Selected tags

Further tags

Αποτελεί χαρακτηριστική απόδοση στις περιοχές της δυτικής Μακεδονίας της λέξης σκατό, απέκκριμα, κουράδα, περίττωμα και όλα τα σχετικά. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί με πολλούς τρόπους, από απλή αναφορά στο παραγόμενο προϊόν της ανθρώπινης και ζωικής πέψης, έως επισήμανση του μεγάλου βαθμού αηδίας που χαρακτηρίζει ένα πρόσωπο / ζώο / φυτό / πράγμα.

  1. - Τι έκανες τόση ώρα στο μπάνιο ρε;
    - Έβγαλα ένα γκουμπλάρι τεράστιο, μη μπεις μέσα, θα βρωμάει μέχρι αύριο.

  2. - Ο μουσακάς είχε πάνω από μήνα μέσα στο ψυγείο, αλλά τον έφαγα έτσι κι αλλιώς.
    - Τι έκανες ρε, γκουμπλάρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αποτελεί ομπρέλα για όλα τα ιπτάμενα έντομα που έχουν βουτήξει στα ποτά όλων μας έστω μία φορά, όσο και να προσπαθήσαμε να το αποτρέψουμε.

-Τι λέει ρε μαλάκα, την πέτσωσες εχτές την σλοβάκα που μου 'λεγες;
-Ου, που να σου λέω. Εκεί που 'χαμε αράξει στην δύση του ηλίου αγκαλίτσα, παραγγέλνω δύο white russian, πίνουμε αρχίζω τα χουφτώματα και ξαφνικά γυρνάει από την ανάποδη και ξερνάει! Τρελαίνομαι εγώ και πριν το καταλάβω έχει πάρει τσάντα, σιγαρέττα και πούλο!
-Τι λες ρε μαν, γιατί έτσι;
-Ε είδα μετά, είχε κάνει ένας μπάμπουρας καμικάζι το σάλτο μορτάλε του στην ποτηριά.
-Χαλάστρα άρρωστο ρεζιλίκι.

(από doodoon, 31/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Επιταχύνω, γκαζώνω, τρέχω, βάζω τα δυνατά μου, με πιάνει κωλοπιλάλα.

  2. Χέζω: Χρησιμοποιείται κυρίως σε εξτρίμ καταστάσεις, όταν ας πούμε έχεις να αντιμετωπίσεις κουράδα «εγκεφαλικό» ή «Κινγκ Κονγκ».
    Συνοδεύεται από μούγκρισμα αυξανόμενης έντασης και καταλήγει σε στεναγμό ανακούφισης. (παράδειγμα 4)

  1. - Ρε! Αύριο λήγει το ντεντ λάιν και εσύ παίζεις πασιέντζα;
    - Έλα μωρέ! Τρία άρθρα μείνανε, θα μαρσάρω αύριο το πρωί και το μεσημέρι θα είσαι έτοιμος για τυπογραφείο. Πιάσε μπύρα κι άραξε...

  2. Αυτό, όμως, μπορεί να αλλάξει απότομα, από τη μια στιγμή στην άλλη... Πώς; Αν (και όταν) αποφασίσει η Νέα Δημοκρατία του Σαμαρά να «μαρσάρει»! εδώ

  3. «Μαρσάρει» η επένδυση
    Ανοίγει οριστικά ο δρόμος για την κατασκευή του μεγάλου έργου του Αυτοκινητοδρομίου της Πάτρας μετά την χθεσινή ομόφωνη απόφαση της Γνωμοδοτικής Επιτροπής με την οποία το έργο εντάσσεται στον Αναπτυξιακό Νόμο. εδώ

  4. - Δεν είναι εδώ ο Γιώργος;
    - Στην τουαλέτα
    - Θα αργήσει;
    - Μαρσάρει εδώ και μισή ώρα... ε, σε κανένα τεταρτάκι θα βγει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που κάνει τα παιδιά να γελάνε πολύ (γενικά τα παιδιά γελάνε πολύ με ό,τι έχει να κάνει με τα σκατά).

Πολτοποιημένα σκατά, για όποιον λόγο (χρόνος, βιολογικός καθαρισμός, λίπασμα, ό,τι). Που θυμίζουν σούπα, πχ φασολάδα.

Ενδέχεται όμως και να μην κυριολεκτεί η έκφραση, αλλά να περιγράφει κάτι αρκούντως σιχαμερό που θα μπορούσε να παρομοιαστεί με τα παραπάνω.

Πάσα: 'Ολιβ, η οποία ανάθεμα κι αν θα γράψει ποτέ κάτι...

- Καθαρά τα νερά στην παραλία;
- Μπα, σκατουλάδα...

(σημ: εδώ δεν ξέρουμε και ούτε θέμε να μάθουμε αν ο ομιλητής αναφέρεται σε κυριολεκτική ή μεταφορική σκατουλάδα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυνανίζομαι μανιωδώς, πολλάκις της ημέρας, απανωτά και κατά κόρον, σε βαθμό ανησυχητικό, ακόμη και για γονείς προοδευτικών αντιλήψεων. Αναφέρεται σε άτομα της εφηβικής και μετεφηβικής ηλικίας που μπορούν να πετυχαίνουν υψηλά σκορ στο άθλημα.

  1. Κι αν το ίδιο παρακαλάει κάθε βράδυ κάποιος βάζελος για τη δική σου μαμά; Αν αύριο πεθάνει η μάνα σου επειδή ακούστηκαν οι προσευχές κάποιου βάζελου; Ωραία ε; Αγόρι μου έχεις τρελό εγκεφαλικό πρόβλημα… ζωή δεν έχεις; προβλήματα δεν έχεις; οικονομική κρίση δεν έχεις; το μόνο που σε νοιάζει είναι πώς θα γαμήσεις μάνες; Ποιο ζώο σε πότισε με τέτοιο οπαδιλίκι; Μάλλον σε έχει φάει η πολλή μαλακία επειδή δε γαμάς καμιά γκόμενα και μετά θες να γαμήσεις μάνες… το έχεις ματώσει το πετσάκι σου.

  2. Παρόλα αυτά… γιατί μερικοί μισθοφόροι του ΠΟΚ ματώνουν; Γιατί επίσης μερικοί Ελλαδίτες του ΠΟΚ ματώνουν; Βλέπεις π.χ. τον Πάντο… άμπαλος… αλλά τα δίδει όλα 110%... για αυτό και τον χειροκροτεί η εξέδρα ή τον Γεωργέα… ή τον Φον Δημητράκη.

Σε εμάς ποιος ματώνει πέρα από το πετσάκι του από την πολύ χρήση;
(από το νέτι)

Βλέπε και πέτσα, ματώνω, και σχήμα γνωστού αγνώστου για τον τύπο «το ματώνω».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι μόνο που είναι σκατά, αλλά είναι και μελάτα, δηλαδή παχύρρευστα, πυκνόρρευστα, ημίπηκτα, όπως το μέλι.

Η έκφραση είναι επιτατικό του σκατά για να δηλώσει μια άσχημη κατάσταση. Τουλάχιστον τα καλοσχηματισμένα σκατά είναι πιο ελεγχόμενα και τίμια, ενώ τα μελάτα δεν υποφέρονται με τίποτα. (To μελάτος έχει εξάλλου γενικώς απαξιωτική σημασία, όπως και όταν χαρακτηρίζει τον μαλακοκαύλη).

Χρησιμοποιείται, λοιπόν, σε μια μεγάλη ποικιλία συμφραζομένων, συνήθως ως απάντηση σε προηγηθείσα ερώτηση ή αυτοερώτηση. Συχνότατα σε συνάφεια σχετική με το φαγητό, λ.χ. ως απάντηση σε ερωτήσεις του τύπου «τι θα φάμε;», ή μεταφορικά τι λεφτά θα οικονομήσουμε για να φάμε, ή για να σατιριστούν επιτηδευμένα ντελικατέσεν εδέσματα.

Επίσης, όταν με την απάντησή μας θέλουμε να πούμε ότι η κατάσταση είναι πολύ χαώδης, ρευστή και μη συγκροτημένη. Ή πολύ ευτελής, όπως λέμε αρχίδια καλαβρέζικα. Τίθεται και ως τελευταίο στοιχείο μιας παρατακτικής σύνδεσης για να ευτελίσει τα προηγούμενα, δηλαδή κάτι σαν το και τα ρέστα παγωτά, αλλά πιο πολύ σαν τα αρχίδια καπαμά, αρχίδια καλαβρέζικα κ.τ.ό.

Υπάρχει και ομώνυμο μπλογκ με αγγλικό τίτλο shit with honey. Βλ. και το σχόλιο του Βίκαρ στο μελεμενιά, όπου θεωρεί το «να φας σκατά μελάτα» ως παιδική βρισιά.

  1. Σκατά μελάτα. Για ακόμη μία φορά, θέτω το ίδιο ερώτημα στον εαυτό μου: Ποια στο διάολο είμαι; (Εδώ).

  2. αλλιώς τι είναι τέχνη;τα σκατά μελάτα;
    αν δεν ήταν έτσι τότε τα πάντα είναι τέχνη, και θα έπρεπε να τα βγάζουμε να τα πουλάμε κι ολας. (Εδώ)

  3. Εσύ να φας έναν κουβά σκατά μελάτα Αιθιοπίας. (Εδώ).

  4. Αύξηση λέει στις πολύτεκνες μητέρες πάλι. Σωστό, αλλά με μεγάλες διακρίσεις ΠΑΛΙ. ΜΟΝΟ οι πολύτεκνες μητέρες του ογα. Οι άλλες μητέρες σκατά μελάτα. Οι πολύτεκνοι πατέρες σκατά μελάτα χωρίς αλάτι. Πάλι οι κατσίβελοι θα πάρουν τα φράγκα. (Εδώ).

  5. μ0ν0 αυτ0 θελω να μ0υ απαντήσεις, γαμώ το ΙΚΑ/ΤΕΒΕ/ΟΓΑ και λ0ιπά σκατά μελάτα! (Εδώ).

  6. Το μόνο σίγουρο είναι πως τα πιάτα του στυλ “συκωτάκια πάπιας τηγανισμένα σε λάδι μπαμπού με συνοδεία άγουρου ανανά, βατραχοπόδαρων και σκατά μελάτα” δεν συναρπάζουν πια τον Έλληνα. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εξωτερικός δακτύλιος της κλανοβαλβίδας.

Θα μπορούσε επίσης να προσδιοριστεί ως το τμήμα εκείνο του πρωκτού που επιδέχεται αποτρίχωση και πρωκτολειχία. Εν γένει πάντως χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του κώλου ή της κωλοτρυπίδας, σε εκφράσεις όπως «μού’ χει φύγει το περικλανίδιο», «θα σου σκίσω το περικλανίδιο» κ.ο.κ.

  1. Helpppp!!! Το αγορι μου θελει διαρκως να αεριζεται (να κλανει) Απ.: Η πιο γρήγορη μέθοδος εξέτασης, είναι να καθήσει γυμνός πάνω στο αλεύρι. Αν ο οπτικός έλεγχος στο αλεύρι, δείξει ανοιγμένο περικλανίδιο, τότε αμέσως στον πρωκτολόγο να εξεταστεί με κωλομπινεδισκόπιο! εδώ.
  2. ...και επίσης έσπασα τον περικλανίδιο παρθενικό οπισθοδακτύλιο του Νώντα... από τότε είναι ανοιχτός για όλους.
    (από το δίχτυ ομοίως).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τουαλέτα.

Κατ' αρχήν, αποτελεί μια μπανεύκολη μεταφορά της χεζοσλάνγκ ότι το ψηφίζω ή ρίχνω (μια) ψήφο σημαίνει χέζωκατουρώ ή και γαμώ), συναφώς προς πολυάριθμες άλλες μεταφορές, όπως στέλνω φαξ, εξοφλώ γραμμάτιο, ρίχνω τον οβολό μου κ.τ.ό. Οπότε κάλπη είναι η λεκάνη της τουαλέτας ή όλο το δωμάτιο.

Εδώ, όμως, με ενδιαφέρει ο όρος ως ανήκων στο ιδίωμα των επ' εσχάτοις αγανακτισμένων άκα αγανακτίστας που πλατειάζουν τον τελευταίο καιρό στις πλατείες των πόλεων και προαστίων και δη στην Πλατεία Συντάγματος. Στο ιδίωμα τους, λοιπόν, κάλπη είναι ειδικά η μεταφερόμενη χημική τουαλέτα, που στήνεται σε χώρο κατάληψης από σκηνίτες αγωνιστές. Στο Σύνταγμα λ.χ. οι κάλπες έχουν τοποθετηθεί στην δυτική και ανατολική πλευρά της Πλατείας.

Ο όρος, επομένως, σκοπεύει ειδικά να απαξιώσει την ψήφο μέσα στο πλαίσιο κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που έχει εκτραπεί σε κομματοκρατία ή και σε έξωθεν συναινεσοκρατία, όπου το να ψηφίζεις τον ένα ή τον άλλο δεν είναι δραστικά πιο χρήσιμο από το να χέζεις (μάλλον λιγότερο αφού το χέσιμο είναι τουλάχιστον μια αναγκαία βιολογική λειτουργία που προσφέρει και κάποια ηδονjή). Σε αυτό το είδος ψήφου-σκατού αντιπαραβάλλεται βεβαίως βεβαίως η ψήφος στο πλαίσιο αμεσοδημοκρατίας, που για πολλούς αγανακτησοπατέρες αποτελεί την μοναδική αξιοπρεπή ψήφο. Εξάλλου, η σχετικά εύκολη μετακινησιμότητα των φορητών τουαλετών τις προσομοιάζει σε κάλπες: οι μεν στήνονται σε χώρους κατάληψης για τις ανάγκες των αμεσοδημοκρατών, οι δε στήνονται σε εκλογικά κέντρα για τις ανάγκες των εμμεσοδημοκρατών.

Όσοι έχουν ζήσει τις κάλπες (με την σλανγκ σημασία), τις έχουν ζωηρά εντυπωμένες στην οσφραντική μνήμη τους ως μια αύρα καταληψίλας, δηλαδή σκατίλας ματαίως διηθημένης από άγνωστες χημικές ουσίες. Πιθανολογώ, βέβαια, ότι αυτή η σημασία της κάλπης είναι πολύ πιο παλιά από τους Αγανακτισμένους και έχει να κάνει γενικά με φορητές τουαλέτες που μεταφέρονται σε χώρους κατειλημμένους από κριτικούς προς την κοινοβουλευτική δημοκρατία ιδεολόγους.

- Τι έγινε, φίλος, να ψηφίσεις πας; Δεν θα στο πρότεινα, οι ανδρικές κάλπες ζέχνουν τόσο που χρειάζεσαι μάσκα με φίλτρο για να μπεις μέσα...
- Καλά, πάω τότε να ψηφίσω στα Μακντόναλντς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε άτομα που καλύπτουν το καπάκι δημόσιας τουαλέτας με χαρτί υγείας (ελαφρώς κυκλικά) και λόγω δυσκοιλιότητας μουγκρίζουν επίμονα παραπέμποντας έτσι σε τελετή επίκλησης δαιμόνων.

- Ρε συ πάλι ζορίζεται ο Βάμπης στην τουαλέτα; - Γάμησε τα φτιάχνει πάλι πεντάλφες με κωλόχαρτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος όρος για το κωλόχαρτο, χαρτί υγείας.

Τέλειωσε το σκατόχαρτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified