Further tags

Αυτός,-η,-ό που παραπέμπει σε τρολ, όπως το ορίζουν τα σκανδιναβικά ήθη κι έθιμα. Αναφέρεται σε άτομο αντίστοιχων ιδιοτήτων, με αντίστοιχη έκφραση στο πρόσωπο, δηλωτικής του άι κιου του πράγμα που συμπεραίνεται από τα λεγόμενα και τα πεπραγμένα του. Η σύγχρονη μόδα απαιτεί μια παρέα να έχει οπωσδήποτε ένα τρολίκι σε ρόλο γελωτοποιού για να σπάνε οι άλλοι πλάκα με τα καμώματα και τα φερσίματά του(Παρ.2). Κάποιες φορές όμως ο συνωστισμός τους είναι ενοχλητικός, όταν τρολίκια =/> (ίσα ή μεγαλύτερα) άτομα παρέας(Παρ.1). Εξαρτάται το αν είναι ευπρόσδεκτα ή όχι αναλόγως των επικοινωνιακών περιστάσεων. Αυτοί συνίσταται να είναι παρόντες για πλάκα. Σε σοβαρά μητινγκ μπορούν να σε ξεφτιλίσουν. Ο αριθμός συσσώρευσής τους παίζει σημαντικό ρόλο ως προς το ζητούμενο παραγόμενο αποτέλεσμα. Η σημασιολογική χροιά της λέξης κυμαίνεται από βρισιά έως αστειότητα. Συνώνυμα: μόγκολα, πίκπα.


1.- Θά' ρθεις σήμερα σινεμά; Θά'ναι η Καίτη, ο Βρούτος, ο Μπομπ ο Σφουγγαράκης και ο Πάτρικ... Είσαι;
- Άσε με μωρέ, που θα βγω με τα τρολίκια...
2.- Πω, ρε ο Στέφανος δεν παίζεται... Να τον πάρεις στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου!
- Έλα ρε, φέρ'τονα σήμερα το παλιοτρολίκι να γελάσουμε... Θα κόψουμε φλέβα απόψε με τους ψευτοκουλτουριάρηδες που φαγώθηκες να βγούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει καρακατακατάντια, ναδίρ. Η κατάντια στην Κρήτη λέγεται έτσι κι αλλιώς και κατήντια ή και κατηντία, μάλλον υπό την επίδραση του αορίστου, (ε)κατήντησα (στην κρητική διάλεκτο σπανίως (ε)κατάντησα). Φτάνουμε στην φουλ έξτρα επαυξημένη κι ενισχυμένη εκδοχή κατηντίαση, εικοτολογώ λόγω κάποιου σλανγιωτατισμού και παρεπίδρασης από την ακουγόμενη, αλλά και κάπως μυστηριώδη ασθένεια καντιντίαση - προσοχή, ίου φωτογραφίες -> candidiasis. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή, ήταν ακόμη πιο εύκολο να κοτσαριστεί στην κατάντια η κατάληξη -ίαση, που κάνει την ηθικοκοινωνική κατάπτωση να ακούγεται σαν καλοπεριγεγραμμένη όσο και δυσίατη κλινική οντόντηντα.

Ίντά' ναι μωρέ η κατηντίασή σου! Με το σώβρακο πήγες στο περίπτερο;;!! όφου-όφου να κουζουλαθώ θέλει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Τριανταφυλλίδης δεν το αναφέρει.

Το σχήμα πολύ (άκλιτο, εμφανιζόμενο ως επίρρημα) ακολουθούμενο από ουσιαστικό σε ενικό αριθμό αντικαθιστά την κανονική σύνταξη πολλοί-πολλές-πολλά συν ουσιαστικό στον πληθυντικό, όταν θέλουμε να δείξουμε απαξία ή δυσαρέσκεια ακριβώς λόγω της μεγάλης ποσότητας των αντικειμένων που περιγράφει το ουσιαστικό.

Πέραν των δύο πρώτων παραδειγμάτων, υπάρχουν και πολλές περιπτώσεις όπου η ομοηχία των πολύ και το πολλή δυσχεραίνουν την διάκριση και είναι καθαρά θέμα ερμηνείας, καθότι σε κάποιες περιπτώσεις το σχήμα πολλή συν ενικός θα μπορούσε να είναι δόκιμη, βλέπε το τρίτο παράδειγμα, όπου η τσιρίδα μπορεί να θεωρηθεί περιεκτικό ουσιαστικό.

Στα παραδείγματα έχω την εντύπωση ότι συνηθίζεται μια μικρή παύση στην εκφορά του λόγου πριν το αλλά.

  1. - Σου άρεσε η Βενετία;
    - Ναι δε λέω ωραία, αλλά πολύ εκκλησία ρε παιδάκι μου... και πολύ κανάλι.
    - Ανεργία τέζα, Νίκο Ευαγγελάτο.
    - Ναι, νίκο.

  2. - Σου άρεσε η Μύκονος;
    - Ναι δε λέω ωραία, αλλά πολύ τουρίστα ρε παιδάκι μου...

  3. - Σου αρέσει η όπερα;
    - Για πότε-πότε καλά είναι, αλλά πολλή τσιρίδα ρε συ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπόχα των μποχών στη Δ.Κρήτη, τουλάιστο ηχητικά και ως μέρος της σχετικής γκριμάτσας αηδίας και απογοήτευσης που συνοδεύει την εκφορά της. (Στην Κρήτη οι άσχημες οσμές σχηματίζονται με το -έα, στο τέλος, π.χ. σκυλέα, αυγουλέα, σκατουλέα, τσουκνέα κ.λπ.). Όχι επειδή δεν υπάρχουν εφάμιλλα ανυπόφορες οσμές, αλλά επειδή αυτή η λέξη κττμγ σ' όσους έχουν βιωματικά μεγαλώσει μαζί της δημιουργεί συναισθησία, σα να παράγει η εκφορά την την οσμή στον εγκέφαλο ναούμ'. Είναι η όχι απαραίτητα έντονη αλλά αναγουλιαστική, ταγκιά μυρωδιά που βγάζει κάτι σάπιο ή βουρκιασμένο. Θρασουλέα βγάζει το κρέας που άφησες στη συντήρηση μέρες και έχει αρχίσει να μυρίζει, αλλά και το κακοπλυμένο ποτήρι που βρωμάει αυγουλίλα, και άλλα, βλ. στα "παραδείγματα" όπου κι άλλοι έχουν προσπαθήσει να την ορίσουν . Ετυμολογία: το λεξικό Ξανθινάκη λέει από το θρασίμι = ψοφίμι (το οποίο θρασίμι, από το σαθρός).

Ακούγεται επίσης η λέξη «θρασουλέα» για την άσχημη μυρωδιά, ιδίως αυτήν που αναδίδεται από ακάθαρτο αποχωρητήριο ή μετά από σφουγγάρισμα με βρώμικο χρησιμοποιημένο νερό. πηγή

θρασουλέα και θρασουλέ : οσμή αβγού ή υπολλειμάτων ξινισμένου φαγητού σε μαγειρικά σκεύη πηγή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακραία πολιτική βρισιά. Το επίθημα -αριό κάνει τη λέξη χίτης ακόμη πιο χυδαία και βαρειά απ΄ότι είναι.

Δυστυχώς στις μέρες μας έφτασαν να εκτοξεύονται λέξεις σαν κι αυτήν και τις συνώνυμές της ταγματαλήτης και γερμανοτσολιάς, με μεγάλη αψηφησιά και όχι μόνο εναντίον των πολιτικών απογόνων των χιτών (βλέπε ναζίδια, χρυσαύγουλα και λιμά ακροδέξια ρετάλια).

  1. Σαν μεγαλύτερος κουβαλάω αναμνήσεις πολλών δεκαετιών και θυμάμαι, φοβισμένους αδιάφορους της εποχής της γερμανικής κατοχής που φορέσανε στολές του θρυλικού ΕΛΑΣ, από το Οκτώβρη μέχρι τον Δεκέμβρη του 1944 και ύστερα από την ήττα της Αθήνα γίνανε «Χιταριά». ΕΔΩ

  2. Την αρπάξανε οι λύκοι και τα χιταριά
    - θάτανε, καμία τριανταριά…
    Στα μπουντρούμια τ’ Αη – Νικόλα,
    της κάναν τα μαρτύρια όλα… (Μάνη Μου Καημέ Μου)

  3. Εδώ στο μέγα φασιστοτοπο που ζω περιμένω το βράδυ να δω τις μαπες των χιταριων. καλη λευτεριά. ΕΔΩ

  4. Το χειρότερο είναι ότι μέσω ΣΥΡΙΖΑ, ο σοσιαλφασισμός ονόμασε το χιταριό των ΑΝΕΛ "κέντρο", ενώ "ακροδεξιά" ονόμασε τους μνημονιακούς (πράγματι άθλιους γενικά) αστοφιλελέδες. ΕΔΩ

  5. [...] τότε που το ΠΑΣΟΚ ψήφιζε τον νόμο για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και σήμερα που το ΠΑΣΟΚ συγκυβερνάει με όλο αυτό το «χιταριό» ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή καργιατζουλάκι. Λέξη που την λένε στα μικρά παιδιά στο χωριό μου, ειδικά τα ατίθασα, τα αεικίνητα, χωρίς όμως να είναι ξινά ή κακομαθημένα, τα γλυκοσκανταλιάρικα, αυτά που ο,τι και να κάνουν τους τα συγχωρείς όλα, και αντίστοιχης σωματικής διάπλασης (μικροκαμωμένα με σπινθηροβόλο βλέμμα).

Συνδέεται με το καλικατζαράκι φωνητικά, αλλά και με την κάργια σαν να είναι παράγωγό της. Στα Κρητικά συνδέθηκε με τον σκορπιό, αλλά η καργιατζούλα σε άλλες διαλέκτους του Αιγαίου περιγράφει χλωρίδα, όπως την τσουκνίδα.

Προσωπικά την άκουγα ως περιπαικτική λέξη με διάθεση ειρωνείας, ειδικά στο υποκοριστικό της. Στην κανονική της εκδοχή, όταν δεν αναφέρεται σε παιδιά, σχετίζεται με κάτι κακό που σκαρώνεται από κιανέναν αξανάκωλο και έχει ανησυχητική χροιά.


1.- Γιάλε το, γιάλε το, το καργιατζουλάκι, απού'ναι πέντε πιθαμές, μα έχει γλωσσαράκι... (Γιάλε: μωρουδίστικη εκφορά του "διάλε")
2.- Εγροίκησές το, ίντα γίνηκε οψές;
- Πράμα δε γ-κατέχω.
- Ο Μιχαλιός του κυρ - Θωμά, εκαβαλίκεψε το μουρέλο και μπαλώτεψε τον αυλόγυρο. Φωθιά και λάβρα γίνηκε η εκκλησιά.
- Χίλια καζίκια του κώλου ντου, για καργιάτζουλας.

Επίσης, γράφεται και καριάτζουλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αμπέλι που δεν έχουν περιφράξει κι απ'όπου μπορεί ο καθένας να μπαινοβγαίνει και να κάνει ο,τι θέλει. Να κλέβει αμπελόφυλλα, σταφύλια κι ο,τι άλλο βρει. Αναφέρεται σε ανθρώπους που εγκαταλείπουν την ιδιοκτησία τους και δεν τη διαχειρίζονται με αποτέλεσμα να γίνεται βορά εισβολέων. Κατ' επέκταση σε ανθρώπους που δεν τους ενδιαφέρει να διαχειριστούν τίποτε, ούτε και την ίδια τη ζωή τους ακόμη γιατί βαριούνται που τη ζουν και πάντα βρίσκουν μια βολική, ισχυρή και αδιάσειστη γι'αυτούς δικαιολογία για το ότι έχουν καταντήσει τη ζωή τους ξέφραγο αμπέλι και δεν τους νοιάζει πως να ζουν. Μοίρα όλων αυτών των καταστάσεων η ερημιά, η κατάντια, η καταστροφή. Ένα ξέφραγο αμπέλι είναι μίζερο πράμα που το'χει γεννήσει ένα πιο μίζερο, ακοινώνητο και κομπλεξικό μυαλό που ωθεί τα ίδια τα σέα και τα μέα του στην εγκατάλειψη, λόγω ανικανότητας αυτοδιαχείρησης και αυτοελέγχου. Συχνά οι ίδιοι ανίκανοι για διαχείριση είναι αυτοί που συνειδητοποιούν την κατάσταση αυτή που οφείλεται σε κείνους, μόνο και μόνο για να μπορούν να την κριτικάρουν έντονα και να την αποστρέφονται για να'χουν κάτι να κλαψουρίζουν, βρε αδερφέ και να ικανοποιούν την έμφυτη κλαψομουνίαση και κακομοιριά τους. Ζητάνε έτσι κηδεμόνες για τη διαχείρισή της και αυτών των ίδιων και να απαλλαγούν από το βάρος των ευθυνών του ξέφραγου αμπελιού που δεν είναι άλλο από τον εαυτό τους. Ποιος νοήμων άνθρωπος εγκαταλείπει το ένα και μοναδικό του χωρίς να έχει βρει κάτι άλλο, καλύτερο; - εκτός κι αν πάσχει από το αμάρτημα της οργής και στρέφεται κατά των εντέρων του, τρώγοντας τα λύσσακά του. Το ξέφραγο αμπέλι ή αλλάζει ή βουλιάζει, mes amis. Tschüss!


1. "Κοίτα τα εδώ τα σκουπίδια... Έχουν πνίξει τη φιλοσοφική και το αεροδρόμιο της Ζακύνθου... Ξέφραγο αμπέλι εδώ, ξέφραγο αμπέλι παντού, όλη η χώρα!"
2. "Τη μια είναι ο Τάκης, την άλλη είναι ο Μάκης, την άλλη θα είναι ο Σάκης; Τί θα γίνει στη ζωή σου, μωρή, με τόσους γκόμενους να μπαινοβγαίνουν; Ξέφραγο αμπέλι την έχεις καταντήσει... Μην απορήσεις αν βρεθείς σε κάνα χαντάκι μ'όλους αυτούς τους άχρηστους που μπλέκεις...

ψυχοπάθεια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που είναι χύμα, που κάνει, λέει και φέρεται όπως του 'ρχεται.

Τις πιο πολλές φορές είναι εύθυμος και πολύ κοινωνικός: η ψυχή της παρέας. Κάνει τους άλλους να ξεκαρδίζονται στα γέλια με την ελαφρότητα, την πετριά, την ωραία τρέλα του που σκοπίμως αψηφά τις κοινωνικές συμβάσεις. Άλλες φορές μπορεί να χρησιμοποιείται και με αρνητική διάθεση για κάποιον που είναι ανοργάνωτος, δεν μπορεί να βάλει τάξη στη ζωή του, να βάλει σε τάξη τη ζωή του και είναι φελλός στον αφρό κι όσα παίρνει ο άνεμος. Ή πρόκειται για το ίδιο άτομο από δύο διαφορετικούς παρατηρητές που το περιγράφουν, ή και για δύο διαφορετικά άτομα.

Συνώνυμο: ο μποέμ.

- Πρέπει να βγεις οπωσδήποτε μαζί μας το βράδυ... Θα είναι κι ο Πάκης μαζί. Καλά τί να σου πω... Ο τύπος, εντάξει, είναι φοβερός! Θα πάθεις την πλάκα σου μαζί του!
- Είναι χαβαλές, κι έτσι;
- Τί χαβαλές... Τί πλάκες, τί κουβέντες, τί πειράγματα... Μες στην τρελή χαρά μονίμως! Χυμαδιό τελείως!

- Τί χάλια είναι αυτά; Οι κάλτσες στο γραφείο σου, η τσάντα σου στο ξύλο της κουρτίνας, τα ρούχα σου πεταμένα εδώ και κεί, χώρια τη σκόνη... Πώς είναι έτσι το δωμάτιό σου; Δε σ' αντέχω άλλο... Είσαι χυμαδιό εντελώς! Έλεος!
- Αυτό μ' εκφράζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σύνδρομο της μαλαπέρδας, του μαλαπέρδα, του ψωλάρμπεη και όχι μόνον καθώς περιλαμβάνει και όσους εμπίπτουν στην κατηγορία "αν ήταν το πουλί βιολί, όλοι θά'ταν μουσικοί", ανεξαρτήτως μεγέθους προσόντων. Η βαριά και ανίατη μαλάκυνση που πλήττει ιδιαίτερα ευπαθείς ομάδες και ιδίως όσες δεν επικοινωνούν με τον αφαλό τους γιατί έχουν της ψωλής τους το χαβά. Από τα συνθετικά "μαλάκας" (χρησιμοποιείται το εκτενές θέμα της ρίζας για το α'συνθετικό κι όχι το συνεπτυγμένο) και "περδίαση" (ή από την "πέρδικα" με τη σημασία του οργάνου που σαν πουλάδα είναι ανώτερη από τις άλλες γιατί πηγαίνει στητή και καμαρωτή όπως κάθε σωστή πουλάδα που με χαρά την καλεί το προαιώνιο καθήκον να το εκπληρώσει, ή το "πέρδομαι" που λέει και το "κλάσε μας μια μάντρα πέρδικες" αντίς για "τ'αρχίδια" και που όλες μαζί σα σωστές πουλάδες μη αλανιάρες, βόσκουνε σε μάντρες.

Γιατρικό: ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ


- [...]Έλα ρε, θα πάμε;
- Πού' θα πάμε;
- Τί "πού" θα πάμε ρε μαλάκα! Στο γήπεδο!...
- Ποιο γήπεδο;
- Στο γήπεδο, που σήμερα έχει αγώνα και παίζουν οι δικοί μας...
-Ααα!
- Άξινος, ρε μαλάκα, που είσαι τόση ώρα που σου μιλάω; Πάλι μαλακοπερδίαση έχεις; Πόση ώρα έχεις σύνδεση με Κάιρο;

Σημείωση: Υπάρχει και το γαμάω Κάιρο που άμα τραβήξει κανείς τη σύνδεση απ'τα μαλλιά γίνεται "σύνδεση" ανεξαρτήτως προσόντων, γαμάει τη συζήτηση τόσο μακρινά μέχρι εκεί που φτάνει το Κάιρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φρίκαρα. Τόσο όσο κι όταν μού'ρχεται περίοδος μαζί με την κακοδιαθεσία, την αβολεψιά, τους πόνους που τη συνοδεύουν ως δύσκολη κατάσταση. Ειδικά όπως όταν συμβαίνει σε απρόσμενες στιγμές που δεν μπορείς να παρέξεις τις πρώτες βοήθειες στον εαυτό σου από παυσίπονα μέχρι σερβιέτες και πρέπει να σκαρφιστείς πώς θα βρεθείς σε χώρο να το κάνεις με την ησυχία σου και πολύ περισσότερο όταν σου συμβαίνει την ώρα που έχεις μπαλαμουτιαστεί με το γκομενάκι κι είστε έτοιμοι για το κυρίως πιάτο. Εκτός από τη φρίκη, σημαίνει και το ξενέρωμα που το συνοδεύει.
Η φράση ακούγεται από άντρες που εννοούν ό,τι παρατηρούν στη γυναικεία συμπεριφορά τις δύσκολες μέρες του μήνα. Λίγη νευρικότητα, λίγη υστερία, λίγη έλλειψη ψυχραιμίας, λίγη επιθετικότητα, λίγη αντιπαθούκλα, λίγη στριγγλότητα, λίγη γκροτεσκίλα... Και που για άλλους λόγους αυτά τα συμπτώματα μπορεί να βασανίσουν και αυτούς.


- Άστα να πάνε... Κι εκεί που είχα από κάτω το γκομενάκι και γκάπα γκούπα, τσαφ! Σπάει το προφυλακτικό. Άσε δε που έχυνα σαν να μην υπάρχει αύριο και δεν μπορούσα να σταματήσω και με τίποτα. Σαρανταπέντε λεπτά παιδευόμουνα. Δεν ήμουν σε καλή μέρα και τελείωσα ανισόρροπα...
- Καλά κι όταν το κατάλαβες;
- Μού'ρθε περίοδος, κόντευα να τρελαθώ. Λίγο μετά πιο ψύχραιμος λέω "αγόρι μου ψυχραιμία, συμβαίνουν και αυτά, δε θα τρελαθείς κι όλα... Γαμιάς είσαι, φάτα τώρα"...
- Κι άμα σου σκάσει κάνα παιδί;
- Κοίτα, φτιαγμένος είμαι κι εκείνη το ίδιο κι είμαστε και σε καλή ηλικία γι' αυτό. Καλή κοπέλα είναι,λίγο μεγαλύτερη, δεν έχουμε προλάβει να γνωριστούμε και πολύ, αλλά όλα εντάξει. Εγώ είμαι μέσα. Δε θέλω να καταντήσω μπακούρι...
- Μαλάκα, σκάσε γιατί μ'αυτά π'ακούω θα μου'ρθει εμένα περίοδος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified