως) «ο ευρισκόμενος σε κάθε άλλου είδους ενεργητική διάθεση, σε έντονο όμως βαθμό (καυλωμένος για χορό, για τραγούδι, για ποδόσφαιρο, για τσαμπουκά κ.λπ.)».

Ειδικά ο γκαύλακας διαθέτει μια κρητική ουρδεσάνς (πώς λέμε Μανούσακας ένα πράμα;) και μπορεί να δηλώσει μια κατά το μάλλον ή μπήχτον πάγια ιδιότητα του εγκαύλου υποκειμένου, δηλαδή έναν λεβέντη που είναι και καυλάκι, αλλά και συνηθίζει να κάνει του κεφαλιού του (του πάνω ή του κάτω).

  1. kai μετα ακουσ καποιουσ...εγω προσεχω...εγω φοραω ζωνη...εγω τηρω ΟΛΟΚΛΗΡΟ τον Κ.Ο.Κ..... αμα σου πεταχτει ο αλλοσ ΓΚΑΥΛΑΚΑΣ....οτι και να κανεισ ..εισαι καταδικασμενοσ.........
    ευτυχωσ δεν ειχαμε θυματα............. (Πώς θα ένιωθες αν έβλεπες ένα Daewoo Matiz να έρχεται ιπτάμενο κατά πάνω σου;).

  2. «Εγώ όμως που ήμουν δηλωμένη πια, όταν μετά τις πολλές αναβολές αποφάσισα να εκτίσω τη θητεία μου, πήγα χωρίς πολλά πολλά στο στρατό ξηράς. Και βρήκα πολλά κραγμένα γκεόλια εκεί μέσα, που μπροστά τους φαινόμουν καραστρέιτ. Άρα όλα αυτά δεν ήταν παρά μια από τις πιέσεις, μαζί με την αρτηριακή της, που ασκούσε η πεθαμένη για να του τσακίσει τον όποιο τσαμπουκά, όταν στα 18 του -βλέπεις δεν ανήκε ποτέ στη φοιτητιώσα νεολαία, και πώς θα μπορούσε άλλωστε αυτός ο γκαύλακας, ώστε να παίρνει αναβολές- υπηρέτησε στο ναυτικό.» (Niemands Rose, Τα Φώτα στο Βάθος, Αθήνα: εκδ. Απόπειρα 2013, σ. 37).

Got a better definition? Add it!

Published

Η δήλωση μιας κοπέλας για το τι κάνει με τα χύσια αφότου τελειώσει τον στοματικό έρωτα.

- Δηλαδή εσύ Σούλα, τα καταπίνεις ή τα φτύνεις;
- Ίουυυυ, τα φτύνω φυσικά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α) Το «στοκάρω» που προέρχεται από το αγγλικό «stock» σημαίνει: «αποθηκεύω (ή γενικότερα συγκεντρώνω) σε συγκεκριμένο χώρο κάποια είδη· συνήθως προϊόντα ή εμπορεύματα».

Β) Το «στοκάρω» που προέρχεται από το βενετσιάνικο «stocar» όπως βεβαιώνει ο Τριαντάφυλλος σημαίνει: «βάζω στόκο σε μια επιφάνεια ξύλου, μαρμάρου κτλ., για να κλείσω τους πόρους, τις ρωγμές ή για να καλύψω άλλες ανωμαλίες».

Σλαγκικότερα εμφανίζεται με την έννοια τού:

  • «μακιγιάρω υπερβολικά για να καλύψω ατέλειες» και χρησιμοποιείται, συνήθως στο τρίτο πρόσωπο, αρκετά συχνά από άντρες εκφράζοντας απέχθεια, και σπανιότερα από κακεντρεχείς κουτσομπόλες,

  • «μαλακίζομαι» / «πασαλείφω με τα χύσια μου», οπότε ενίοτε υπονοούνται μεγάλες καύλες, ανάλογη ποσότητα ψωλοχύματος, ακόμη και μια... βιρτουοζιτέ στην τεχνική.

Γ) Το «στοκάρω» που προέρχεται από το αγγλικό «stalk» (που προφέρεται «στοκ» με ελαφρά τραβηγμένο το «ο») είναι σαφώς πιο φρέσκο και σημαίνει: «παρακολουθώ στενά κι εξαιρετικά επίμονα κάποιον (ή γενικότερα τη δραστηριότητα κάποιου), συχνά σε βαθμό παρενόχλησης».

Για την ώρα χρησιμοποιείται συχνότερα για να περιγράψει τέτοια συμπεριφορά (όχι πάντα επικίνδυνη) κυρίως στο νέτι.

  1. Η είδηση κάνει το γύρο του κόσμου γιατί είναι πράγματι εντυπωσιακή: το Βέλγιο σχεδιάζει να κατασκευάσει τεχνητό νησί σε σχήμα δαχτυλιδιού που θα του επιτρέπει να στοκάρει την ενέργεια που θα παράγεται στα αιολικά του πάρκα στη Βόρεια Θάλασσα.

  2. Θέλω σε εξωτερικό τοίχο που έχει εμφανίσει τριχοειδείς ρωγμές να τις ανοίξω λίγο παραπάνω (3-4 χιλιοστά) , να τις στοκάρω και να τις ασταρώσω προκειμένου να ξαναβάψω τον τοίχο.
    (έως εδώ καθαρά διεκπεραιωτικά)

  3. Μμμ Έχετε ιδεί βλογιοκομμένο πρόσωπο το οποίον να έχει λακκουβάκια στην επιφάνεια τα οποία λακκουβάκια δημιουργήθηκαν από τα κενά που άφησε το πύον που αφαιρέθηκε ναι; Μάλιστα. Η «εθνική» «σταρ» Αλίκη που είχε πολλά τέτοια στο πρόσωπό της, τα στοκάριζε, κι έτσι κάλυπτε το σεληνιακόν τοπίον...

  4. Στοκάρισε τώρα την οθόνη σου παίχτη!!
    (μεταφερμένο από γκρίγκλις· σαν λεζάντα κάτω από προκλητικά σέξι φωτογραφία αλόγου παροτρύνει τον παραλήπτη σε μαλακία)

  5. Αφού τον σουτάρισε το Μαράκι, πέρασε έναν χρόνο να το στοκάρει στο Facebook και το Instagram για να δει με ποιον βγαίνει και πού πηγαίνει.

  6. Είδε τη φωτογραφία μου. Του άρεσε. Και το εξέφρασε με ένα απλό like και ένα σχόλιο. Παρόλο που στοκάρω ανελέητα όλους τους fb φίλους μου, έχω βρεθεί άπειρες φορές σε αντίστοιχη θέση και δεν έχω κάνει like ή comment για να μην θεωρήσει ο/η άλλος/η οτιδήποτε. Το ξέρω ότι δεν είναι φυσιολογικό, αλλά το ξέρω ότι δεν είμαι μόνος.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

(από σφυρίζων, 04/10/13)(από Khan, 01/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ζητά με τσαμπουκαλεμένο ύφος να του πάρουν τσιμπούκι. Αλλά και αυτός που παίρνει τσιμπούκια ο ίδιος.

Όταν τον βλέπανε να περνάει δεν τον φωνάζανε με το όνομά του, αλλά λέγανε: «Καλώστον τσιμπουκαλή».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάποιος/α μας λείπει πολύ (λέμε τώρα) και τσουπ εμφανίζεται (φτου κακά).

Καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο, τα 'χαμε χύμα ήρθαν και τσουβαλάτα, ψωμί περιμέναμε, τυρί μας ήρθε...

Είσαστε μια παρέα και έρχεται ένας ανεπιθύμητος, ένας που δεν το γουστάρεις/ετε, που λέει ξενέρωτα, ένας μπελάς δηλαδή.... αντί να πεις «τώωωρα δέσαμε» ή «καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο», λες «πού ήσουν τόση ώρα και γαμούσαμε τον άλλονε».

Σύγκρινε: είχαμε σκατά σακί, μας ήρθε και ταγάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος γαμάει όχι με τη φυσική πούτσα του αλλά με τη βοήθεια στραπ-ον. Το κάνουνε μερικές λεσβίες μεταξύ τους, αλλά υπάρχουν και άντρες μαζόχες που το δέχονται από γκόμενες.

  1. - Καλά και αντέχει η Μαρία χωρίς άντρα;
    - Τι να σου πω; Μπορεί και να την στραπονιάζει η φίλη της ξερωγώ...

  2. Κρίμας τέτοιο παλληκάρι δύο μέτρα να κάθεται να τον στραπονιάζει η γκόμενα και να του αρέσει κιόλας...

Πίνακας του Edouard-Henri Avril που απεικονίζει στραπονιάσματα του 19ου αιώνα. (από Khan, 03/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για άλλους είναι τεράστια καφρίλα, για άλλους είναι ύψιστη απόλαυση. Μιλάμε για το να κλάνεις όταν σου παίρνουνε τσιμπούκι.

Μερικοί το βιώνουν και ως εσωτερικό δράμα, όταν έχουν φάει φασολάδα και προσπαθούν να μην κλάσουν στην κρίσιμη στιγμή του πιπώματος, αλλά η χαλάρωση έχει μοιραία αποτελέσματα...

- Τι λέει; Χώρισε ο Τάκης με την Δήμητρα;
- Ε, μα, την είχε ταράξει στις τσιμπουκοκλανιές την κοπέλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεξοσλάνγκ παλαιάς κοπής. Πρόκειται για μεταφορά από το ιδίωμα των κυνηγών και γενικότερα των χρηστών όπλων στη σεξοσλάνγκ, κάτι που είναι εξαιρετικά σύνηθες άλλωστε (βλ. ενδεικτικά όπλο, οπλίζω, πιστόλι, καλό βόλι, αφλοκιστία, εκπυρσοκρότηση κ.ά.).

Στο κυνήγι ο ντουμπλές είναι οι δύο απανωτές βολές, που άμα ξέρεις να χειριστείς καλά το όπλο, αυξάνουν τις πιθανότητες να πετύχεις το θήραμα.

Στη σεξοσλάνγκ παρομοίως πρόκειται για τις δύο αλλεπάλληλες εκσπερματίσεις, αυτό δηλαδή που στην αγγλικάνικη μπουρδελική ονομάζεται extraball. Πρόκειται για μια από τις πλέον αγαπημένες λέξεις του Ανδρέα Εμπειρίκου στο έργο του «Ο Μέγας Ανατολικός», χωρίς ωστόσο να αποτελεί ατομική του σύλληψη. Ο Εμπειρίκος το χρησιμοποιεί και για τους αλλεπάλληλους γυναικείους οργασμούς με έκκριση άφθονου μουνοχύματος. Συνήθως περιγράφει τον μερακλή ή μερακλού που ο οργασμός, ακόμη κι αν δεν είναι πρόωρος, του αφήνει κάτι το ανικανοποίητο σε σχέση με το μέγεθος του καυλοπυρετού του, οπότε ευθύς αμέσως μετά τον οργασμό θηρεύει με την βοήθεια του/της συντρόφου και δεύτερο.

  1. Η «διόρθωση» σ’ έναν ντουμπλέ!
    Εμείς οι θιασώτες του μονόκαννου συχνά λέμε ότι αν δεν ευστοχήσεις με την πρώτη, τότε ξέχασε τη δεύτερη. Η απάντηση είναι ότι «όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια». Ομως υπάρχει μια δόση αλήθειας στη ρήση των μονοκαννάδων... Ωστόσο, ας μην είμαστε «υπερβολικοί». Πολλοί είναι αυτοί που παίρνουν το θήραμα με τη δεύτερη βολή ενός ντουμπλέ, ιδιαίτερα αν ξέρουν να «διορθώσουν» την άστοχη πρώτη...
    Να ξεκαθαρίσουμε ότι με τη λέξη ντουμπλέ εννοούμε τις δύο απανωτές βολές και όχι αναγκαστικά τις δύο βολές σε δύο διαφορετικά θηράματα. Η τεχνική είναι όμοια και στις δύο περιπτώσεις βέβαια... (Εδώ).

  2. «[...] τοσούτωι μᾶλλον ποὺ ὁ λόρδος Κλίφφορντ τὴν έγάμησε δύο φορὰς ἄνευ ἀνάπαυλας, ἐπιμένων νὰ ἐκσπερματίσηι καῖ δευτέραν φορὰν εὶς τὸ ἤδη σπερμοβριθὲς αἰδοῖον της εὶς παραδεισιακόν ντουμπλὲν, εὶς τὸν ὁποῖον ἀνταπεκρίθη ἡ ἰδἰα πλήρως, μὲ τελείως ἀνοικτὸν μουνὶ καὶ τελείως ἀνοικτὴν ψυχὴν, εὶς δύο ἐπαλλήλους καὶ πλουσίους εὶς ἔκθλιψιν μουνοχυμοῦ ὀργασμούς». (Ανδρέας Εμπειρίκος, Μέγας Ανατολικός, Αθήνα: εκδ. Άγρα 2009 (4η εκδ.) Τόμος Δ', σ. 237).

  3. «[...] ἐξαπέλυσε ἐπὶ τῶν κινούντων εἰσέτι τὸ σφῦζον αἰδοῖον της δακτύλων τῆς Μαρίας, νέαν γενναίαν δόσιν θηλυκοῦ σπέρματος, πραγματοποιοῦσα τοιουτοτρόπως ἡδυπαθέσταστον ντουμπλὲν, ἕως που οἱ ὀργασμοὶ καὶ τῶν δύο κορασίων ὡλοκληρώθησαν καὶ αἱ δύο ἐξαδέλφαι ἔμειναν ἀσάλευτοι καῖ πνευστιῶσαι, ἐνῶ ἔξω ἡ καταιγὶς ἐξηκολούθει» (Ο.π., Τόμος Γ΄, σ. 48).

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν οι γκρηκλιστές χρησιμοποιούσαν λέξεις, όπως πέοτζους ή πεομίλκ, εμείς οι αρχαιόκαυλοι είχαμε ήδη την θαυμάσια ελληνοπρεπέστατη λέξη ψωλοχυμός, που χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο του γνωστού φαλλογοκεντρικού ντίσκουρς για την πχοιότητα του σπέρματος ως θρεπτικού συστατικού στο πλαίσιο διασπερματεύσεων ή γαμησιάτικων εξιστορήσεων.

  1. Ο ψωλοχυμος ειναι δωρο θεου. Οπως και η κανναβη ειναι το χορτο του θεου. (Από το μπουρντέλα ντοτ κομ).

  2. Και τότε ένα σιντριβάνι ψωλοχυμός γέμισε το στόμα μου που κόντεψε να με πνίξει. (Από το ηξτρἠμ ντοτ τζη αρ)

  3. Και εάν θεωρείς ότι τα έργα του Θεού μου είναι ένας ψωλοχυμός, ψωλοχυμό θα λάβει από Αυτόν και εσύ και τα παιδιά σου! (Εδώ).

  4. «Ἡ μικρὰ Καναδὴ εὑρέθη πρὸ διλήμματος. Ἤθελε νὰ δεχθῆι εἰς τὸ στόμα της τὸν ψωλοχυμὸν τοῦ φύλακος καὶ νὰ τὸν φάγηι, ἀλλὰ ἤθελε καὶ νὰ ἴδή τὴν πελώριαν πούτσαν του νὰ ἐμέσσηι. Τί ἔπρεπε νὰ κἀμηι;» (Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο Μέγας Ανατολικός, Τόμος 2, Αθήνα: εκδ. Άγρα, 2008 (4η εκδ.) σ. 20).

Got a better definition? Add it!

Published

Το αντρικό σπέρμα. Συνήθως χρησιμοποιείται στο στοματικό σεξ αφού εμπεριέχει την αίσθηση της γεύσης.

Και που λες φίλε, με αρπάζει και μου παίρνει μια πίπα φοβερή! Μέσα σε δύο λεπτά τελείωσα και γέμισα το στόμα της πουτσόμελο...

(από peregrine, 04/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified