Έτσι λέγεται αλλιώς το κατούρημα.
Οδηγέ, κάνε μια στάση να ρίξω μια μπαταριά.
Έτσι λέγεται αλλιώς το κατούρημα.
Οδηγέ, κάνε μια στάση να ρίξω μια μπαταριά.
Ευφημισμοί της τουαλέτας: Άη Γιώργης, ακράτητος, αποχωρητίζομαι, αρμέγω τη μονορώγα, αρμέγω τη σαύρα, βγάζω το φίδι από την τρύπα, βγαίνω, γεννητούρια, γραμμάτιο, είμαι ευάλωτος, θηρίο, θρόνος, καθαρίζω, κάθομαι, καλλιόπη, κάλπη, κουβέντα με το δήμαρχο, μέρος, μετράω χάντρες, μου χτύπησε βαλβίδα, μπαταριά, νούμερο δύο, πάω να αδειάσω τη βάρκα, πίπιρουμ, ρίχνω μια ψήφο, ρίχνω τον οβολό μου, σκοράρω, στέλνω φαξ / φαξάκι, συνάντηση με τον πρόεδρο, σύσκεψη, χαιρετάω τον ξάδερφο, χοντρό / κάνω το χοντρό μου, ψιλό / κάνω το ψιλό μου.
Got a better definition? Add it!
Κλασική απάντηση όταν κάποιος διακόπτει μια από τις μεγαλύτερες απολαύσεις του ανδρός.
Τη στιγμή που το κάτουρο απελευθερώνεται και αδειάζει ανακουφιστικά τη φούσκα, τη στιγμή που οι τρείς μπύρες που έχεις πιεί ζητούν απελπισμένες την απελευθέρωση τους, τη στιγμή που η πρωινή στύση, δυσκολεύοντας την όλη διαδικασία, προκαλεί σύγχυση των αισθήσεων ηδονής και ανακούφισης, δεν είναι ώρα για πολλά λόγια και αυτός που χτυπάει την πόρτα κατανοεί απόλυτα την κατάσταση όταν ακούει την λακωνική απάντηση… άλλος!
Παλαιά εποχή:
- τοκ τοκ (χτύπημα στην πόρτα του αποχωρητηρίου)
- Άλλος!
- Ωχ, συγνώμη!
μεταγενέστερα 60'-70'.
- τοκ τοκ (χτύπημα στην πόρτα του καμπινέ)
- Άλλος!
- Mε το μπαρδόν!
Σήμερα
- Άνοιγμα της πόρτας του WC
- Άλλος!
- Sorry!
Got a better definition? Add it!
Στοιχήματα μπαίνουν διάφορα, ειδικά όταν και οι δύο στοιχηματζήδες δηλώνουν τη βεβαιότητά τους για το τελικό αποτέλεσμα. Όταν όμως ο ένας εξ αυτών είναι απολύτως βέβαιος για το αποτέλεσμα αυτό και για την μηδενική πιθανότητα του ενάντιου (κοινώς τον κόβει) λέει: αν δε γίνει αυτό, χέσε με / να με χέσεις.
Καλά, αν χάσουμε και από εσάς, χέσε με!
Got a better definition? Add it!
Ιντερνετικό επιφώνημα εκπλήξεως αστειάτορα ομιτζή.
Στην μορφή «ομυτζήθρα!» χρησιμοποιείται ως επιφώνημα αηδίας από σλανγκοφοριάζουσες, όταν αυτές ατενίζουν τυροειδείς πέοντες.
Εκ του omg! («Παναγιούδα μου!»). Βλ. επίσης ομιτζί και τρία λολ.
Ασίστ: AN21
Got a better definition? Add it!
Το είδος της τρίχας που φυτρώνει στην όλη περιοχή που περιβάλλει τον πέοντα. Είναι σκληρή, κατσαρή, χοντρή, πιο σκούρα από την τρίχα της κεφαλής του φέροντος τον πέοντα, μοιάζει πιο πολύ σε όλα της σχεδόν τα χαρακτηριστικά με την τρίχα της γενειάδας (αν ποτέ υπάρξει αυτή) παρά στην τρίχα της μασχάλης ή του υπόλοιπου σώματος. Είναι όμως η πιο τιρμπουσόν τρίχα του σώματος. Μοιάζει με την σύντροφό της την μουνότριχα, αλλά όπως και κάθε τι αντρικό, είναι κατάτι τραχύτερη από την γυναικεία αυτή αντίστοιχη τρίχα. Ως εκ τούτου, καθίσταται σύμβολο ανεπιθύμητης τριχοφυΐας (βλ. 2).
Κάθε τρίχα (ανθρώπινη, ζώου, συνθετική) που υπερκατσαρώνει τόσο ώστε μοιάζει με πουτσότριχα. Το λέμε, πχ, όταν τα μαλλιά μας γίνονται άφρο από την υγρασία (βλ. πουτσοτριχίζω).
Κάθε τρίχα που εντοπίζεται στο πάτωμα και φανερώνει την έλλειψη φασίνας στο σπίτι μας. Ακόμα κι αν πρόκειται για τρίχες από την γάτα μας, πάλι για πουτσότριχα θα μιλήσουμε, συμβολικά.
- Εγώ γουστάρω τους ξυρισμένους.
- Ε είσαι άρρωστη!
- Τι ρε συ, να του παίρνεις πίπα και να φτύνεις όλη την ώρα την πουτσότριχα, δεν κατάλαβα...
- Καλά, μπες στο βερμουδιάρης και πες τα εκεί.
- Πώς τα λένε αυτά τα σκυλάκια που έχουν μαλλί πουτσότριχα ρε συ;
- Κανίς.
- Α γειά σου.
Ρε συ Νάνσυ, μάζεψε και μία φορά την πουτσότριχα πριν καλέσεις κόσμο, όλο τούφες από τρίχες έχει το σπίτι, δε βλέπεις;
Got a better definition? Add it!
Ασίστ Μες και Έλεκτρον από το λήμμα το «καθώς μπαίνεις».
Δεν γνωρίζω γιατί λέγεται έτσι. Μάλλον γιατί με τα παλτά κρεμασμένα πάνω του δείχνει για καλόγερος.
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για παραλλαγή του πρωκτικού σεξ εις την οποίαν αντισυμβαλλόμενος δεν είναι ο πέων αλλά μικρός πόντικας τ. meriones unguiculatus (gerbil).
Πρωκτόκολλο του τρωκτικού σεξ (αγγλιστί, gerbilling): Αφού αφαιρεθούν νύχια και δόντια με λιλιπούτεια χειρουργικά παραφερνάλια, ο εισπρώκτωρ πετσοπάς εισάγει το ζούδι εντός του ορθού του, όπου αυτό ορύσσει ενστικτωδώς, προκαλώντας έντονη διέγερση. Την κλιμάκωση του οργασμού επιφέρουν τα επιθανάτια τινάγματα του άτυχου τρωκτικού.
Κατ' ισχυρισμό του διεθνούς τύπου, ο ηθοποιός Richard Gere είναι μεγάλη ποντικοπνίχτρα και τρωκτικάντζα, ο δε ποπός του προ ετών έτεκεν μυν σε μονάδα επειγόντων περιστατικών στην Καλιφόρνια.
Ορισμένοι σκεπτικιστές, αλλά και σωμάτια ΛΟΑΤ, ισχυρίζονται ότι το τρωκτικό σεξ αποτελεί αρρωστημένο και ομοφυλοφιλοεχθρικό αστικό μύθο.
Πέρι: - Πού είναι οι πραγματικοί άνδρες ρε παιδί μου, έχει γεμίσει ο τόπος με γιαουρτομούνες λούγκρες και βερμουδιάρηδες αρκούδους...
Βαγγέλης: - Ξεκόλλα ρε, άσ' τον Πιερ να κωλογαμιέται με τον Καυλαγόρα! Καιρός να ψαχτείς...να’ σπώ κάτι στ’ αυτί: ...ψουψουψου...το τρωκτικό σεξ...μουμουμου...γούτσου-γούτσου ο ποντικομικρούλης...ψουψουψου....
Πέρι: - Ουαααου, είσαι θεά!
Got a better definition? Add it!
Χιουμοριστική παραφθορά του γνωστού κρασοπατέρα, με την διαφορά ότι εν προκειμένω, ο εκ Κλαζομενών ορμώμενος μερακλής, επιδίδεται μάλλον στην κλασοκατάνυξη, παρά στην οινοποσία.
Παρεμπιπτόντως, το ρήμα κλάνω μάλλον προέρχεται εκ του κλάω (=αρχ. σπάζω) βλ. κλαγγή, αρτοκλασία κλπ. Άλλωστε το κλανίδι στα εγγλέζικα λέγεται και break wind (ή pass gass, fart, let one off κλπ), ιταλιστί: scoreggiare, ισπανιστί: tirar pe(d)o, γερμανιστί: fürzen, γαλλιστί: pet κλπ.
Κεφάτος, αγαπητή (κατά τα λοιπά) φιγούρα στην παρέα, ο πορδο-γαλαντόμος κερνά με απλοχεριά τις κλανιές του δώθε-κείθε, όσους το έχουν ανάγκη, δίχως να συλλογίζεται τις συνέπειες. Γι’ αυτόν τον λόγο, το μόνο που δεν μπορεί ποτέ κανείς να του προσάψει, είναι η ετικέτα του εαυτούλη, αφού προτιμά να τις μοιράζεται με τους κοντινούς του ανθρώπους, δίχως να τις κρατήσει για τον εαυτό του σε μια δύσκολη στιγμή...
Συνήθως επιδαψιλεύει το νούμερό του με κάποια θεατρινίστικη πόζα, π.χ. σου ζητά να τραβήξεις το δάχτυλό του εν είδει περόνης χειροβομβίδας, κρατά ένα υποτιθέμενο όπλο, του οποίου τη σκανδάλη καλείσαι να τραβήξεις, άλλοτε πάλι προσποιείται ότι πανηγυρίζει γκολ με το στυλ του αξέχαστου Ροζέ Μιλά, το οποίο βέβαια καταλήγει σε πορδή, στριφογυρίζει στη χορευτική φιγούρα του Τζον Τραβόλτα και στο αποκορύφωμα πέρδεται, καμώνεται πως «κάθεται κάτω απ’ τη μπάρα» σαν τον Πύρρο Δήμα και σφίγγεται με το αναμενόμενο επακόλουθο κλπ-κλπ.
Κατά την παρακολούθηση κινηματογραφικής ταινίας σε φιλικό σπίτι, δεν παραλείπει να λανσάρει τη φονική κλανιά-μανιτάρι, η οποία εκπέμπει πηχτή θερμότητα και αγκαλιάζει την παρέα βαθμηδόν.
Σε αυτοκίνητο, μολλάρει τορπίλλα σχεδόν νεφελώδη, που την κόβεις με το μαχαίρι.
Σε σοβαρή συζήτηση, δεν λαμβάνει ποτέ μέρος στα διαμειβόμενα επιχειρήματα, αλλά καιροφυλακτεί ήσυχος στη γωνίτσα του, έως ότου τραβήξει μια στεντόρεια πορδή, που πείθει τους άλλους να σωπάσουν.
Οι παριστάμενοι τον βρίζουν (χαζο)γελώντας. Αυτός ευφραίνεται και θεωρεί τον εαυτόν του μάλλον απελευθερωμένο ευεργέτη τους. Ου γαρ οίδασι τι ποιούσι δηλαδή...
Οι Εγγλέζοι είναι συνεπέστατοι κλανιάρηδες, ενώ το ρέψιμο θεωρείται προσβολή. Στην Ελλάδα, κανονικώς εχόντων των πραγμάτων, δεν επιτρέπεται ούτε το ένα ούτε το άλλο. Παρ’ όλα αυτά, το ρέψιμο και η χλέπα κάποτε ήταν δείγματα ευμάρειας, οι δε φιλόξενοι αμφιτρύωνες παρότρυναν το μουσαφίρη να ρευτεί (όπως τα μωρά), προκειμένου να διαπιστώσουν ότι καλόφαγε = δείγμα ότι τον περιποιήθηκαν δεόντως!
Οι μεγαλοαστοί (sic) μέχρι πολύ πρόσφατα, έφτυναν στα γεμάτα κάτι μεστωμένα τάληρα, καταμεσής του δρόμου (βλ. και «Αμέρικα-Αμέρικα» Ε. Καζάν). Το κλανίδι εν Ελλάδι όμως, ήταν πάντοτε προσβλητικό, άλλωστε αποδεικνύεται και από τη διαμάχη εικονοκλαστών-εικονολατρών μεταξύ των βυζαντινών ημών προγόνων.
Οι εικονοκλάστες, έχασαν...
Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική γλωσσική παράδοση, διαθέτει πλουσιότατες εκφράσεις, σχετικές με το πεθάνιον. Όλως ενδεικτικώς:
Σκίσου!, κλπ-κλπ.
Οι περισσότεροι φρονούν πως η ρυπαρή και βορβορώδης αυτή καρικατούρα ανθρώπου πρέπει να τεθεί εκ ποδών από την κομψή κοινωνία μας, ή τουλάχιστον του πρέπει κωλοφίμωτρον, σαν αυτό που έβαλε εκείνο το καλό και άξιο παλικάρι, έναντι αντιτίμου 20 δραχμών.
Εν τέλει, ο προσφιλής αυτός τύπος προσφέρει μάλλον καλόν εις την ανθρωπότητα, αφού σαν τον μυταρά γελωτοποιό σκορπά το γέλιο, ζωή και χαρά = υγεία τριγύρω του (βλ. »μια πορδή τη μέρα το γιατρό τον κάνει πέρα«), αλλά και τροφή (!) αφού το μεθάνιον (CH4) είναι άκυκλος κορεσμένος υδρογονάνθραξ (σαν τις πατάτες -εξ ου και η αρχαιοπρεπής έκφραση «πέρδομαι γεώμηλα»), όπως αποκαλύπτει και η εγγλέζικη παιδική «Πορδή εις την ελευθερίαν»:
Beans-beans, good for your heart
The more you eat, the more you fart,
The more you fart, the better you feel,
So eat your beans with every meal!
- Πήρα δυο ντι-βι-ντι να δούμε! Θα’ ρθει κι ο Γιώργος με τον Αντρέα.
- Με ποιον Αντρέα; Αυτόν τον κλασοπατέρα; Ωωωωχ! Θα στενάξουμε απόψε...
Βλ. και κομπολογάτη, βροντόφωνος η άοσμος, συρρίζουσα η βρομούσα, υπόκωφος η αναισθησιογόνος, υποπουρτίδιο / υποκλανίδιο, ψηφιδωτή κλανιά
Got a better definition? Add it!
Όπως έχω ήδη αναφέρει εδώ, όταν σε προσπεράσει η ευκαιρία είναι πλέον αργά για να την πιάσεις. Το λήμμα χρησιμοποιείται από κάποιον παρατηρητή, όταν ζητηθεί η γνώμη του για μια ευκαιρία που χάθηκε, από αυτόν που την έχασε.
Το σκατό θεωρείται και είναι για τον άνθρωπο αυτό που σημαίνει και η λέξη περίττωμα, το αποβάλουμε από τον οργανισμό μας ως περιττό και ως τέτοιο μας είναι παντελώς άχρηστο. Με το «τώρα φάε σκατά» ο παρατηρητής εννοεί:
1ο ότι είναι πιο πιθανό να φας σκατά από το να αδράξεις την χαμένη ευκαιρία
2ο Τώρα που έχασες αυτή την μεγάλη ευκαιρία, το να φας σκατά είναι ότι καλύτερο μπορείς να ελπίζεις πια.
-Άσε φίλε, χρωστάω στην εφορία, στο ΤΕΒΕ, έχω μερικές επιταγές και κέρδισα και στο λαχείο τον πρώτο λαχνό.
-Άρα όλα καλά.
-Έτσι νόμιζα και εγώ αλλά (κλαψ) η κυρά έπλυνε το άσπρο πουκάμισο και το λαχείο ήταν στο τσεπάκι. (μπουχουχού)
-Ε! τι να σου πω... τώρα φάε σκατά!
Got a better definition? Add it!
Γουτσιστική προσφώνηση προς μαυρούκους και μαυρούκες που τυγχάνουν σκοτεινά αντικείμενα του ερωτικού μας πόθου. Πρβλ. μουνί τσοκολάτα και σοκολάτα βιενουά. Ακόμη πιο γουτσιστικά: σοκολατάκι.
Όλως αντιθέτως, το αηδιαστικό υπόλειμμα κοπράνων στο πίσω μέρος του βρακιού μας. Πρβλ. σοκολάτα-μπανάνα.
Got a better definition? Add it!