Selected tags

Further tags

Χαρακτηρισμός ανθρώπου που είναι άμαθος σε μία εργασία (για χειρωνακτικές συνήθως) και κατ' επέκταση κουράζεται εύκολα, μέχρι να πάρει το κολάι.

Η λέξη καβελινάκια προέρχεται από το «καβελίνα / καβαλίνα», περιττώματα ζώων δηλαδή (ο όρος χρησιμοποιείται απ' όσο ξέρω μόνο για άλογα / γαϊδούρια / μουλάρια), τα οποία αφότου έρθουν σε επαφή με το φως του ήλιου δεν αργούν να σκληρύνουν (ξεραθούν).

Το δροσιό είναι οι πρωινές ώρες γύρω στις 06:00 - 08:00 και χρησιμεύει ώστε να τονιστεί η αδυναμία αυτού που δέχεται τον χαρακτηρισμό να φέρει εις πέρας την εργασία του ακόμα και υπό ευνοϊκές συνθήκες, μιας και τα περιττώματα δεν ξεραίνονται εύκολα χωρίς παρουσία ήλιου.

- Αχ, γιαγιάκα, είχαμε πάει εχτές να σκάψουμε κάτι αυλάκια για να φυτέψουμε τομάτες με τον πατέρα μου και κοίτα να δεις πως έγιναν τα χέρια μου!
- Εμ, αφού εκεί πάνω στας Αθήνας όλο ξερομαλακώνετε μπροστά από τα λαπιτόπια σας, έχετε γίνει ντιπ για ντιπ λαπάδες... Τα μικρά καβελινάκια με το δροσιό ξεραίνονται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δήλωση μεγάλης απέχθειας προς κάτι που μόλις είδαμε ή ακούσαμε. Λέγεται με προσποιητή έκφραση αηδίας ή ναυτίας. Αρχικά εφηβική έκφραση που μάλλον δεν ακουγόταν πριν τα ογδόνταζ ή τέλη εβδομήνταζ, αλλά λέγεται ακόμα.

Βλ. και μη χέσω και κατσιμηχέσω

  1. Μαθήματα νέου πατριωτισμού (μην ξεράσω!!!!)
    Μάλιστα, ο τιμημένος, ευφυής, λαλίστατος, σοσιαληστής και άκρως δημοκράτης Πρωτυπουργός μας, μιλώντας στο Υπουργικό Συμβούλιο, έδωσε τον ορισμό του νέου πατριωτισμού.

  2. Το άθλιο, κτηνώδες, αιματοβαμμένο, ελληνικό Πάσχα! Το αηδιαστικό, γεμάτο μίσος ελληνικό Πάσχα! Το γεμάτο υποκρισία, θάνατο, φαγοπότι και πόνο ελληνικό Πάσχα! Το πιο αηδιαστικό, το πιο κτηνώδες, Πάσχα! Για τη Δήθεν γιορτή της Αγάπης! (μην ξεράσω) Για τη Δήθεν γιορτή της Ανάστασης του Χριστού! Μην ξεράσω! Όχι δεν είναι Πάσχα! Είναι η μέρα της σφαγής και κτηνωδίας ενάντια στα εκατομμύρια των αθώων!!

από το νέτι αμφότερα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που ναι μεν δεν απαντάται στον γούγλη αλλά λέγεται αρκετά. Περιγράφει ένα ακαθόριστο χρώμα που θυμίζει μουστάρδα με στοιχεία κουτσουλιάς περιστεριού. Δεν αναφέρεται δηλαδή σε ωραίο, ούτε καν σε πλακάτο χρώμα.

Πάλι θα φορέσεις αυτό το μουσταρδοκοτσιλί σακκάκι; Έλεορ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρώμα που παραπέμπει στα σκατά. Σε όποια σκατά, άρα σε διάφορες αποχρώσεις του καφέ, ανάλογα με τι εννοούμε. Συνήθως όμως το λέμε για το κλάσικ σκούρο καφέ ή για το μουσταρδοκοτσιλί χρώμα τής όχι και τόσο υγιούς αφόδευσης.

Καμία σχέση με το σκατέ ολέ που αναφέρεται σε κατάσταση.

  1. Χρώμα οφθαλμών: σκατί.

  2. Το LADA του 1988 χρωματος σκατί ποσο ασφαλιζεται;

  3. Από το ΡΟΖ στο…. Σκατί… (τίτλος άρθρου)

- τα 2 τελευταία από το δίχτυ

λασπί (από MXΣ, 19/04/11)σκατί της φωτιάς (από MXΣ, 19/04/11)σκατί της φωτιάς (από MXΣ, 19/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθιερώθηκε από τον Δημήτρη Ουγγαρέζο στον «Όμορφο Κόσμο το Πρωί», όταν δήλωσε με την χαλαρότητα του τηλεαστέρα: «Άλλαξα φανέλα, και ο πρώτος λόγος ήταν το μασχαλόζουμο», ο ιδρώτας της μασχάλης εν ολίγοις.

Καλά, έτρεχα να προλάβω χ14 χθες βράδυ και το αρχίδι δεν σταμάτησε, οπότε κατέληξα μόνος μου στην στάση με το μασχαλόζουμο για παρέα να ποτίζει τον αιθέρα.

βλ. και το διαφορετικό μασχαλοζούμι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται και αυτό για να αποδώσει το εκτενώς σλανγκογραφημένο φαινόμενο της σεξοσλάνγκ που έχει περιγραφεί εκτενώς στα λήμματα πισωκολάτα, σοκολάτα, μερέντα, μεζές, καφετζόπουλος, πιθανόν και άλλα, δηλαδή την ανάσυρση υποψίας περιττώματος στον πέοντα κατά την απόσυρση από πρωκτικό σεξ.

Το ιδιάζον του σοκολάτα βιενουά είναι ότι λέγεται περισσότερο για αρχονταιδοιώδεις καταστάσεις, για να δηλώσουμε κάτι σαν το και η κλανιά της βάλσαμο. Δηλαδή ενώ το μερέντα είναι ευφημισμός σε ένα παιδικό στυλάκι -τ. νταξ δεν πειράζει σαν να παίζεις και να πασαλείφτηκες με μερέντα- το σοκολάτα βιενουά λέγεται αν κάνεις πρωκτικό με κάποιον φοβερό μούναρο, οπότε δεν τολμάς καθόλου να τον μειώσεις, ούτε το διανοείσαι, και παραλληλίζεις την ενδεχομενικότητα με την αριστοκρατική συνήθεια πόσεως του ομωνύμου ποτού.

Άλλωστε όπως είπε και η Μες, άμα πας εκεί πέρα τι περιμένεις να βρεις; Λουλούδια και γύρω γύρω μέλισσες;

Είναι λιγότερο εν χρήσει από τα πισωκολάτα και μερέντα.

Το λήμμα αφιερώνεται σε όσους είχαν την ψευδαίσθηση ότι μετά την απώλεια του φραπέ και της μερέντας θα μπορούσαν τουλάχιστον να απολαύσουν μια σοκολάτα βιενουά σαν άνθρωποι.

  1. - Ε, μερέντα δεν θα τό 'λεγες. Ας πούμε σοκολάτα βιενουά...

  2. - Ούτε μερέντα, ούτε σοκολάτα βιενουά! Φίλε μου, τελικά έχω πειστεί ότι η γυναίκα απλά δεν χέζει καθόλου!
    (Ενθουσιώδης αιθερογάμων κάπου σ' ένα σεξοσάη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ερζάτς μουνόχειλα ενός γκέουλα, ή η ταλαιπωρημένη εναλλακτική δίοδος μιας κατόχου A-level.

Σιχαμένη λέξη, αλλά κάποιος έπρεπε να την αναρτήσει.

- Αυτό πού ήθελα από εκείνον ήταν να με γαμήσει, χωρίς να με ρωτήσει αν θέλω, εγώ μόνο να στηθώ καλά, την τρύπα μου να φυσάει ο κρύος και υγρός αέρας που μπαίνει από το σπασμένο τζάμι, να χαϊδεύει καυλωμένος ο χειμώνας τα κωλόχειλα μου, πρόστυχα εκτεθειμένα, από κάτω οι περαστικοί βιάζονται...
(Παναγιώτης Χατζηστεφάνου, εδώ)

- Δεν άντεξε όμως… ένας πίδακας από καυτή λάβα έκαψε τα πρησμένα μου κωλόχειλα… τα υγρά του έκαψαν την πλάτη μου κι έφτασαν μέχρι το σβέρκο μου.
(εκεί)

- τριγμὸς μαντρούχια πλακωμὸς φλισκούνια πετσετάκια
χυσόχαρτα κωλόχειλα καὶ ψωλοραβασάκια
κωλοτσιμποῦκι τραγανὸ κι ἄγαρμπο μυξομποῦκι
τῆς γάμησαν τὸ λάρυγγα μὲ τόρνο καὶ καβοῦκι
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι κουράδες, σκατά του αλόγου, μεγάλες και βρωμερές. Συνήθως απαντώνται σε ιππικούς ομίλους ή σε πανηγύρια με παρελάσεις αλόγων.

- Ρε Μήτσο, τι έπαθα χθες...
- Τι ρε φίλε, με ανησυχείς.
- Γυρίζοντας σπίτι από το μπαρ πάτησα μια κουρατζίνα και την έφερα σπίτι, το τι άκουσα από την κυρά Λένη δεν λέγεται.

(από ΑΙΤΟ, 10/04/11)

βλ. και τούρτα, νάρκες, ναρκοπέδιο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πούττος=μουνί, κότσιρος=κουράδα.
(που τα μούνναρα στα πούτταρα τζιαι που τα σκατά στα κότσιρα)
Είναι η γνωστή φράση: «από το κακό στο χειρότερο».

- Άκουσες ποιος διορίστηκε υπουργός δικαιοσύνης; Ο Παπαδόπουλος. Αυτός που ακούστηκε κάποτε ότι τα έπαιρνε χοντρά για να καλύπτει τις βρωμιές των μπάτσων.
- Πεεεε.... Που τα μούνναρα στα πούτταρα τζιαι που τα σκατά στα κότσιρα.

Κι από τα σκατά στον Κότσιρα... (από Khan, 09/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έντονη, ακατάσχετη και επίμονη εκτόνωση αερίων από τον πρωκτικό μας σωλήνα, συνηθίζεται δε να συμβαίνει σε περιπτώσεις κατανάλωσης όσπρεων και λοιπών πορδογενών εδεσμάτων.

- Πω ρε μαλάκα, τι πορδοσφάχτης είναι αυτός, δεν παίζει να βγω από το σπίτι, ρόμπα θα γίνω.

πορδή (από tractioner, 02/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified