Selected tags

Further tags

Το υπερβολικά μικρό πέος, μέγεθος σφυρίχτρας. Προέκυψε από την έκφραση: «έλα να στον σφυρίξω».

Το πουλί του Κώστα σαν σφυρίχτρα είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν κάποιοι άνθρωποι έχουν μια μεγάλη έφεση στις ξεπέτες και τα τεκνά και οφείλουμε να τους το αναγνωρίσουμε όπως την αντίστοιχη έφεση των ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών.

Ειδικά αν μας γνωρίσουν και εμάς κανένα γκομενάκι να καβατζωθούμε και εμείς.

- Τον ξέρεις τον Αντρέα από την Πάτρα;
- Ποιον, αυτόν τον πέφτουλα; - Φίλε, βάζει την κάλτσα στο συρτάρι τις περισσότερες φορές. Άνθρωπος των γαμάτων και των τεκνών, ο μινάρας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H πρόθυμη (και συνήθως μεγάλη και παχουλή) κυρία της γειτονιάς, πάντα διαθέσιμη να εξυπηρετήσει τις ορμές των αρσενικών.

- Πάλι στην κυρία Φώφη την ξεκαβλωτήρα ήσουν; - Ε, να μην ξεχνιόμαστε...

Ξεματιάστρα (σου πετάει τα ματια έξω) (από GATZMAN, 16/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται έτσι συχνά ο μεγάλος δονητής, ο γαμπρός.

  1. περιεργασου πρωτα την περιοχη και μετα χρησιμοποιησε το δονηταρι....παιξε συγχρονος ενω μπαινοβγαζεις το ντιλντο και δες αν εχεις οργασμο.... θα ελεγα να συνεχισεις αυτη την συνηθεια ακομα και εαν βρεις κανονικη τσαπου....καλους οργασμους..
    στο ερωτημα αν εισαι παρθενα η οχι καλυτερα να πας στο ερωτοδικιο.... (Εδώ).

  2. Η ΜΙΑ ΣΦΑΛΙΑΡΑ ΠΙΣΩ ΑΠ ΤΗΝ ΑΛΛΗ,ΕΧΕΙ ΠΑΡΕΙ ΕΝΑ ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ ΜΕΧΡΙ Κ ΤΟ ΑΕΚΑΚΙ Κ ΕΣΕΙΣ ΕΝΑ ΔΟΝΗΤΑΡΙ... (Εδώ).

Για όλη την οικογένεια (γαμιόμαστε). (από Khan, 10/01/12)Θου Κύριε... (από σφυρίζων, 11/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην σεξοσλάνγκ αποτελεί συνήθη μεταφορά η ιεροτελεστία των διαφόρων φάσεων του σεξ να αποδίδεται μεταφορικώς με την αντίστοιχη ιεροτελεστία των φάσεων του γεύματος. Ήτοι το πρώτο πιάτο ή ορεκτικό είναι τα προκαταρκτικά συμπεριλαμβανομένης όμως και της πιπός, και κυρίως πιάτο είναι το σεχ με διείσδυση. Αυτές είναι οι δύο βασικές μεταφορές. Μετά μπορεί να έχουμε ως επιδόρπιο ποστ-σεχ θωπείες, τσιγαράκι κτλ, ή για τους βουλιμικούς μπορεί να διακριθεί πρώτο κυρίως πιάτο= αιδοίο, δεύτερο κυρίως πιάτο= πρωκτός (από μια ανδροκρατική σκοπιά πάντα). Η κωδικοποίηση αυτή συνηθίζεται ιδιαιτέρως στην μπουρδελοσλάνγκ λόγω του πολύ προβλεπέ της κατάστασης.

  1. να σου πω... υπαρχει και μια σειρα δλδ πρωτα στο στομα για ορεκτικο μετα στο μουνι για κυριως πιατο κι αν δεν χορτενεις με το κυριως περνας και σε δευτερο κυριο πιατο απο πισω. (Εδώ).

  2. Στο κυριως πιατο η κοπελα δεν παιζεται.Εβγαλε ενεργεια και διαθεση για σκληρο γαμήσι. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το αντίθετο της καύλας. Η απομακρύνουσα την ερωτική διάθεση.

- Να μην μιλήσω για αυτή την ξεκαυλωτήρα τη Μερκελ!
(Κυρ Βασίλης (κυρ bill) από Πάτρα στην «Ελληνοφρένεια»)

Από το 1.10 τα κορυφαία. (από Khan, 13/12/11)Η αντίθετη άποψη. (από Khan, 13/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς η νταρντάνα (βλ. λήμμα για ετυμολογία), δηλαδή η ψηλή και ογκώδης γυναίκα, (μάλλον σέξι, αν και τα γούστα ποικίλλουν), σύμφωνα άλλωστε με την γαμοσλανγκοτέτοια κατάληξη -μούνα / -μουνο, που χρησιμοποιείται συνηθέστατα για να περιγράψει γυναικότυπους σωματικούς και χαρακτηριολογικούς.

  1. Στην πρωτη φωτο εχουμε μια νταρντανομουνα μελαχρινη. Παιδια η τύπισσα ανετα επαιζε το ρολο της Αφεντρας. Αν και λιγο γεματουλα και με λιγο μεγαλο κωλο ειχε ενα εντελως τσαμπουκαλαμενο βλεμμα και attitude. Αφηστε που ειχε και ενα μαυρο ματι που σκοτωνε και ηταν ντυμενη στα μαυρα. (Εδώ).

  2. ειχα περασει τις προαλες ενα πρωι ψαχνοντας μια εταιρεια ανταλλακτικων και τσεκαρα πρωινη μια νταρντανομουνα βραζιλιανα ..οποτε ειπα σημερα να κοψω κινηση.. (Εδώ).

  3. Η νταρντανομουνα εχει ιδιαιτερη αδυναμια στα γουνινα, κροκοδειλε, λεοπαρδαλε, ζεπρε, τιγρε, ή αλλο animal print και συνδυασμους των πιο πανω. (Εδώ).

  4. Για τον Mad King που του αρεσουν τα νταρντανομουνα... Καλο πινελο φιλε (Εδώ).

(από Khan, 12/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση έχει πολλές έννοιες:

  • Κυριολεκτική: Αναφέρεται σε κάποιον ο οποίος κάθεται στον καναπέ του.
  • Αθλητική: Κάθε φίλαθλος ή οπαδός ο οποίος δεν πηγαίνει στο γήπεδο και κάθεται στον καναπέ του για πολλούς και διάφορους λόγους. Συχνά αναφέρεται ως πείραγμα προς εκείνους που η ομάδα που υποστηρίζουν έχει αποκλειστεί από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, συνεπώς είναι αναγκασμένοι να κάτσουν στον καναπέ και να δουν την αντίπαλη ομάδα που συνεχίζει την πορεία της.
  • Απραξίας: Αναφέρεται σε όσους κάθονται στον καναπέ τους και δεν κάνουν τίποτα, κοινώς κάθονται στα αυγά τους.
  • Σεξουαλικό υπονοούμενο: Από τον συνδυασμό λέξεων «καναπές» και «πέος». Αφορά όσες έχουν πρόθεση να τον φάνε.
  1. - Που θα δούμε την ταινία αγάπη μου;
    - Επί του καναπέος ρε γυναίκα. Αφού έχω ανάψει ήδη το τζάκι.

  2. - Όταν παίζαμε πέρυσι τσου-λου η ομάδα κένταγε.
    - Ναι, και τώρα πήρατε τ' αρχίδια σας απ' το Σεπτέμβρη. Τώρα κάτσε επί του καναπέος να μας δεις να προκρινόμαστε.

  3. - Τι έκανε η κυβέρνηση τόσα χρόνια που είχαμε χρέη;
    - Τίποτα. Καθότανε επί του καναπέος και έτρωγε λεφτά. Να 'ναι καλά κάτι νούμερα σαν τον μπάρμπα σου που την ψηφίζουν.

  4. - Θα μου φέρεις ένα Bloody Mary;
    - Καλά, κάτσε επί του καναπέος τώρα, να σου φέρω καμιά βότκα να τελειώνουμε, γιατί ο λούτσος μου έχει γίνει πυρηνική κεφαλή με την πάρτη σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος προέρχεται από τον αυνανισμό, που έχει ως αποτέλεσμα να λερώνεται το εσώρουχο αυτού / αυτής που ερεθίζεται ή αυνανίζεται. Στην πράξη, όταν κάποιος «λερώνεται» τότε αφενός μεν έχει ερεθιστεί όταν τον προσεγγίζει μια αιθέρια ύπαρξη του αντίθετου φύλου, αφετέρου δεν έρχεται σε οργασμό εκείνη τη στιγμή, προφανώς διότι βρίσκεται μέσα σε κόσμο. Χρησιμοποιείται και ως μεταφορική έννοια, σε καταστάσεις μερικής ή ολικής καύλας.

  1. - Κοίτα λίγο αριστερά αυτές τις δύο με τα κόκκινα μαγιώ που παίζουνε ρακέτες.
    - Πωωωω, τι τούμπανα είναι αυτά ρε μαλάκα; Άσε, τι μου τις έδειξες; Λερωθήκαμε πάλι!

  2. - Και που λες, είχανε βγει για καφέ και φυσικά σε κάποια φάση τον ρωτάει τι δουλειά κάνει.
    - Και τι της είπε;
    - Ε ξέρεις, τα γνωστά. Ότι έχει δύο ξενοδοχεία κι ένα νυχτερινό club κι ότι το φυσάει το χρήμα. Ε με το που της το λέει, αμέσως λερώθηκε η γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα περιφρονητικό μπινελίκι για ξέκωλα και ξεκωλιάρηδες, πουτανίτσες, μαλακισμένα, κωλοτρυπίδια, και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις. Σπανιότερα χρησιμοποιείται και με την έννοια του κωλόφαρδου (βλ. τρίτο παράδειγμα).

Βλ. και την ειδική συνομοταξία του παρθενοξεκωλιδίου.

- Συνώνυμα: ξεκωλάκι, ξεκωλίδι, γαμήδι, καράπουταναριό, ευκολάκι, μπουζουκογκόμενα, κτλ.
(HODJAS, στο λήμμα ξεμπούρδελο)

- Δεν κανει λεει για τραγουδιστρια....Ενω για ηθοποιια κανεις ε;; Ποσο παει η βιζιτα; Εισαι ακριβη εχω μαθει.....ξεκωλιδι ...
(εδώ)

- Τι ξεκωλίδι είναι ο γαύρος στις κληρώσεις...
(εκεί)

Τον πλάκωσε στα ξεκωλίδια... (από allivegp, 14/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified