Further tags

Χαρακτηρίζει τα χοντρά βύσματα στον Ελληνικό Στρατό, όπου τα καθήκοντα τους οριοθετούνται στο να βρίσκονται σε κάποιο γραφείο και να κοιτάνε τον ουρανό για πιθανή πτώση αστεριών.

Εάν κάτι τέτοιο συμβεί, εκτελούν αμέσως τις εντολές που τους έχουν δοθεί ως πιστοί και φιλότιμοι στρατιώτες και ενημερώνουν την διοίκηση για το συμβάν (δηλαδή παίρνουν τηλέφωνο το θείο τους που τυχαίνει να είναι ο διοικητής της μονάδας).

- Πω πω τον λυπάμαι τον Ισίδωρο, την χειρότερη περίοδο διάλεξε να μπει φαντάρος...
- Ποιόν λυπάσαι ρε; Ο Ισίδωρος είναι το μεγαλύτερο βύσμα της σειράς του... Σκοπευτής πεφταστέρων στην Αθήνα υπηρετεί..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τρομοκρατικό χτύπημα που δεν το έχει αναλάβει συγκεκριμένη τρομοκρατική οργάνωση.

«Ορφανό» το χτύπημα στο Μουμπάι.
Πέπλο μυστηρίου εξακολουθεί να καλύπτει την τριπλή βομβιστική επίθεση της περασμένης Τετάρτης στο Μουμπάι, καθώς καμία οργάνωση δεν είχε αναλάβει την ευθύνη και η ινδική αντιτρομοκρατική υπηρεσία εξακολουθεί να συγκεντρώνει στοιχεία αναφορικά με την ταυτότητα των δραστών. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Το στρατόπεδο, κατά την ημέρα που ο φαντάρος έχει υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν έχει έξοδο.

-Με πάει γαμιώντας ο πούστης ο επιλοχίας, πέντε μέσα μία έξω γαμώ το φελέκι μου.

Got a better definition? Add it!

Published

Γιωτιλίκια, με λίγες λέξεις, είναι οι πράξεις του γιωτά.

Στην πράξη όμως, είναι πιο πολύπλοκα, καθώς οι γιωτάδες έχουν την τάση να επαναλαμβάνουν κάποιες συγκεκριμένες συνήθειες με συγκεκριμένο τρόπο. Όποιοι πήγαν φαντάροι, ξέρουν καλύτερα.

Στην πραγματική ζωή όμως, είναι λίγο διαφορετικά. Γιωτιλίκι θα χαρακτηριστεί μια πράξη ενος τύπου, που έρχεται σε αντίθεση με τις κοινές συνήθειες του πλήθους, ενώ ο συγκεκριμένος την θεωρεί κανονική και την υποστηρίζει δυνατά.

Δεν λέω πως οτιδήποτε διαφορετικό καθίσταται γιωτιλίκι, αλλά μερικά είναι για σφαλιάρες. Πχ τύπος που κυκλοφορεί με παπάκι και μέρα νύχτα φοράει φωσφοριζέ γιλέκο κι ένα σωρό καραγκιοζιλίκια που φωσφορίζουν στο κωλομήχανό του, κι αν του πεις ότι το βρίσκεις υπερβολικό θα ισχυριστεί επιμένοντας πως «ναι, αλλά μια φορά που πετάχτηκε κάποιος και θα με πατούσε...». Θα σε πατούσε επειδή ΕΙΣΑΙ ΗΛΙΘΙΟΣ. Δεν θα σε σώσουν αυτές οι υπερβολές.

Άλλο παράδειγμα. Γιωτιλίκι είναι να φοβάσαι πολύ για την υγεία σου, σε φάση «δεν τρώω γύρο γιατί έχει μέσα συντηρητικά που οδηγούν σε μπλα μπλα μπλα και πεθαίνεις».

Γιωτιλίκι επίσης χαρακτηρίζεται κάποια σωματική «αδυναμία» μερικών (χωρίς να φταίνε). Πχ μερικές ασπρουλιάρες γυναίκες που κάθονται 1 λεπτό στον ήλιο και γίνονται σαν της μαϊμούς τον κώλο και μετά σου λένε «είμαι αλλεργική στον ήλιο». Άλλος σου λέει «είμαι αλλεργικός στον φραπέ» ή «ευαίσθητος στο αλάτι, βγάζω σπυράκια». Οκ σεβαστές οι σπάνιες αδυναμίες σας, ΑΛΛΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΟΝΤΑΙ ΓΙΩΤΙΛΙΚΙΑ.

Γιωτιλίκι είναι να κλειδώνεις ΜΕ 5 ΛΟΥΚΕΤΑ ΤΗ ΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΑ ΣΟΥ ή ακόμα χειρότερα τη ρόδα απ' το αμάξι σου. Άλλο να τα προστατεύεις, αυτός που είναι υπερπροστατευτικός, μπορεί να δικαιολογήσει όμορφα και σεμνά την πράξη του και να βρει το δίκιο του. Ο ΓΙΩΤΑΣ θα σου πει (πάντα με έντονο ύφος για έναν περίεργο λόγο!) «έχεις δει πώς κλέβουν; Φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά».

Εν κατακλείδι, γιωτιλίκι είναι η προσωπική στάση ή πράξη ενός ατόμου, η οποία είναι εκκεντρική και το ξεχωρίζει απ' το σύνολο, την οποία στάση ο συγκεκριμένος υποστηρίζει σθεναρά, με όχι δυνατά, λογικά και κοινωνικά επιχειρήματα, χαρακτηρίζοντάς τον υπερβολικό και αντικοινωνικό (ως και περιθωριακό).

Ελπίζω να σας κάλυψα, η συνέχεια στο επόμενο επεισόδιο. Απορίες κλπ στα σχόλια.

Γιωτιλίκι είναι να κρατάς μανιωδώς όλες τις αποδείξεις απ τα ΑΤΜ «για να μη σε κλέψουν». ΟΧΙ ΗΛΙΘΙΕ, η παρουσία της απόδειξης αποδεικνύει την ύπαρξη της ανάληψης. Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ ΔΕΝ ΑΚΥΡΩΝΕΙ ΤΗΝ ΤΥΧΟΝ ΑΝΑΛΗΨΗ. Συνεπώς η απουσία μιας απόδειξης ΔΕΝ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΙ ΤΙΠΟΤΑ ΗΛΙΘΙΕ, άρα μη λες «δεν έχω την απόδειξη, άρα δεν την έκανα εγώ αυτή την ανάληψη».

Παιδιά καθημερινά βλέπω μπροστά μου δεκάδες «γιωτιλίκια». Τώρα δεν μου έρχονται παραδείγματα. Άντε γαμηθείτε, το πιάσατε το νόημα του λήμματος, βάλτε δικά σας παραδείγματα, νυστάζω. Φιλάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πεζοναυτική –και ορειβατική– σλανγκ. Πέφτω στα τέσσερα για να προχωρήσω, διότι η πορεία γίνεται πολύ δύσκολη και το μονοπάτι πολύ επικίνδυνο και δεν μπορώ να συνεχίσω περπατώντας όρθιος.

Φίλε μου αυτά τα κατακόρυφα περάσματα είναι μανίκια. Εμείς είχαμε και Ανηφόρες της Αναβολής. Αυτή η Ανηφόρα στο Βόλο ήταν άλλο πράγμα... Υπήρχαν φορές που έβαζα 4χ4 για να ανέβω (περπάτημα στα 4 δηλαδή). Αφού δε σπαστήκαμε στα βράχια κοντά στα Γλαφυρά τότε εντάξει. Ψυχή θέλει! (από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Έφοδος, αιφνιδιαστική εισβολή στο κρησφύγετο του εχθρού. Διενεργείται από αστυνομικούς, περιπόλους, απατημένους ή απλώς ζηλότυπους συζύγους και εραστές κ.ο.κ.

  2. Επίθεση γενικώς, στρατιωτική, οικονομική, πολιτική. Συντεταγμένη, με επιτελεία, ΑΝ.ΣΚ. και με τα όλα της.

  1. Θα κάνω ντου βρε πονηρή
    στα στέκια που αράζεις κι αν σε τρακάρω πουθενά
    μ’ αυτό τον άνθρωπο ξανά
    να ξέρεις δεν τη βγάζεις. …
    Θα κάνω ντου για να σε βρω
    Αθήνα και Περαία
    κι αν θα σε κάνω τσακωτή
    να ξέρεις η βραδιά σου αυτή
    θα είν’ η τελευταία. Στίχοι Κώστα Βίρβου - Μουσική Τσιτσάνης, στο επαναστατικό «Θα κάνω ντου βρε πονηρή»

  2. α.
    Ντου στη Λιβύη (θέμα για συζήτηση στο http://a-las-barricadas.forumgreek.com/t248-topic.
    β.
    Πραγματικά θα ήθελα έστω ΕΝΑΣ ή ΜΙΑ να ρωτήσει ορθά-κοφτά τον Φον Δρούτσα αν τον “πηγαίνει σερπαντίνα” (κοινώς χεζ…) μην τυχόν η Τουρκία κάνει ντού σε νησί του Αιγαίου.εδώ.
    γ.
    Αφού «άλωσε» η Τουρκία τη ρωσική αγορά προσελκύοντας 3,1 εκατ. τουρίστες το 2010, στράφηκε στη συνέχεια στην κινεζική αγορά και τώρα προετοιμάζει γενικευμένο «ντου» στην Ινδία.εδώ.

ντου ντου ντου ντου ντου από τους Stones (από joe909, 09/08/11)(από Khan, 15/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα στρατού με ιδανικές συνθήκες διαβίωσης.

Στη διάρκεια του 2ου Παγκόσμιου πολέμου οι έγκλειστοι σε γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης αποκαλούσαν Καναδά τα στρατόπεδα με καλές συνθήκες διαβίωσης. Υπάρχει και σχετικό γερμανικό θεατρικό έργο με τίτλο «Kanada».

Ο χαρακτηρισμός «Καναδάς» ήταν σε ευρεία χρήση από τους στρατιώτες του 563ου Τάγματος Πεζικού που έδρευε στη Λητή Θεσσαλονίκης όταν υπηρέτησα το 1961. Τα 2/3 του Τάγματος ήταν χαρακτηρισμένοι αριστεροί, στον δε Λόχο βαρέων όπλων όλοι οι ημιονηγοί ήταν αριστεροί εκτός των βαθμοφόρων. Οι συνθήκες στο 563 Τ.Π. δεν ήταν καλές και όλοι ήλπιζαν σε μια μετάθεση σε κάποια άλλη μονάδα, σε μια μονάδα που θα ήταν «Καναδάς». Ο όρος ήταν σε κοινή χρήση και στο Λόχο Διοικήσεως της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών στο Ηράκλειο Κρήτης όπου επίσης υπηρέτησα.

  1. Ρε συ, με μεταθέτουνε στη μονάδα ΤΑΔΕ.
    – Δε τρέχει τίποτα φίλε, Καναδάς!

  2. Ρε συ, εδώ είναι Καναδάς σε σύγκριση με τα τάγματα στη Μακεδονία!

Στρατοπεδο συγκέντρωσης (από nikolaosvlas, 21/09/11)(από nikolaosvlas, 21/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ΦορειοΦόρο όχημα, συνήθως επί Μερσεντέ GD 290 3/4τ του ενδόξου ΕΣ.

Πού 'σαι, στείλε και μια φουφού στα παπάκια μην γλιστρήσει κανείς και έχουμε ντράβαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ραντάρ με το οποίο οι αστυνομικοί ελέγχουν την ταχύτητα των οχημάτων. Συχνά συναντάται στην ρηματική φράση την στήνω πιστόλι (εννοείται ο αστυνομικός).

Για μια διαφορετική σημασία βλ. πιστολιάζω, πιστόλιασμα, πιστόλα, ενώ για σεξοσλάνγκ σημασίες βλ. γαμισομπιστόλα και κρεατομπιστόλα.

- Ώπα γιατρέ μου, κόψε λιγάκι, γιατί μετά το τούνελ την στήνουν πιστόλι τα στρουμφάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο πολεμικό ναυτικό, φασίνα είναι η σκούπα. Χρησιμοποιείται ως χαρακτηρισμός προς τον ανάξιο, τον τελειωμένο, τον καραγκιόζη. Επίσης χρησιμοποιείται ως διακριτικό μεταξύ αρχαιότητας στο Σώμα. Έτσι αποκαλούν τους υφιστάμενους οι ανώτεροι, θέλοντας να τους υπονομεύσουν.

Επίσης χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσουμε μια γυναίκα που είναι άσχημη, χονδρή, την λεγόμενη πατσαβούρα. Μόνο που δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με την εξωτερική εμφάνιση, αλλά και με τον χαρακτήρα που είναι δίχως ευγένεια, τρόπους και τακτ, η γυναίκα «κατσίκα», κατά τον Pavese.

  1. Σκάσε μωρή φασίνα!
  1. Τελειώνετε φασίνες!

  2. Η γκόμενα είναι φασίνα. Δεν τη γαμάω ούτε με μια βαρέλα ουίσκι!

  1. Φέρε μια μάπα (σφουγγαρίστρα) και μια φασίνα να καθαρίσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified