Further tags

Τα αρχίδια στην Κέρκυρα.

- Δεν την αντέχω άλλο, μού 'χει ζαλίσει τα κολομπόκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι όρχεις των ζώων αλλά και των ανθρώπων, στην κρητική ιδιόλεκτο.
Αλλιώς και: ασβάχια.

Εντάξει φίλε αυτά τα γράφουμε στα ζουβάχια μας!

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παπάρια.

- ... και έτσι όπως μου την έπεσαν και οι τρεις, σκάω μια μπουνιά στον έναν, μια κλοτσιά στη μάπα του αλλουνού και ο τρίτος έφυγε σφαίρα, ακόμα τρέχει.
- Άντε ρε!
- Εμ τι με πέρασες; Εγώ έχω κάκαλα.

Σμήναρχος Κάκαλος (δηλαδή Αρχίδης;) (από spapakons, 25/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης στα '80ς, η οποία καθιέρωσε ως δημοσιοκάφρο τον Γιώργο Παπαδάκη. Εννοείτο στον τηλεοπτικό «αέρα» της «ζωντανής» αναμετάδοσης, αλλά η έκφραση σλανγκίστηκε για να δηλώσει τον μπαργαλάτσο και τους δυο συγκατοίκους του.

Ασίστ: πιάνω πουλιά στον αέρα.

Το ανέκδοτο της εποχής:

-Τι βλέπει ο Πόντιος όταν κοιτάζει προς τα κάτω στο μπάνιο;
-;
-Τρεις στον αέρα!

-Ποια είναι η αγαπημένη εκπομπή του Πόντιου;
-;
-Τρεις στον αέρα. κ.ο.κ.

Ήταν απ\' τους τρεις ο μακρύτερος! (από Dirty Talking, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αντρικός όρχις. Χρησιμοποιείται κυρίως στον πληθυντικό, τα παπάρια.

- Κώστα, μου δίνεις το αυτοκίνητό σου για το βράδυ.
- Τι το θες;
- Να, ήρθε ένας περίεργος σήμερα στο μαγαζί, και μου ζητούσε τις πινακίδες. Ρε φίλε, έχω που έχω ένα φιατάκι σαράβαλο, να μου πάρουν και τις πινακίδες... Αφού ρε φίλε εγώ έχω τρέλα με την οδήγηση, το ξέρεις.
- Και το δικό μου τι το θες;
- Να ρε, να πάω να το παρκάρω έξω απ' το μαγαζί, κι άμα έρθει αυτός ο τυπάς, να του δείξω τις δικές σου τις πινακίδες.
-Τα παπάρια μου πάρε ρε μαλάκα. Να με μπλέξεις και μένα στις μπαγαποντιές σου θες ρε; Ουστ!

Ο Ζουράρις θεωρητικολογεί (από HODJAS, 22/06/10)(από HardcoreGR, 16/01/12)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η γυναίκα, που όπως η Κάρε Ότις στην ταινία «Άγρια Ορχιδαία» κάνει τα αρχιδάκια του κάθε αρσενικού να παθαίνουν ταράκουλο από την υπερπαραγωγή σπερματοζωαρίων.

  2. Ο άνθρωπος που έχει μία ή περισσότερες από τις παρακάτω ιδιότητες σε άγριο βαθμό: αρχίδι, αρχιδόπουστας, αρχίδαμος, αρχιδολεβιές σπασαρχίδης ή και σλανγκαρχίδης-σλανγκαρχίδω.

Κάντε το τεστ του Vrastaman στο λήμμα σλανγκαρχίδης, ο - σλανγκαρχίδω, η κι αν έχετε 9 με 10 βαθμούς, τότε είστε άγρια (σλανγκ-)αρχιδαία, αγγλιστί: Wild Slang-orchid !

Άγρια Ορχιδαία & Αρχιδαία! (από Dirty Talking, 11/03/09)Άγρια Ορχιδαία απλώς. (από Dirty Talking, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό και ως πιο βρωμερό μέρος στο σώμα του άνδρα.

Πρόκειται για την περιοχή ανάμεσα στο πέος και τον πρωκτό και, ειδικά το καλοκαίρι, χρειάζεται ειδική περιποίηση με το σφουγγάρι στο μπάνιο.

Eντάξει ρε μλκ, δεν της είπα να με φιλήσει και στη συνδεσμολογία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τοποθέτηση των όρχεων στο στόμα άλλου ατόμου με παρατεταμένη διάρκεια ώστε να μουλιάσουν και να καθαρίσουν.

- Τι θα κάνεις μετά τη δουλειά;
- Θα πάω στο σπίτι της δικιάς μου. Θα την βάλω να μου κάνει και ένα αρχιδόλουτρο, για να με ξεκουράσει.

(από aias.ath, 15/12/09)Ορίστε! (από knasos, 15/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων κοχόνας - ή κοχόνια (πλήρης εξελληνισμός της κατάληξης). Τα κοχόνας (cojones) είναι οι όρχεις ισπανιστί. Ως εκ τούτου, η λέξη αποτελεί δάνειο από τα Ισπανικά και χρησιμοποιείται ευρέως στην καθομιλουμένη της χώρας μας τα τελευταία χρόνια, με τη σημασία «ορχειδάτος».

Πιθανότατα εισάχθηκε κατά την περίοδο των πρώτων 2-3 ετών της τρέχουσας δεκαετίας, όταν και η κουτσή Μαρία ενεγράφετο σε παρακολουθήσεις μαθημάτων της Ισπανικής, μήπως καταφέρει ποτέ να βιώσει το αρχιτεκτονικό θαύμα της Βαρκελώνης από τις αγκάλες κάποιου καλλιτέχνη τύπου Χαβιέ Μπαρτέμ. Κοινώς, απ' όταν τα Ισπανικά γίναν τρέντι.

  1. Σέντερ μπακ κοχονάτο.

  2. Ναυαγοσώστης με κοχόνια - κοχονάτος.

  3. Επιστήμων με κοχόνια και ουχί κοχόνια επιστήμων.

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

παπαροτούλι)

Η εσωτερική επένδυση του ανδρικού μαγιού (που μίσεψε) ή αθλητικού σορτσακίου, συνήθως καμωμένη από κάποιο συνθετικό πολυμερές και διάτρητο υλικό, προκειμένου να μην αιωρούνται ή να μην τσουγκρίζουν μεταξύ τους τα καμπανέλια, που όμως αποτελεί τον κύριο λόγο δημιουργίας τοπικών εκζεμάτων (μαζί με την απλυσσά)…

Αν το υλικό είναι καλύτερης ποιότητας (δηλ. στη σπάνια περίπτωση που δεν εισάγεται από κάποια μακρινή Λαϊκή Δημοκρατία), υποτίθεται ότι διευκολύνει την ομαλή εφίδρωση, ώστε να μην ζέχνουν τραγίλα τα αχνίζοντα γκογκόβια, π.χ. ιδίως μετά από ένα κοπιώδες μάτς ποδοσφαίρου το θέρος (εμένα μου λές;)

Εκ του ισπανικού ταυτοσήμου: Huevera (<huevo = αβγό, τομπολίνι).

Ρε συ τι περπατάς έτσι σαν καουμπόης; — Ναι ρε καλά σου λέει, τώρα ξεπέζεψες απ’ τη Ντόλη;
— Τους έφαγες όλους τους Ινδιάνους ρε;
Άει γαμηθείτε μαλάκες, όρεξη έχετε! Μ’ έκοψε το ρημάδι το λάστιχο της αρχιδιέρας…

Σκληρή αρχιδιέρα για μποξέρ (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 29/05/10)Κλαπαρχιδιέρα (από Stravon, 08/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified