Προέρχεται απο το Κέντρο Ψυχαγωγίας Μονάδος (=ΚΨΜ) του στρατού. Σημαίνει μέρος όλο άντρες.
- Πάμε να βρούμε τον Τάσο στο "Mama's". - Σιγά μην πάμε να κλειστούμε Σαββατιάτικα στο καψιμί.
Προέρχεται απο το Κέντρο Ψυχαγωγίας Μονάδος (=ΚΨΜ) του στρατού. Σημαίνει μέρος όλο άντρες.
- Πάμε να βρούμε τον Τάσο στο "Mama's". - Σιγά μην πάμε να κλειστούμε Σαββατιάτικα στο καψιμί.
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται κυρίως στο στρατό ως ρήμα και σημαίνει χαλάω ή χαλιέμαι. Βλέπε και χαλούμι.
- Πάλι πούστη με κινέζο θα φάμε ρε μάγειρα;
- Γιατί, σε χαλούλου;
Got a better definition? Add it!
Ο νεοσύλλεκτος στον στρατό.
«Απολύομαι ψαρούκλες, τα μαλλιά μου κάνω μπούκλες»
Συνώνυμα: ποντίκι, νιάτο, Νεοκλής, νέοπας, νέοψ, Στραβόγιαννος, κωλόψαρο, σκουίζ, ψαροκασέλα, στραβάδι, γκαβάδι, γκάβακας, γκάου-μπίου.
Got a better definition? Add it!
Οι διασυνδέσεις, από το αγγλικό connections.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που έχει πώρωση με τον στρατό.
Φοράει στρατιωτικά ρούχα, έχει όλα τα απαραίτητα αξεσουάρ όπως μαχαίρια, στρατιωτική ταυτότητα, αρβύλες ακόμα και όπλα. Επίσης οι συμπεριφορά του και οι κουβέντες του γυρίζουν γύρω από θέματα του στρατού.
- Καλά δεν ξανακάνω το λάθος να πάω για καφέ με τον Γιώργο τον στρατόκαυλο... Όλη την ώρα μας έλεγε για τα Ο.Υ.Κ., πόσο γαμάτα είναι και πως τους εκπαιδεύουν κτλ. Λες και δεν ξέρουμε πως αυτός στον στρατό ήταν μάγειρας!!
Got a better definition? Add it!
(Υπερήλικο) κρέας προορισμένο για στρατιωτική χρήση. Εποχής πολέμου της Κορέας, στη χειρότερη περίπτωση.
Βλέπε και γκοτζίλα.
Got a better definition? Add it!
κινέζος με πούστη, πούστης με κινέζο
Ρύζι με κοτόπουλο, στην στρατιωτική αργκό («κινέζος» αντί «ρύζι», και «πούστης» αντί «κοτόπουλο» (με ορμόνες, να μεγαλώνει και το στήθος).
Got a better definition? Add it!
Το μπορέλι από το γνωστό παίχτη του Παναθηναϊκού. Σημαίνει μπορεί, αλλά χρησιμοποιείται για την αντίθετη ακριβώς έννοια, δηλαδή ότι δεν παίζει, αποκλείεται, με καμία δύναμη.
- Τσακίσου φέρε μου τσιγάρα απ' το περίπτερο.
- Και μπορέλι...
Got a better definition? Add it!
Προκύπτει από το κλαπαρχίδας + ναύαρχος (άτομο με εξουσία και αξιώσεις στο χώρο του -master of their domain). Χρησιμοποιείται ειρωνικά για τον κατά περίσταση γαλονά, αρμόδιο κτλ.
Με στέλνανε από το ένα γραφείο στο άλλο σαν το μαλάκα. Στο τέλος βουτάω μια γραμματέα εκεί και της λέω «Φέρε μου τον κλάπαρχο μωρή, μην τα σπάσω όλα εδώ μέσα, γιατί άκρη δε βγαίνει!».
Got a better definition? Add it!