Selected tags

Συντόμευση λέξης με παράλειψη τμήματός της (π.χ. προκατασκευασμένο --> προκάτ)

Further tags

Όταν η τηλεόραση δεν έχει τίποτα ενδιαφέρον, προσπαθείς να αποφασίσεις τι θα δεις και χρησιμοποιώντας το τηλεχειριστήριο κάνεις γρήγορη αλλαγή καναλιών σχεδόν μηχανικά. Δηλαδή το γρήγορο ζάπινγκ.

Δώσε το τηλεχειριστήριο να κάνω ένα γρήζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χωρίς να το καταλαβάινει, λες στον άλλο ότι είναι για το πέος / πούτσο.

Ο «Αχιλλέας» βγαίνει από το ονοματεπώνυμο ενός παλιού πρόεδρου του πανιωνίου, τον Αχιλλέα Μπέο... Οπότε... Αχιλλέας Μπέος > Πέος > Πούτσος

- Ρε συ, τι λάθος έκανες πάλι... Είσαι για τον Αχιλλέα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανθυπασπιστής στον στρατό. Είναι ο βαθμός που παίρνουν οι καραβανάδες προτού γίνουν αξιωματικοί.

- Ήρθε καινούργιος ανθύπας σήμερα, από την φάτσα καλός φαίνεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία του αποκαΐδι. Αρχικά: ο κατεστραμμένος από drugs, ξίδια και άλλες έξεις. Πλέον συνδέεται με κάθε είδους κολλήματα και μονομανίες, αλλά και συγκεκριμένες στυλιστικές επιλογές και το όλο πλασάρισμα.

- Πάμε Mall να δούμε καμμιά ταινία;
- Άσε ρε μαλάκα, είναι πήχτρα από emo καΐδια, μου έρχεται να τα ψεκάσω τα μαλακισμένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι σύντμηση της φράσης θα σε σκίσω ή μη σου σκίσω. Σε κάθε περίπτωση δηλώνει απειλή προς κάποιον πως θα τον δείρεις, είτε προς φίλους για να υποδηλώσει θυμό κτλ.

Εναλλακτικά, δηλώνει επιθυμία για ερωτική επαφή με κάποιον, ειδικά όταν το αντικείμενο πόθου είναι προκλητικό.

- Φύγε από δω κωλόζωο μη σ'σκις τίποτα!
- Καλά ντε, χαλάρωσε...

  • Περαστική με μίνι και τα βυζιά σχεδόν έξω *
  • Πωπω μανάρι μου... σε βάλω κάτω και σε σ'σκις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία του «προφανώς».

- Θεωρώ ότι πέρα από όσα έχουν συμβεί μέχρι τώρα, την αγαπάς την Ξανθή...
- Προφ.

Βλ. και σχετικό λήμμα προφάνουσλυ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι μιλάνε όσοι βαριούνται να πουν ολόκληρες τις λέξεις. Ή για πλάκα. Δεν ξέρω τι ονομασία μπορεί να αποκτήσει αυτή η ιδιόλεκτος, πάντως είναι πολύ διαδεδομένη.

- Σού πω, δεν πα' να φέ' το κλεί' να φύ';
- Από' δεν πά' 'θενά.
- Και τι θα κά;
- Δεν ξε.

Βλ. και κομμέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O χαζούλης με τη μηχανή.

- Πού ήσουν πάλι;
- Πού να ήμουν... ο Τάσος.
- Τι έχει ο Τάσος;
- Τι να έχει; Έκανε σαν Ρουβ και πέσαμε σε ένα περιπολικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.

  2. Συντόμευση της καβάντζας, βλ. καβάντζα.

  1. Μωρό μου έχω πιει μια κάβα, μόνο εσύ λείπεις.

  2. - Με τη Γιάννα τι έγινε τελικά;
    - Τίποτα, την έχω για κάβα τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάγκικη συντομογραφία της λέξης «μπουκάλα», δηλαδή φιάλη αλκοόλ σε κλαμπ.

  1. - Έχω πιει μια κάλα μωρό μου, μόνο εσύ λείπεις (βλ. και κάβα)

  2. - Χτες ήπιαμε μια κάλα χιροσίμα και γίναμε κόκαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified