Further tags

Φαγητό από ρύζι, ντομάτα και κιμά. Χρησιμοποιείται και για να περιγράψει καταστάσεις που είναι υπερβολικά αχταρμάς, χυλός, όπου συμφύρονται ετερόκλητα στοιχεία με αποτέλεσμα ένα γενικό μπάχαλο. Το χαρακτηριστικό της μπουχλούμπας είναι ότι ακόμη κι αν τα συστατικά της είναι καθ' εαυτά τίμια, το αποτέλεσμα δεν τρώγεται με τίποτα. Επίσης μπορεί να ειπωθεί για ένα ανιντέντιφάιντ έδεσμα με «παραδοσιακό» χαρακτήρα με την κακή έννοια (τύπου τουρλού τουρλού) το οποίο δυσκολευόμαστε να προσεγγίσουμε πόσω μάλλον να καταναλώσουμε. Ευρύτερα για οποιαδήποτε συγχώνευση δεν χωνεύεται με τίποτα.

Πρόσφατη σημαίνουσα χρήση της έκφρασης έγινε από τον σκηνοθέτη, δημοσιογράφο και ραδιοφωνικό παραγωγό Νίκο Μαστοράκη, ο οποίος παραβιάζοντας την αρχή «τα εν Νίκῳ μη εν Δήμου» έκραξε τον φιλόσοφο, συγγραφέα, διαφημιστή και πολιτικό Νίκο Δήμου μέσα από την προσωπική σελίδα του στο Φέισμπουκ, που έγινε βαϊραλιά.

  1. Συνέβη το 1966. Η μπουχλούμπα ήταν τότε ένα ελάχιστα έως καθόλου αρεστό πιάτο στους κατασκηνωτές της εποχής. Αποτελείτο από ρύζι με ντομάτα και κιμά. συνήθως σερβιρόταν για δείπνο. Όταν ο ομαδάρχης γυρνούσε φορτωμένος από την διαχείριση, και τα παιδιά σηκωμένα στις μύτες των παπουτσιών τους ανίχνευαν μέσα στο ταψί την αηδιαστική μπουχλούμπα, ακούγονταν παντού επιφωνήματα αποδοκιμασίας και σ' όλους κοβόταν η όρεξη μαχαίρι. Μιά μέρα του 1966(;) έγινε το λάθος να σερβιριστεί η μπουχλούμπα μετά από επισκεπτήριο. Καταλαβαίνει κανείς ότι μια τέτοια μέρα τα παιδιά απολάμβαναν μετά μανίας τα κάθε λογής γλυκίσματα και εδέσματα που τους πρόσφεραν οι συγγενείς τους. έτσι λοιπόν όταν έφτασε η ώρα της μπουχλούμπας, πού όρεξη να φάει κανείς! Κάποιος (από Εύβοια μεριά) έριξε την ιδέα να επιστραφούν ατόφια τα ταψιά. αυτό διαδόθηκε άμεσα, και σε λίγο η διαχείριση γέμισε με γεμάτα από μπουχλούμπα ταψιά. Όταν το πήρε χαμπάρι ο τότε αρχηγός Γιαννόπουλος, έγινε το έλα να δεις. Ο εν λόγω αρχηγός που σημειωτέον δεν φημιζόταν για το ήπιο του χαρακτήρα του, είχε γίνει έξαλλος και είχε περιέλθει σε κατάσταση νευρικής κατάρρευσης. Εκινείτο με μανία πέρα δώθε φωνάζοντας σαν υστερικός και προσπαθούσε να βρει τον πρωταίτιο ανακρίνοντας όποιον κατασκηνωτή έβρισκε μπροστά του την στιγμή που ο τελευταίος κατέφτανε στην διαχείριση επιστρέφοντας το ταψί με την μπουχλούμπα ατόφια. Εν τέλει βρέθηκε η άκρη και ο υπεύθυνος απομακρύνθηκε κακήν κακώς από την κατασκήνωση το επόμενο πρωϊ (ή μήπως και το ίδιο βράδυ; δεν θυμάμαι καλά!). Η όλη φάση φυσικά έμεινε στην ιστορία της κατασκήνωσης. (Από το Φέισμπουκ).

  2. (http://konstantin.capitalblogs.gr/showArticle.asp?id=33891&blid=496) Ένα εξαιρετικό μενού, απολαυστικό για τη γλώσσα και τα μάτια. Για να τα βάλουμε τώρα στο μίξερ και να τα ανακατέψουμε… Ένας εμετικός χυλός! Αυτό είναι κι η προκρούστεια λογική για την κοινωνία. Αυτό σημαίνει η οριζόντια φορολογία και η οριζόντια μισθοδοσία στο δημόσιο τομέα. Συγχαρητήρια για τη μπουχλούμπα σας! Είναι σίγουρο ότι η επιτυχία της συνταγής είναι εγγυημένη, όταν ψευτοσοσιαλιστές επιλέγουν να εφαρμόσουν πολιτικές ψευτοφιλελεύθερων. Μόνο που είναι για το σκουπιδοντενεκέ…

  3. (http://einaimast.blogspot.gr/2010/10/dia.html) Τα αναπαραγωγικα προγραμματα (τα φτηνιαρικα που 85% του υλικου τους ειναι απο αλλες εκπομπες) εχουν προσθεσει human interest παιζοντας («παιζοντας») με φονους, θανατους, βιασμους, παιδεραστες και ο,τι αλλο θα μπορουσε να δωσει καμια μοναδουλα στο καναλακι. Η μπουχλουμπα lifestyle και αστυνομικου ρεπορταζ.

  4. (http://topontiki.gr/details.php?id=1179) Και από την άλλη ο κύριος Μεϊμαράκης με το βραχύ μουστάκι, με τη βαριά φωνή, καθισμένος σε τραπεζάκι τετράγωνο με τη ρετσίνα στο καρό τραπεζομάντιλο, ομοίωμα παλαιού ασίκη, κατα φεύγει σε γκριμάτσες που υπονοούν φράσεις όπως «άσε, ρε φίλε» και «τι να μας πει τώρα η μπουχλούμπα», για να τονίσει την απέχθειά του σε οτιδήποτε ξεφεύγει από τα πατροπαράδοτα κληρονομικά δικαιώματα.

  5. (http://www.phorum.gr/viewtopic.php?t=261397&p=5192775). Αντιστρόφως αν υπάρχει θέμα κι εγώ ο επενδυτής το ρισκάρω και γουστάρω να τρώω ό,τι μπουχλούμπα βρίσκεται μπροστά μου μα με καρκινογενέσεις, μα με κυάνια ...πάει να πει ότι μπορώ να πάρω και μερικές χιλιάδες μαζί μου να βλέπουμε παρέα τα ραδίκια ανάποδα;;

  6. ΤΟ ΠΑΠΑΡΙΖΕΙΝ ΕΣΤΙ ΦΙΛΟΣΟΦΕΙΝ;
    Ο αυτοπροσδιορισθεις (εδω και δεκαετιες) φιλοσοφος Νικος Δημου, διαφημιστης κατα κοσμον πριν εισελθει στον κυκλο των αθανατων φιλοσοφων, εμφανιστηκε στην εκπομπη του Νικου Ευαγγελατου, οπου ασημαντοι και μη φιλοσοφοι, τον εκαναν φυλλο και φτερο. Παρουσιαστηκε ως συνιδρυτης του «Ποταμου» αλλα τραυλισε, τα μασησε, τα μπερδεψε και στο τελος μπερδευτηκε. Ειπε ομως οτι ηταν στο ανεκδιηγητο κομμα «Δραση κλπ. ασυναρτησιες,» με αρχηγο τον επισης διαφημιστη Τζημερο (φαινεται τελικα πως ολοι οι μηντιαδες θα μπουν στην πολιτική μπουχλούμπα) και δηλωσε οτι το ονομα των Σκοπιων πρεπει να ειναι «Μακεδονια.» Ο πολυς Νικος Δημου (περιαυτολογων περι των φιλοσοφικων του βιβλιων και την φοβερη επιτυχια τους σε 46 χωρες) κρινομενος σαν πολιτικος απεδειξε για μια ακομη φορα οτι αρκουν δεκαπεντε τηλεοπτικα λεπτα για να καταλυσεις τη φημη που εχτιζες επι σαραντα χρονια. Σαραντα χρονια φουρναρης, που λεει ο θυμοσοφος λαος μας, αλλα το ψωμι μπαγιατικο. (Από τον τοίχο του Νικου Μαστοράκη στο Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φρίκαρα. Τόσο όσο κι όταν μού'ρχεται περίοδος μαζί με την κακοδιαθεσία, την αβολεψιά, τους πόνους που τη συνοδεύουν ως δύσκολη κατάσταση. Ειδικά όπως όταν συμβαίνει σε απρόσμενες στιγμές που δεν μπορείς να παρέξεις τις πρώτες βοήθειες στον εαυτό σου από παυσίπονα μέχρι σερβιέτες και πρέπει να σκαρφιστείς πώς θα βρεθείς σε χώρο να το κάνεις με την ησυχία σου και πολύ περισσότερο όταν σου συμβαίνει την ώρα που έχεις μπαλαμουτιαστεί με το γκομενάκι κι είστε έτοιμοι για το κυρίως πιάτο. Εκτός από τη φρίκη, σημαίνει και το ξενέρωμα που το συνοδεύει.
Η φράση ακούγεται από άντρες που εννοούν ό,τι παρατηρούν στη γυναικεία συμπεριφορά τις δύσκολες μέρες του μήνα. Λίγη νευρικότητα, λίγη υστερία, λίγη έλλειψη ψυχραιμίας, λίγη επιθετικότητα, λίγη αντιπαθούκλα, λίγη στριγγλότητα, λίγη γκροτεσκίλα... Και που για άλλους λόγους αυτά τα συμπτώματα μπορεί να βασανίσουν και αυτούς.


- Άστα να πάνε... Κι εκεί που είχα από κάτω το γκομενάκι και γκάπα γκούπα, τσαφ! Σπάει το προφυλακτικό. Άσε δε που έχυνα σαν να μην υπάρχει αύριο και δεν μπορούσα να σταματήσω και με τίποτα. Σαρανταπέντε λεπτά παιδευόμουνα. Δεν ήμουν σε καλή μέρα και τελείωσα ανισόρροπα...
- Καλά κι όταν το κατάλαβες;
- Μού'ρθε περίοδος, κόντευα να τρελαθώ. Λίγο μετά πιο ψύχραιμος λέω "αγόρι μου ψυχραιμία, συμβαίνουν και αυτά, δε θα τρελαθείς κι όλα... Γαμιάς είσαι, φάτα τώρα"...
- Κι άμα σου σκάσει κάνα παιδί;
- Κοίτα, φτιαγμένος είμαι κι εκείνη το ίδιο κι είμαστε και σε καλή ηλικία γι' αυτό. Καλή κοπέλα είναι,λίγο μεγαλύτερη, δεν έχουμε προλάβει να γνωριστούμε και πολύ, αλλά όλα εντάξει. Εγώ είμαι μέσα. Δε θέλω να καταντήσω μπακούρι...
- Μαλάκα, σκάσε γιατί μ'αυτά π'ακούω θα μου'ρθει εμένα περίοδος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σύνδρομο της μαλαπέρδας, του μαλαπέρδα, του ψωλάρμπεη και όχι μόνον καθώς περιλαμβάνει και όσους εμπίπτουν στην κατηγορία "αν ήταν το πουλί βιολί, όλοι θά'ταν μουσικοί", ανεξαρτήτως μεγέθους προσόντων. Η βαριά και ανίατη μαλάκυνση που πλήττει ιδιαίτερα ευπαθείς ομάδες και ιδίως όσες δεν επικοινωνούν με τον αφαλό τους γιατί έχουν της ψωλής τους το χαβά. Από τα συνθετικά "μαλάκας" (χρησιμοποιείται το εκτενές θέμα της ρίζας για το α'συνθετικό κι όχι το συνεπτυγμένο) και "περδίαση" (ή από την "πέρδικα" με τη σημασία του οργάνου που σαν πουλάδα είναι ανώτερη από τις άλλες γιατί πηγαίνει στητή και καμαρωτή όπως κάθε σωστή πουλάδα που με χαρά την καλεί το προαιώνιο καθήκον να το εκπληρώσει, ή το "πέρδομαι" που λέει και το "κλάσε μας μια μάντρα πέρδικες" αντίς για "τ'αρχίδια" και που όλες μαζί σα σωστές πουλάδες μη αλανιάρες, βόσκουνε σε μάντρες.

Γιατρικό: ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ


- [...]Έλα ρε, θα πάμε;
- Πού' θα πάμε;
- Τί "πού" θα πάμε ρε μαλάκα! Στο γήπεδο!...
- Ποιο γήπεδο;
- Στο γήπεδο, που σήμερα έχει αγώνα και παίζουν οι δικοί μας...
-Ααα!
- Άξινος, ρε μαλάκα, που είσαι τόση ώρα που σου μιλάω; Πάλι μαλακοπερδίαση έχεις; Πόση ώρα έχεις σύνδεση με Κάιρο;

Σημείωση: Υπάρχει και το γαμάω Κάιρο που άμα τραβήξει κανείς τη σύνδεση απ'τα μαλλιά γίνεται "σύνδεση" ανεξαρτήτως προσόντων, γαμάει τη συζήτηση τόσο μακρινά μέχρι εκεί που φτάνει το Κάιρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραπέμπει στον μαλακοβιόλη και του μοιάζει στη μαλακία, με τη διαφορά πως αυτός εδώ είναι σε όλα του μαλάκας ακόμα και στη στύση του που είναι μελάτη. Κατ' επέκταση, ο άχρηστος σε όλα του, το μπάζο, το βάρος της κοινωνίας, το στείρο στοιχείο που δεν κολλάει πουθενά και κοροϊδεύει ξεγελώντας τους άλλους με την παρουσία του πως κάτι κάνει, κάπου βόσκει εδώ γύρω και επικοινωνεί, ενώ ζει σε άλλο πλανήτη. Εκ του μαλάκας + καβιόλης (τεχνητό β' συνθετικό για να παραπέμπει στο χαζοβιόλη από κάβλα/καύλα και βιολί).

Εναλλακτικός τύπος ο μαλακοκαβλιάς (καβλιάς -καβλιάρης, αλλά μαλάκας, δηλαδή καβλομαλάκας) που του φέρνει αρκετά: έχει μεν επιδόσεις στο κρεββάτι, αλλά δεν ξέρει που το δίνει, έχει χαζοχαρούμενο γκομενικό κριτήριο και κάνει χαζοχαρούμενο σεξ και κατά κανόνα είναι και πρόωρος εκσπερματιστής.

Συνώνυμος, ο μαλακοκάβλης.


- Ήμουνα με τον Τάκη της προάλλες και...
- Ποιον εκείνον το μαλακοκαβιόλη που δεν του σηκώνεται όπως πρέπει;
- ΑΥΤΟΝ! Το ξέρεις κι εσύ;
- Την είχα πατήσει κι εγώ μαζί του. Βέβαια, πολύ παλιά... Καλά, μιλάμε το άτομο είναι τελείως ούφο. Πιο ούφο, πεθαίνεις!

χαρακτηρισμός προσώπου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

λουμπενιά, λουμπεναρία

Με το λήμμα αυτό, λήγω απ' τη μεριά μου τη "Σάγκα του Λούμπεν".

1. λουμπενιά

Λουμπενιά είναι τα έργα και οι μέρες του λουμπενικού, του λουμπενά, λουμπενιάρη, του λουμπενιού, αποστασιοποιημένες όμως από τους φορείς τους. Περισσότερο είναι η ιδέα της μαγκιάς, της ιδιώτευσης, της αλητείας, του περιθώριου.

Παιξε μαγκα μια πενια
να κερασει η λουμπενια
φουντα απο ΄ποιονα φουνταρει
στης χασουρας το παγκαρι

Να ΄ναι η τσακιση στη πενα
στων ονειρων τα σπασμενα
απ΄ τον οριζοντα φτερα
που χωριζει τα κορμια

Λιγα λογια μετρημενα
τωρα που ΄μαι στα χαμενα
γυρω μου γυρνα ο ντουνιας
σαν απληρωτος φονιας

.....λουμπενια = αλητεια

stixoi.info

Κάποιοι έχουν εξιδανικεύσει τη λουμπενιά:

  1. Εγώ αγάπησα το είδος. Δηλαδή το περιθώριο, την τρασαδούρα, την καλτιά, την λουμπενιά, την αγάπησα, την αγαπώ και θα την αγαπώ. (εδώ)

Κάποιοι χρησιμοποιούν τη λέξη πιο παραδοσιακά, παραπέμποντας στο λούμπεν.

  1. Όταν στην ελληνική νεολαία επικρατεί η λουμπενιά, η καγκουριά, η πουτανιά και η αμορφωσιά, απόλυτα φυσιολογικό να επικρατεί και ο εθνικισμός... (εδώ)

  2. Στο προποτζίδικο με πούρο. Λουμπενιά στο τετράγωνο. (εδώ)

Κάποιοι άλλοι το πιάνουν απ' τα αριστεροδεξιά του πcεκαcμένου.
(Σημείωση: Στο 2ο παράδειγμα εμφανίζεται και το "λουμπένι").

  1. ΤΟ ΘΕΜΑ ΕΙΝΑΙ ΠΩΣ Η ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΜΗΤΙΚΟΥ ΤΑΓΜΑΤΩΣ ΤΗΣ ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ ΤΟ'ΡΗΞΑΝ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΛΙΚΙ ΚΑΙ ΤΡΕΦΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΟΥΜΠΕΝΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ ΛΑΟΥ/ΦΥΛΗΣ ΜΕ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΕΣ ΜΑΛΑΚΙΕΣ ΕΝΩ ΤΟΛΑΪΣΤΩ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΕΧΕΙ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΕΣ ΙΔΕΕΣ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΑΝΟΙΧΤΗ. (εδώ)

  2. ΒΛΑΚΑ- ΜΑΣΟΝΕ- ΝΑΖΙ-ΟΥΣΤ, ΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΗ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ -ΕΚΤΟΣ ΕΣΑΣ ΤΑ ΛΟΥΜΠΕΝΙΑ, ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧ--ΧΧΙΧΙΧΙΧΙΧΙΧΙΧΙΧΙΧΙΧ (εδώ)

Και μερικοί συνδέουν την λουμπενιά με την απάτη, με το "πέφτω στη λούμπα (;), το κόλπο:

  1. Like δεν κανω. Καλα σοβαρο site δεν βαρεθήκατε να ποσταρετε αυτήν την λουμπενια???
    Λύστε το γρίφο που...προβληματίζει τους χρήστες του ίντερνετ Από δω.

  2. Μια από τις πιο κουλαριστές εφαρμογές στο iPhone μου αυτή τη στιγμή είναι το OldBooth. Τί κάνει; Τραβάς μια φωτογραφία σου ή φωτογραφία φίλου σου και με πολύ εύκολο τρόπο μεταλλάσεσαι σε λούμπεν χαρακτήρα προηγούμενων δεκαετιών! Από αεροπόρο με κοκκόρι 3 στρέμματα στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, σε swinger στα σέξι seventies!
    σέξι seventies
    OldBooth, φοβερή λουμπενιά στο AppStore!

Κι επειδή ζούμε στην κατ' εξοχήν ελαπαναΐαμ χώρα, δείτε παρακάτω τί -για όνομα- θεωρούν μερικοί λουμπενιά:

  1. Θερμές ευχαριστίες για τις ευχές σας με τί άλλο; Με μια καλή #λουμπενιά! ;-) (εδώ!!)
    Βίκυ Μοσχολιού - δεν ξέρω πόσο σ' αγαπώ

2. λουμπεναρία

Είναι συνώνυμο του λουμπεναριού.

  1. Πόσο πιο χαμηλά να ξεπέση η κοινοβουλευτική λουμπεναρία; (εδώ)

  2. Έχει βγει στα κοινωνικά δίκτυα όλη η λουμπεναρια των μνημονιακών ελεύθερων σκοπευτων για να μαζέψει ψήφους για το ακροδεξιο συρφετο. (εδώ)

  3. E oχι δεν ειναι ετσι, αλλο η λουμπεναρια και αλλο αυτο το πραγμα. Η βασικη λοιπον διαφορα ειναι οτι εκει υπαρχει λχ ενα ποσοστο χ λουμπεν που εχει καργα αντικοινωνικη συμπεριφορα. Ε, εδω το ποσοστο αυτο ειναι 90% ξερω'γω γιατι ειναι τετοια η νοοτροπια! Για να το πουμε απλα, ο Αγγλος λουμπεν θα κανει μαλακια θα φαει προστιμο και θα το πληρωσει. Ο μεσος Ελληνας θα κανει μαλακια και θα βαλει κονε (πολιτικο ή whatever) για να σβησει την κληση. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το ευαγές όργανο όταν το περιφρονούν, το ίδιο ή αυτήν που το φέρει και μετά έχει κάθε λόγο και το όργανο και αυτή που το φέρει να είναι σαν το κλαμμένο μουνί. Το μουνί που το περιφρονήσανε, που δεν περνά πια η μπογιά του, που μετά τα ένδοξα έργα και τις ημέρες των κραιπάλων, είναι ώρα του, αφού δε μπορεί να σύρει τίποτε πια και δε του το ζητάνε πλέον, αφού δεν κάνει πλέον αίσθηση, να βγει στη σύνταξη. Το θιγμένο μουνί, αλλιώς.


1."Μην τηνε βλέπεις τη Μάρθα τώρα που απόκαμε και είναι κλασμένο μουνί. Αυτή στα νιάτα της έσερνε καράβια, σκούνες, τράτες και μαούνες με την ίδια ευκολία... Τίποτα δεν άφηνε, η τσουλάρα... Είχαν όλοι να το λεν για τις επιδόσεις της..."
2. - Κοίταξε τη Βίκυ πως έχει ντυθεί! Μα καλά, τί την έχει πιάσει τώρα τελευταία και τα' χει πετάξει όλα όξω;
- Μη δίνεις σημασία... Φταίει που είναι κλασμένο μουνί... Δεν έχει σταυρώσει γκόμενο, εδώ και κάνα τρίμηνο κι έχει λυσάξει!...
- Μη και δε βρει και πηδήξει εμάς στο τέλος... Μέσα στα όλα τη βλέπω και την έχει φοβηθεί το μάτι μου!...
- Χαχαχα... Άραξε, ρε... Το κλασμένο μουνί είναι κλαμμένο μουνί κατά βάθος... Δε τη βλέπεις που περιφέρεται απελπισμένα;
χαρακτηρισμός προσώπου Νύφη farted cunt, γαμπρός weeping cunt

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει καρακατακατάντια, ναδίρ. Η κατάντια στην Κρήτη λέγεται έτσι κι αλλιώς και κατήντια ή και κατηντία, μάλλον υπό την επίδραση του αορίστου, (ε)κατήντησα (στην κρητική διάλεκτο σπανίως (ε)κατάντησα). Φτάνουμε στην φουλ έξτρα επαυξημένη κι ενισχυμένη εκδοχή κατηντίαση, εικοτολογώ λόγω κάποιου σλανγιωτατισμού και παρεπίδρασης από την ακουγόμενη, αλλά και κάπως μυστηριώδη ασθένεια καντιντίαση - προσοχή, ίου φωτογραφίες -> candidiasis. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή, ήταν ακόμη πιο εύκολο να κοτσαριστεί στην κατάντια η κατάληξη -ίαση, που κάνει την ηθικοκοινωνική κατάπτωση να ακούγεται σαν καλοπεριγεγραμμένη όσο και δυσίατη κλινική οντόντηντα.

Ίντά' ναι μωρέ η κατηντίασή σου! Με το σώβρακο πήγες στο περίπτερο;;!! όφου-όφου να κουζουλαθώ θέλει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Νίκος Φίλης, ο νυν υπουργός της παιδείας (;) μας. (βλ. κατελισμός)


Βλ. εδώ κι εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή καργιατζουλάκι. Λέξη που την λένε στα μικρά παιδιά στο χωριό μου, ειδικά τα ατίθασα, τα αεικίνητα, χωρίς όμως να είναι ξινά ή κακομαθημένα, τα γλυκοσκανταλιάρικα, αυτά που ο,τι και να κάνουν τους τα συγχωρείς όλα, και αντίστοιχης σωματικής διάπλασης (μικροκαμωμένα με σπινθηροβόλο βλέμμα).

Συνδέεται με το καλικατζαράκι φωνητικά, αλλά και με την κάργια σαν να είναι παράγωγό της. Στα Κρητικά συνδέθηκε με τον σκορπιό, αλλά η καργιατζούλα σε άλλες διαλέκτους του Αιγαίου περιγράφει χλωρίδα, όπως την τσουκνίδα.

Προσωπικά την άκουγα ως περιπαικτική λέξη με διάθεση ειρωνείας, ειδικά στο υποκοριστικό της. Στην κανονική της εκδοχή, όταν δεν αναφέρεται σε παιδιά, σχετίζεται με κάτι κακό που σκαρώνεται από κιανέναν αξανάκωλο και έχει ανησυχητική χροιά.


1.- Γιάλε το, γιάλε το, το καργιατζουλάκι, απού'ναι πέντε πιθαμές, μα έχει γλωσσαράκι... (Γιάλε: μωρουδίστικη εκφορά του "διάλε")
2.- Εγροίκησές το, ίντα γίνηκε οψές;
- Πράμα δε γ-κατέχω.
- Ο Μιχαλιός του κυρ - Θωμά, εκαβαλίκεψε το μουρέλο και μπαλώτεψε τον αυλόγυρο. Φωθιά και λάβρα γίνηκε η εκκλησιά.
- Χίλια καζίκια του κώλου ντου, για καργιάτζουλας.

Επίσης, γράφεται και καριάτζουλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

καραπαράκμα, παράκμα (η)

Καραπαράκμα είναι ο υπερθετικός της παράκμας, δηλαδή της παρακμής.
Είναι το μέρος κι οι συνθήκες που ζεί ο ανθρώπας ο οποίος, μαγκίτικῳ τῳ τρόπῳ, καλείται παράκμας.

Από τουίτη:

  1. παρακμή, καραπαράκμα δεν ειναι 1η φορα αλλα παντα εκλαμβανεται σα να μην τρεχει τπτ

  2. και κεί που είσαι στην παράκμα, σου ρχεται και η ταλαίπα. μη σου τύχει φίλη μου.

  3. Στην Ολλανδία πάντως μ' εκείνα τα παλιά ποδήλατα πολύ παράκμα μου φάνηκαν οι Ολλανδοί... εμείς φαινόμαστε χαϊλίκι σκέτο μπροστά τους...

  4. - Από καμάκια, σερβιτόροι. Τι παρακμή, μα τον Ξένιο Δία. Τον κανονικό, όχι αυτόν του κ. Δένδια.
    - και τα καμάκια παράκμα ηταν αλλα ειχαν ενα στυλ τουλαχιστον

Ασίστ HODJAS:
"Επίσης, άπαιχτη η ημισκούμπρεια έκφραση «έφαγα παρακμή»..." HODJAS εδώ

Είσαι απ’ τη Brazil
Είμαι απ’ τα Ημί
Μπήκα μεσ’ το ζουμί
Μα έφαγα παρακμή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified