Further tags

Όταν κάποιος πολύ σίγουρος για τον εαυτό του, κάνει επίδειξη της δύναμης και της έλλειψης φαιάς ουσίας του σε γνωστούς και αγνώστους, αλλά και σε υφισταμένους. Μιλάμε για πολύ μάγκα... Ο τύπος είναι τόσο σίγουρος για τον εαυτό του, για την δύναμη και την εξουσία του που τα αρχίδια του αφήνουν γραμμή πίσω του καθώς περπατά. Τα σέρνει, σε λέω.

Τον έχετε σίγουρα δει σε κάποιο στρατόπεδο στον ρόλο του παλιού ή του στρατιωτικού, ενώ το είδος ευδοκιμεί στα μέρη μου, Σαλονίκη σε λέω (Τούμπα, Χαριλάου και περίχωρα) να λέει τέτοιες παπαριές όταν σταματήσει να γρυλίζει.

Την συγκεκριμένη έκφραση την έχω ακούσει στον Έβρο.

Όπως πρωτοάκουσα την έκφραση, από αξιωματικό.

- Τί κάνετε εδώ ψάρακες;
- Καθαρίζουμε κύριε διοικητά
- Άμα σε κεράσω κανένα χαστούκι μαλάκα, θα μάθεις να μου λες παπαριές...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εξαφανισμένος. Που ποτέ δε βρίσκεται στο πόστο του. Που κι αν τον ψάξεις, θα 'ναι εις μάτην. Δεν παίζει να τον βρεις πουθενά.

Διευκρινίσεις.

  1. Πουθενάς ΔΕΝ είναι ο οποιοσδήποτε εξαφανισμένος. Δεν εμπίπτουν π.χ. στην κατηγορία αυτή οι αγνοούμενοι, που τους ψάχνει στα αζήτητα η Νικολούλjη και ο Ερυθρός Σταυρός. Πουθενάς ΔΕΝ είναι αυτός που απλά άνοιξε ένα πρωί την πόρτα του, είπε στη γυναίκα του πως πάει στο περίπτερο για τσιγάρα και ποτέ δεν επέστρεψε.

  2. Ο πουθενάς συνήθως είναι κάτοχος κάποιας θεσμικής θέσης. Με τη μόνη λεπτομέρεια ότι αυτό ισχύει μόνο στα χαρτιά. Διότι εξαιρετικά σπάνια - έως ποτέ - προσέρχεται για να εκτελέσει το καθήκον του.

  3. Ο κλασικότερος πουθενάς είναι ο τελών εν αργομισθία υπάλληλος. Φαινόμενο που παρατηρείται βεβαίως βεβαίως στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Θέσεις που υπάρχουν μόνο στα χαρτιά. Κι ο μισθός εννοείται να πέφτει κανονικά και με το νόμο.

Παράδειγμα: φίλος του γράφοντος προσελήφθη σε ΟΤΑ με εξάμηνη σύμβαση. Για λόγο που μέχρι τώρα αγνοεί ακόμη κι ο ίδιος, δεν τον πήραν ποτέ τηλέφωνο να πάει για δουλειά. Και τα μισθά να πέφτουν κανονικά στην τράπεζα.

Στους κατ' ουσίαν πουθενάδες εμπίπτουν και οι ακόλουθες περιπτώσεις: α) υπάλληλος της ΕΡΤ που η μοναδική του δουλειά ήταν να πηγαίνει με ταξί κάθε Κυριακή πρωί στην Πάρνηθα και να ρυθμίζει κάτι στις κεραίες. Ζήτημα 10 λεπτά δουλειά δλδ, χωρίς το πηγαινέλα.
β) οι φύλακες του Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας στην Πατησίων, που συνεννοούνται μεταξύ τους και κανονίζουν τις βάρδιες κατά τρόπο ώστε να δουλεύει ο καθένας τους μονάχα μια φορά στις 10 ή 15 μέρες.

  1. Αγαπημένος πουθενάς είναι και ο πανεπιστημιακός καθηγητής που δεν εμφανίζεται ποτέ στις παραδόσεις και στέλνει αντ' αυτού τα τσιράκια του, που συχνά δεν ξέρουν που παν τα τέσσερα. Πολλά φοιτητόνια παίρνουν πτυχίο χωρίς ποτέ να έχουν δει τη φάτσα τέτοιων ανεκδιήγητων πουθενάδων.

  2. Να μη ξεχάσουμε τέλος και τους πουθενάδες φαντάρους, που λόγω βυσματικής την περνάνε ζάχαρη. Στην πιο light εκδοχή, πουθενάς φαντάρος είναι αυτός που ποτέ δεν βρίσκεται στο πόστο του (π.χ. ως νοσοκόμος), βγαίνει στην αναφορά όποτε του καυλώσει και γενικά ψωλάρει ανηλεώς και κατά σύστημα. Σε πιο hardcore φάσεις, ο πουθενάς απλά κάνει θητεία απ' το σπίτι του, κι εμφανίζεται μόνο στο τέλος για να τσιμπήσει το απολυτηριάκι του. If this is the case, τότε δεν μιλάμε για απλό δόντι, αλλά για χαυλιόδοντα από σιβηρικό μαμούθ...

  3. Ο πουθενάς είναι, generally speaking, υποκατηγορία του Ανύπαρκτου, αυτού που Δεν Υπάρχει. Ο τελευταίος όρος είναι βέβαια πολύ ευρύτερος, με τεράστιο πλην ασαφές νοηματικό περιεχόμενο. Εντούτοις, συγχύσεις μεταξύ των δύο ενίοτε δεν αποφεύγονται. Αλλά γι' αυτό είμαστε κι εμείς εδώ βρε...

  4. Πουθενάς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, μάλλον καταχρηστικά κττμγ, και ο επαγγελματίας εκείνος που ποτέ δεν τον βρίσκεις όταν τον θες, όχι όμως επειδή έχει τσακωθεί με τη δουλειά, αλλά επειδή πνίγεται στη δουλειά και δεν προλαβαίνει ούτε να κλάσει. Το ακριβώς αντίθετο δλδ...

  1. - Ο Κωστάκης φίλε δουλεύει σε Υπουργείο. Πάει χαλαρά το πρωί με καμιά ωρίτσα καθυστέρηση, με την κάρτα χτυπημένη από συνάδελφο. Μετά στο άραγμα άλλη μια ωρίτσα, με καφεδούμπα και τα σχετικά. Ε μετά δε θα πάει και τη βόλτα του στα μαγαζιά κανά δυωράκι γεμάτο; Θα την πάει. Και φεύγει εννοείται και ένα δύωρο νωρίτερα.
    - Πουθενάς κανονικός δηλαδής...
    - Ναι, αλλά έχει και 17 χρόνια υπηρεσία στην πλάτη του, κάτσε καλά..

  2. Παραδείγματα συγκεκριμένων πουθενάδων.

Α. Ο πιο γνωστός πουθενάς καθηγητής στη Φιλοσοφική Αθηνών είναι κάποιος Μπενέτος της Λατινικής Φιλολογίας. Τον έχουν κράξει οι παρατάξεις επανειλημμένα, μέχρι και ανακοινώσεις έχουν αφισοκολλήσει όπου τον ξεμπροστιάζουν. Κι αυτός το χαβά του. Στη Θεολογική, ψιλο-πουθενάς ήταν και ο πολύς πατέρας Μεταλληνός, που συνήθως έστελνε αντ' αυτού μια θεούσα απ' τις διδακτόρισσες, η οποία το μόνο που έκανε ήταν να διαβάζει με κατάνυξη αποσπάσματα από τα θεόπνευστα βιβλία του παπα-Γιώργη...

Β. Πρόσφατο είναι το σκάνδαλο με τους 116 πουθενάδες ναύτες που «υπηρετούσαν» τη θητεία τους στο Οίκημα του ΑΓΕΝ, μακράν την πιο βυσματική θέση σ' ολόκληρο το ΠιΝι. Όλοι ανεξαιρέτως γόνοι καλών οικογενειών και γαλάζια παιδιά, έκαναν μια βάρδια ο καθένας κάθε 15 μέρες, κάθε 20, κάθε μήνα. Ορισμένοι έκαναν μία κάθε τρεις μήνες. Προεκλογικά είχε πέσει κάποιο κραξιματάκι, δημοσιεύτηκε και στο νετ η λίστα με τα ονόματα. Στα παπάρια τους. Με το που ήρθαν οι πράσινοι, το Οίκημα έβαλε λουκέτο και τα φλωρόπαιδα σκορπίσαν γι' άλλες πολιτείες (δλδ για άλλες βυσματικές υπηρεσίες, μην τρελαθούμε κιόλας). Για περισσότερα βλ. εδώ.

Claude Lévi-Strauss, 1908-2009 (από johnblack, 03/11/09)Βασίλης Καρράς, Δεν πάω πουθενά (από poniroskylo, 05/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομάδες Υποστηρίξεως Καψιμί.

Αυτοί που συχνάζουν όλη μέρα στο Κ.Ψ.Μ. και κωλοβαράνε τρώγοντας κρουασάν.

Είναι τα μικρά ξαδέρφια των γνωστών κομάντων Ο.Υ.Κ. (Ομάδες Υποβρυχίων Καταστροφών).

- Απόψε που έχει ντέρμπι, οι ΟΥΚάδες θα τα κάνουν όλα πουτάνα στο Κ.Ψ.Μ.!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν πρόκειται εδώ για τον πασίγνωστο εραστή και συγγραφέα του 18ου αιώνος, αλλά για τον αναλαμβάνοντα υπηρεσία στα τιμημένα μαγειρεία του Ε.Σ. Πιο συγκεκριμένα, ο όρος ετυμολογείται εκ των καζάνι και νόβας (νέος).

Σχετικά είναι και τα Αη Γιώργης, καλλιόπη κλπ. Απίστευτη η εικόνα του Αη Γιώργη Καζανιάρη (βλ. σχετικό μύδι).

  1. Πάλι με βυσμάτωσαν Αη Γιώργη. Βαρέθηκα να καθαρίζω σκατά, ρε μαλάκα. Χίλιες φορές καζανόβας!

  2. Νέος, μαζέψου, αλλιώς σε βλέπω καζανόβα!

  3. Μού 'χει χρεώσει τα μαγειρεία με 108. Μέρα παρά μέρα καζανόβα με βάζει ο αρχίδας.

Αγιος Γεώργιος ο Καζανιάρης! (από panos1962, 31/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τον υπερβολικό φόβο, το μεγάλο χουνέρι.

Αλλιώς χέστηκα πάνω μου, ή τα 'κανα πάνω μου, ή κατουρήθηκα απ' το φόβο μου.

  1. - Πήγα συνοδηγός με τον Κύρκο στο «Ακρόπολις» και άλλαξα πάνες!

  2. - Μας πήγανε σε κάτι σκοτάδια, πίσω από τα μπουρδέλα. Είχε κάτι φάτσες, άλλαξα πάνες!

  3. - Αφήνω το βλήμα στον 82mm και ακούω: Ντούπ! Αφλογιστία, μαλάκα μου, αλλάξαμε πάνες σου λέω!

Άλλαξα Πάνες (από panos1962, 30/10/09)Τα κάνω πάνω μου (από panos1962, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στέκομαι κλαρίνο. Σημαίνει στέκομαι όρθιος, ευθυτενής σαν κλαρίνο όρθιο (βλ. και στέκομαι σούζα). Να μην συγχέεται με το κλαρίνο/τσιμπούκι, καθώς δεν έχει καμία σχέση ο ένας ορισμός με τον άλλο.

Ο όρος προέρχεται από το μουσικό όργανο κλαρίνο ή, πιο ορθά, κλαρινέτο, το οποίο είναι πνευστό που ανήκει στα λεγόμενα «ξύλινα» πνευστά μαζί με το όμποε (οξύαυλος, κοινώς πίπιζα), αγγλικό κόρνο (μεγάλο όμποε), φαγκότο (βαρύαυλος), κόντρα φαγκότο, φλάουτο (πλαγίαυλος), σαξόφωνο κλπ. Προφανώς ο όρος «ξύλινα» δεν αναφέρεται τόσο στο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα τα όργανα αυτά, αλλά πιο πολύ στον τρόπο παραγωγής του ήχου: όσα πνευστά παράγουν ήχο με «μπουκίνο» (μεταλλικό «ποτηράκι» στο οποίο εφαρμόζουν τα χείλια) ονομάζονται «χάλκινα» (τρομπέτα, τρόμπα - καμία σχέση με την τρόμπα μαρίνα, η οποία είναι έγχορδο αναγεννησιακό όργανο), τρομπόνι, κόρνο, τούμπα κλπ), ενώ τα υπόλοιπα που παράγουν ήχο με καλάμι (διπλό ή μονό), είτε με άλλο τρόπο, ανήκουν στα «ξύλινα» πνευστά.

Ο επίσημος όρος για το κλαρίνο είναι ευθύαυλος, αλλά είναι παρεξηγήσιμο να πει κανείς «παίζω ευθύαυλο», αντί του ορθού «παίζω κλαρίνο» ή «παίζω το κλαρίνο».

  1. Βγήκε ο στρατηγός και στάθηκα κλαρίνο!

  2. Τους είχε σαν στρατιωτάκια. Να φανταστείς, μόλις έμπαινε στην αίθουσα, στεκόταν όλοι κλαρίνα!

κλαρινέτο (από panos1962, 30/10/09)Μπουκίνο, τσι-μπουκίνο ἢ σκέτο μποκίνο; (από aias.ath, 30/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κομάντο είναι ο στρατιώτης ο οποίος είναι εκπαιδευμένος στην εκτέλεση ειδικών και συνήθως επικίνδυνων αποστολών (αιφνιδιασμούς, δολιοφθορές, ανατινάξεις, κτλ). Η λέξη παραπέμπει σε δυναμισμό, ντουρασελάτη αντοχή, τεχνική, κλπ.

Η λέξη πτωμάντο προκύπτει με παράφραση της λέξης κομάντο, γεννήθηκε στα στρατά, χρησιμοποιείται ευρύτερα και αναφέρεται σε κομάντο με σπεκς πτώματος. Αναφέρεται δηλαδή σε κομάντο για κλάματα.

Αναλυτικότερα, μιλάμε για:

  • Άτομο που το παίζει δραστήριος, δυναμικός, ανθεκτικός και στην πράξη αποδεικνύεται κότα λιράτη (βλ. παρ. 1). Πολλές φορές μπορεί να βγάζουμε κι απωθημένα χαρακτηρίζοντας έτσι κάποιον (βλ. παρ. 2).
  • Άτομο που έχει τα παραπάνω χαρακτηριστικά, αλλά συγκυριακά είναι σε φάση αποσύνθεσης (μπαγιάτικο μύδι από την κούραση, καταρρακωμένος ψυχολογικά, καταβεβλημένος από αρρώστια, έτοιμος για απογείωση, κλπ). Βλ. παρ. 3, 4.
  • Μούχλας, τεμπέλης, άτομο που μέχρι να κουνήσει το ένα πόδι βρωμάει το άλλο (βλ. παρ. 5).

Βλ. και λήμμα κομάντο.

  1. Στον στρατό, ο λοχίας παρατηρεί τον τρόπο που εκτελεί τις κάμψεις ένας φαντάρος (Καλούδης) που το παίζει κομάντο.
    - Έτσι είναι τα κομάντα ρε Καλούδη; - Γιατί;
    - Έχεις ξεσκιστείς στο αερογάμ και αγκομαχάς με 5 κάμψεις. Δεν είσαι κομάντο ρε... πτωμάντο είσαι.

  2. Στον στρατό, σε πορεία νεοσύλλεκτων πεζικάριων που φέρουν πλήρη φόρτο, ένας κομπλεξικός λοχαγός τους βγάζει την πίστη υποχρεώνοντάς τους να ταχύνουν υπερβολικά το βήμα.
    - Άντε ρε παλιοκηδείες, πιο γρήγορα ρε παλιοντακότες. Χωρίς να κόψετε ρυθμό αρχίστε να φωνάζετε: Στην μπάντα, στην μπάντα περνάνε τα πτωμάντα. Δε χαλαρώνουμε λέω...

  3. - Άσε, εδώ και πολύ καιρό μου 'χει φύγει η μαγκιά στη δουλειά. Εγώ που δεν κώλωνα σε τίποτα, έχω καταντήσει πτωμάντο του ελέους.

  4. - Άσ΄τα... Χθες τράβηξα μεγάλο λούκι ως νεροκομάντο και σήμερα είμαι πτωμάντο απ' την κούραση.

  5. Στο δημόσιο, ένας εργατικός πλησιάζει έναν τεμπελχανά φίλο του.
    - Ά ρε Κώστα, αν μ' αρέσει κάτι σε σένα είναι η σταθερή απόδοσή σου. Απ' το πρωί ως το βράδυ... είσαι το απόλυτο πτωμάντο, χα χα χα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού. Σολωμού 3 Κορυδαλλός, Τ.Κ 18110, τηλ. Διεύθυνσης 4957136, τηλ. Γραμματείας 4950339, fax 4964503. Για όποιον τυχόν ενδιαφέρεται.

Το εξωτικό προάστιο του Δήμου Κορυδαλλού, έχει ονομαστεί προφανώς έτσι εκ του ομωνύμου πτηνού, είναι όμως γνωστό ανά την υφήλιο για τις Φυλακές του: Δικαστική Φυλακή για τους άνδρες + Κλειστή Φυλακή Γυναικών.

Όταν ακούσεις κάποιον να λέει «Κορυδαλλός», στάνταρ 7 στις 10 φορές αναφέρεται στη γνωστή Φυλάκα, κατά σχήμα συνεκδοχής. Αν θεωρήσουμε αυτό το σχήμα λόγου ως ένα πρώτο σλανγκικό επίπεδο, τότε με τη χρήση της λέξης «πουλί» περνάμε σε ένα δεύτερο επίπεδο, που προϋποθέτει την εξοικείωση με το πρώτο. Δεν στέκει δλδ να αρχίσεις με τη μία να λες τις Φυλακές «πουλί», χωρίς πρώτα να έχεις χρησιμοποιήσει ουκ ολίγες φορές την έκφραση «στον Κορυδαλλό», «στον εξωτικό Κορυδαλλό», «στην εξοχή του Κορυδαλλού», «στο φρέσκο του Κορυδαλλού» κ.ο.κ.

Κανονικά θα έπρεπε να γράφεται και με κεφαλαίο: το Πουλί. Είναι όμως φρέσκια η σλανγκιά και ωσεκτουτού άγνωστη προς το παρόν στον γραπτό λόγο. Οπότε παραμένει το αρχικό μικρό μέχρι νεωτέρας διαταγής. Φιλάκια.

  1. — Που χάθηκε ο Μπαμπίνος;
    — Δεν τα 'μαθες; Μπούκαρε σ' ένα βενζινάδικο, τον τσάκωσαν και τώρα κάνει διακοπές διαρκείας στο πουλί.

  2. Τον είχαν στην Κέρκυρα κι έβαλε λυτούς και δεμένους να τον φέρουν εδώ Αθήνα, στο πουλί, να 'ρχεται η γυναίκα να τονε βλέπει καμιά φορά.

  3. Με τις μαλακίες που κάνεις σε βλέπω με εισιτηριάκι πρώτη θέση για το πουλί. Στ' αρχίδια σου, συνέχισε, κι εγώ θα 'ρχομαι να σου φέρνω τσιγάρα. Μαλάκα, ε μαλάκα.

Για την απόλυτη εκτέλεση βλ. το Pink Flamingos του John Waters (από Vrastaman, 29/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει και ως στήνω / στέλνω κάποιον στην σέντρα αλλά και σεντράρω.

Βγάζω (ως ανώτερος / βαθμοφόρος) κάποιον αναφερόμενο, ιδίως στην πρωινή αναφορά, για να τιμωρηθεί.

Όρος του Ε.Σ. που έχει απλώσει τα πλοκάμια του και στην υπόλοιπη Ελληνική κοινωνία.

Πιθανότατα προέρχεται από την άθλια εικόνα των αναφερόμενων που στοιχίζονται σε μια γραμμή για καμπάνες σαν ομάδα ποδοσφαίρου αλλά και ίσως και από την ικανοποίηση των καραβανάδων που λες και βάλαν γκολ και στέλνουν τον καημένο τον φαντάρο στην σέντρα…

- Σκορδομπούτσογλου, μην τρελάουα γιατί θα σε βγάλω στην σέντρα αύριο.
- Ρε σύ λόχα, (χαμηλόφωνα…) με δυο σαρδέλες ούτε τσίπουρο δεν πίνεις...
- Τι είπες ρε ψάρακας; Ρε θα δείς την Θεσσαλονίκη με το μακαρόνι, ρέι!

- Άσε ρε Μήτσο, έγινε χθές ένα λογιστικό λάθος στα ταμεία και σήμερα θα μας στείλει στη σέντρα όλους ο Ρουμάνος
- Α, έτσι, θα ξηγηθείτε μπαλίτσα σήμερα;
- Όχι ρε μαλάκα, με δουλεύεις, πάμε όλοι για ΕΔΕ, γαμώ το σπανάκι μου μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δείχνει αναίδεια, θράσος. Λέγεται για περιπτώσεις που κάποιος υπερβαίνει τα εσκαμμένα και ζητάει ή κάνει πράγματα που δεν αρμόζουν στη θέση του, π.χ. όταν κάποιος νέος σε κάποιο χώρο ζητά πράγματα που οι παλιότεροι δεν έχουν κατακτήσει ακόμη, ή όταν ο νέος φαντάρος ζητάει καλύτερο νούμερο κλπ.

- Ε νέος, τσάκα την τσαπού!
- Δε σ' άκουσα, πάρε το μηδέν.
- Επ, τι έχουμε εδώ; Μαγκεψάμαν; Κοίτα να δεις, χόρτασε η ψείρα και βγήκε στο γιακά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified