Selected tags

Further tags

Πούτσα μεγάλη και βρώμικη ενός μπρουτάλ ωμοσέξουαλ (ίσως και χοντρού, ο οποίος όμως βλέπει τον πούτσο του!), με όλες τις δυνατές μεταφορές και μετωνυμίες.

Ο όρος έγινε δημοφιλής από τον ράπερ Μικρό Νjικόλα και τους στίχους: «τσίμπα το γουρουνοπούτσι του Νjικόλα του τρελού. Θέλεις το καυλjί του αλλουνού, δεν πειράζει, ίδιο είναι και αυτού» (βλ. το βιντεάκι).

Ανοίγονται, βέβαια, τα ερωτήματα πόσα εκατοστά μπορεί να είναι το γουρουνοπούτσι ενός ενδεκάχρονου, πόσο περήφανοι είναι οι γονjείς του μικρού Νjικόλα (αλλά και ο παπάς του άι Νjικόλα) για τον λεβέντη τους. Όλα τα λεφτά, ωστόσο, είναι ο προβληματισμός του άσματος για την φύση της επιθυμίας, που επιζητεί πάντα τον φαλλό του Άλλου, ενώ κατά βάση «ίδιος είναι και αυτού». Ο γούγλης δίνει λίγα χτυπήματα, στην συντριπτική τους πλειοψηφία αναφερόμενα στον μικρό Νjικόλα, ενώ και όσα δεν αναφέρονται διατηρούν την έκφραση τσίμπα το γουρουνοπούτσι.

Έμμεση πάσα: Τζήζας.

τσιμπησαμε το γουρουνοπουτσι. Λογικό. Δεν έπαιξαν Σχορτσανίτης - Μπουρούσης. δε νομιζω να εκαναν τη διαφορα. Δε λέω ότι θα νικάγαμε αν έπαιζαν (εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αιδοίο το οποίο από τη συχνή και επίπονη διείσδυση από ανδρικά μόρια έχει χάσει το σφρίγος και έχει κρεμάσει. Δηλαδή με λίγα λόγια όταν ένα αιδοίο ξεχειλώνει.

Πω ρε Αγησίλαε. Τη θυμάσαι εκείνη τη σαραντάρα που γνώρισα τις προάλλες; Ε, μάπα το καρπούζι. Για να μη στα πολυλογώ το μουνί της ρε φίλε ήταν μπριζολιασμένο και σιχάθηκε η ψυχούλα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κυριολεκτικά, τα σκατά.

  2. Αλλά και μεταφορικά τα σκατά, όταν θέλουμε να μιλήσουμε λιγότερο αθυρόστομα, τόσο για καταστάσεις όσο και για ανθρώπους.

  3. Το αντικείμενο αδιευκρίνιστης ταυτότητας, προέλευσης, σχήματος, σε φάση μαραφέτι, παπαράκι, μαρκούτσι, γαμίδι.

  4. Φιλική προσφώνηση σε οικείο πρόσωπο (!).

  1. Από εδώ:

Άμα τον πηγαίνεις βόλτα μέρα παρά μέρα, είναι σίγουρο ότι θα κάνει μεγάλες σκατούλες ενδιαμέσως... Γενικά πάντως, δεν κατάλαβα γιατί τους ενοχλεί το μέγεθος της σκατούλας.... με δεδομένο ότι θα βγάζεις το σκύλο 2 φορές την ημέρα τουλάχιστον, και συνολικά πάνω από μία ώρα, φυσικά και δε θα χέζει συνέχεια...

2α. Από εδώ:

Σε ένα βίντεο που ανέβασα στο utube μου κότσαραν και μια διαφήμιση... Αν γίνουν κλικ εγώ θα πάρω τπτ ή σκατούλες;;;

2β. Από εδώ (σ.σ. το λινκ είναι broken, το κείμενο εμφανίζεται μόνο στο google - το σχόλιο πιθανώς αφαιρέθηκε):

Βρε καραγκιοζη, ο καπετανιος κατι σκατουλες σαν κι εσενα, τις εχει για πρωινο. Χτεσινε ρουφιανακο.

  1. Από εδώ:

Και αυτά που είναι σαν κίτρινες πατημένες σκατούλες δίπλα από το κάθε νήμα, γιατί λένε «Νέα»; Τι Νέα, η εφημερίδα; Και γιατί είναι σαν κίτρινες σκατούλες; Και γιατί είναι σαν πατημένες;

  1. Από εδώ:

- Άστα να πάνε, η χαμένη έγινε κιουρία και την έκανε μπουχός. Τι κάνει η περιστέρα σου;;; Πότε θα σας δούμε;;;
- Και γω ρε σκατούλες σας πεθύμησα... Θέλω καφεδάκι και κουτσομπολιό.

(από peregrine, 05/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στο σχήμα της κατάληξης του παχέος εντέρου (γνωστό και ως ορθό), το οποίο παίρνει τη μορφή ποτηριού μετά από σεξουαλικά (και όχι μόνο) βάναυση μεταχείριση. Η έννοια της λέξης είναι συνήθως μεταφορική, με αρκετά στοιχεία υπερβολής, δεν είναι όμως λίγες οι φορές εκείνες που χρησιμοποιείται άκρως κυριολεκτικά.

  1. - Τι;! Την γάμησες απ' τον κώλο! Έλα ρε θερίο! και για πες...
    - Τι να πω, απλά της τον έκαμνα ποτήρι.

  2. [...]Το '69 [...] εγνώρισα έναν κατάδικο που του χώσανε γκλοπ στον κώλο, μετά το τραβήξανε έξω με δύναμη και το κωλάντερό του κρεμόταν σαν ποτήρι. [...] (Ηλίας Πετρόπουλος, «Το Εγχειρίδιο Του Καλού Κλέφτη», σ. 77)

κολωνάτο! σωστότατος GATZ! (από PUNKELISD, 18/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται τις φορές που σφίγγουν τα γάλατα, σε περιόδους μεγάλης αγαμίας δηλαδή, αναφορικά με το σπέρμα του άντρα, το οποίο από την πολυκαιρία και την στασιμότητα έχει πήξει και σβολιάσει, έχει γίνει σα χαλίκι.

- ...άντε υπομονή Μήτσο, εφτά και σήμερα να πάρουμε τη ροζαλία να πάμε σπίτια μας...
- ...να διώξουμε και τα χαλίκια, γιατί δεν πάει άλλο...

... από πέτρινο πουλί. (από patsis, 26/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γλύφανο ή αλεζουάρ (και αμερικλανιστί reamer)

Εργαλείο που σαν σκοπό έχει την λείανση μιας οπής που έχει τρυπηθεί με κοινό τρυπάνι.

Πρώτα πχ. ανοίγουμε μια τρύπα με τρυπάνι Φ 8,8 μμ και με το γλύφανο το πάμε 9 μμ ακριβώς.

Έτσι και το σκατό παραλληλίζεται με το τρυπάνι και η ψωλάρα ή ο σχοινοκαθαριστήρας παραλληλίζεται με το γλύφανο.

Χώσε μωρό μου το γλύφανό σου μέσα, τώρα που έχω χέσει και είμαι ανοιχτός (λέει ο πουστράκος στον βεληγκέκα του)

(από ο αυτοκτονημενος, 23/10/10)(από ο αυτοκτονημενος, 23/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός για την μπίχλα, τη βρωμιά κυριολεκτικά, και μεταφορικά-συνεκδοχικά για τον βρωμύλο και την βρωμερή.

  1. ...θα σαπισω στις μπουνιες αυτη τη τσουχτροκωλα μπεχρα μεχρι να της φυγει η μασελα,αντε με την μουνοσαλιαρα να πουμε...εδώθε

  2. και...Συμφωνώ τόσο που το κεφάλι μου έγινε κώλος κι ο κώλος σου κεφάλι απ' τη βαθιά υπόκλιση μπροστά σου!
    Τον χώρο της τηλεόρασης λόγω σπουδών τον έζησα λίγο και τον σιχάθηκα πολύ. Μιλάμε για τρελή μπέχρα. 6 μήνες πρακτική στην ΕΡΤ ήταν ικανοί να με κάνουν ν αλλάξω επάγγελμα. Χειρότερη κωλόφαρα απ τους δημοσιογράφους δεν υπάρχει, ούτε οι πολιτικοί δεν τους φτάνουν στην διαφθορά! ...εκείθε

Ο Μαχητικός φωτορεπορτερ Γ. Μπεχράκης, όλη μέρα στη δουλειά...ε... (από perkins, 26/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η περιοχή γύρω από τον πρωκτό, ήτοι γύρω από το σημείο από όπου βγαίνουν οι κλανιές.

Χρησιμοποιείται γενικά για τον πρωκτό.

Απαντάται κυρίως στο υβρεολόγιο των γηπέδων.

Άμα σε πετύχω, ρε σκουλήκι, θα σου ξεσχίσω το περικλανίδι ρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λόξυγγας με επακόλουθο ρέψιμο.

Αν και στην παγκόσμια βιβλιογραφία έχουν καταγραφεί περιπτώσεις όπου το ρέψιμο προηγείται του λόξυγγα, αυτή πάντως είναι η πλέον κοινή συμπεριφορά που παρατηρούμε στη φύση. Κι όταν λέμε στη φύση, εννοούμε (συνήθως) στα σπίτια των παππούδων και των γιαγιάδων μας, που, έχοντας ζήσει κατοχές και κακουχίες, εκτιμούν ίσως περισσότερο από όλους μας το φαγητό, τόσο πολύ που ώρες ώρες μπουκώνονται ασυστόλως, αγνοώντας τις υποδείξεις των ιατρών και των συγγενών για το ζάχαρο, την πίεση, και ό,τι άλλο έχουν ευχαρίστηση, με αποτέλεσμα, εκτός από τη σημαντική επιβάρυνση του οργανισμού τους, να παράγουν αυτό το πολυφωνικό είδος ρεψίματος, το οποίο μπορεί να επαναλαμβάνουν για ώρες.

Ο ρέψυγγας πάντως δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο της τρίτης ηλικίας. Μπορεί εύκολα να παρατηρηθεί σε άτομα στα οποία τους έρχεται συχνά λόξυγγας, αν και σε αυτές τις περιπτώσεις η χρονική περίοδος κατά την οποία εμφανίζεται το φαινόμενο (γνωστό και ως διάρκεια ζωής του ρέψυγγα) είναι σημαντικά μικρότερη.

- Χικ-Μπουρμπ...Χικ-Μπουρμπ...
- Αμάν ρε γιαγιά με αυτόν το ρέψυγγα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified