Παιχνίδι του ταβλιού, όπου πλακώνεις τα πούλια, αντί να τα «τρως». Χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του σεξ, ειδικά του καβαλητού.
- Πού είναι ο Γιώργος και η Μαρία;
- Παίζουνε πλακωτό.
Παιχνίδι του ταβλιού, όπου πλακώνεις τα πούλια, αντί να τα «τρως». Χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του σεξ, ειδικά του καβαλητού.
- Πού είναι ο Γιώργος και η Μαρία;
- Παίζουνε πλακωτό.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αργκό των χαρτόμουτρων της δηλωτής. Είναι λίγο δύσκολη η περιγραφή. Χρησιμοποιείται όταν υπάρχουν 3 φύλλα κάτω και ο πρώτος μαζεύει ένα, ο δεύτερος ρίχνει, ο πρώτος ξαναμαζεύει, και συνεχίζεται έτσι, οπότε αυτός που συνέχεια ρίχνει και δεν μαζεύει δεν μπορεί να στεριώσει μπάζα.
Χρησιμοποιείται και εκτός παιχνιδιού φυσικά. Όποτε κάποιος τον παίρνει συνεχώς, όποτε οι ατυχίες διαδέχονται η μία την άλλη, η φράση «πίπα κώλο εμπλοκή» θα είναι εκεί για να ονομάσει ποιητικά την κατάσταση.
- Πάλι έχασες ρε;
- Άσε μας μωρέ με την κωλόμπα, 4 πόντους είχα στο χέρι και με πήγε πίπα κώλο εμπλοκή όλο το παιχνίδι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συνουσιάζομαι ως παθητικός /-ή ερώμενος /-η, συνήθως στις μορφές του κάθησε, του έκατσε. Η προέλευση της φράσης αφορά στο κάθημα επί του πέοντος, κυρίως στις στάσεις Cow-girl και Reverse Cow-girl, ενώ κατά προέκταση και στις υπόλοιπες στάσεις, ακόμη και σε αυτές που ο πέων διεισδύει αφ' υψηλού.
Η έμφαση είναι στην συναίνεση, στην κατάνευση του ερωμένου /-ης να ολοκληρωθεί η σχέση με σεξ, ως ευόδωση σχετικής προσπάθειας του ερώντος. Ενίοτε χρησιμοποιείται και υποτιμητικά για τον ερώμενο /-η.
Κατ' επέκταση, χρησιμοποιείται ευρύτατα για οποιαδήποτε ευόδωση οποιουδήποτε σκοπού. Λ.χ. σου κάθεται η πουτάνα η τύχη, ένα λαχείο, Τζόκερ, Λότο, αλλά και ένα γκολ, μια φάση, ένα μεταπτυχιακό, μια παρουσίαση. Χρησιμοποιείται τόσο πολύ που συχνά λησμονείται η σεξουαλική προέλευση της έκφρασης.
Βλ. και μου έκατσε, καθώς και τα κάτσε στην F-Laplace, κάτσε στο παπί μου, κάτσει-δε-κάτσει, ό,τι κάτσει και άλλα.
Got a better definition? Add it!
Η κύρια σημασία της λέξης είναι ο εγκλωβισμένος σε μετοχές. Αυτός που αγόρασε ψηλά. Αυτός που φορτώθηκε τα κωλόχαρτα. Ο δαρμενογαμημένος.
- Άσε, είμαι εγκλωβισμένος από το 1999 σε ένα πουτσόχαρτο της Σοφοκλέους... 10 χρόνια τρώω ξύλο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μπορεί στην σημερινή γλώσσα να σημαίνει ότι κάνω κάτι χωρίς συνέπειες, αλλά προήλθε από την τύχη κάποιου να την βάλει μέσα στον γυναίκειο πρωκτό και να την βγάλει καθαρή.
Βλ. και τη σκαπουλάρω.
- Τελικά πάλι καθαρή την έβγαλες...
- Νομίζεις... 5 μέρες κράτηση έφαγα...
Καλά μιλάμε χθες πήγα και γάμησα μια βρωμοκώλα και την έβγαλα καθαρή!
Got a better definition? Add it!
Συνοψίζοντας προκειμένου να μη λείπει αυτό καθαυτό το λήμμα απ’ τη συλλογή.
Α. Το πέος, κι όλα τα σχετικά αυτού, με συναφέστερο όλων την ψωλή (βλ και σχ. του HODJAS).
Εξού και τα:
«Τραβάω μια ξερή», που σημαίνει ό,τι και το «τραβάω μαλακία» κι όλα τα συναφή, (αναφορά, και εδώ).
«Έμεινε/τον άφησε με την ξερή στο χέρι», που σημαίνει πως πήγαινε για γαμήσι, αλλά κάτι πήγε στραβά (μπορεί να έφαγε χυλόπιτα αλλά όχι απαραίτητα) κι ο στόχος δεν επετεύχθη (μπορεί και στο παραπέντε). Και φυσικά, με πιο ευρεία έννοια, σημαίνει τη μεγάλη απροσδόκητη απογοήτευση / ξενέρα για ο,τιδήποτε.
Ακριβώς όμοιο με τα έμεινε με την ψωλή στο χέρι, έμεινε με τον πούτσο/ το πουλί /καυλί στο χέρι. Πολύ κοντά το: «Έμεινε / τον άφησε στα κρύα του λουτρού».
Β. Το γνωστότατο χαρτοπαίγνιο. Αναφορές γίνονται στα: ξερός σχ. panos1962, δεν κόβει ούτε με βαλέ, καμάντσο, χαρτωσιά, το δέκα το καλό σχ. acg, πατινή βλ. σχ.
Α.1. Βρε δενν πα να τραβήξεις μια ξερή να ξεθολώσεις λέω ‘γω, μπας και συγκεντρωθείς να τελειώσουμε καμιά δουλειά; Άντε, γιατί η αγαμία σ’ έχει χτυπήσει στο κεφάλι μου φαίνεται.
Α.2. «Κι εκεί που θα βάζαμε υπογραφές και το ‘χα για τελειωμένο, γκρεμίζεται το γαμημένο το χρηματιστήριο και ‘μείναν όλοι άνευροι κι εγώ με την ξερή στο χέρι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Με ήτα, όπως η «κληρωτίδα», κι όχι με έψιλον ιώτα, όπως η «κλειτορίδα».
Από αυτούς που έχουν εντοπίσει όλη την τύχη τους στην κληρωτίδα του Τζόκερ ή του Λόττο παλιότερα, και την αντιμετωπίζουν ως μια γυναικεία θεότητα, έτοιμοι να την βρίσουν σε κάθε αναποδιά, κατά το πουτάνα μπάλα, πουτάνα τράπουλα κ.τ.ό.
Το «κληρωτίδα» λέγεται ως ευφημισμός της σεξουαλικής πράξης, όταν δεν θέλουμε να μας καταλάβει κάποιος. Χαρακτηριστική έκφραση: «τα μπαλάκια του Τζόκερ στην κληρωτίδα / κλητωρίδα».
Ένα μόνο νούμερο ήθελα για το Τζακπότ κι αντί να βγάλει 36 έβγαλε 37 η κλητωρίδα!
Got a better definition? Add it!
Ρώσικη ρουλέτα είναι τρόπος μονομαχίας, κατά τον οποίο ο καθένας από τους αντιπάλους αυτοπυροβολείται στο κεφάλι με περίστροφο, του οποίου μία ή δύο μόνον από τις θαλάμες έχει σφαίρα.
Η έννοια κλειδί για τον επερχόμενο ορισμό είναι η ανάληψη ενός υψηλού ρίσκου που μπορεί να έχει άμεση επίδραση στη ζωή κάποιου.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση ορίζουμε ως ρώσικη ρουλέτα, τη σεξουαλική περίπτυξη, κατά την οποία ο άνδρας δε φορά κράνος. Αυτό μπορεί ενδεχομένως να οδηγήσει σε παρασημοφόρηση του τολμούντος. Στην περίπτωση αυτή ισχύει η ρήση:«Ο φορών κράνος νικά».
Αλλιώς ανοίγει η πόρτα μόλυνσης σε μολυσματικές ασθένειες με προεξάρχουσα το AIDS (σύνδρομο ανοσοποιητικής ανεπάρκειας).
Ως γνωστόν, η πιθανότητα παρασημοφόρησης μπορεί να επισπευσθεί στην περίπτωση που κάποιος έχει σεξουαλικές επαφές με αρκετούς σεξουαλικούς συντρόφους.
1.Με ή χωρίς προφυλακτικό; Το χωρίς είναι σαν να θέλεις να παίζεις ρώσικη ρουλέτα. Αν πάλι είσαι τόσο τολμηρός, εγώ το σέβομαι. Αλλά παίξε ρώσικη ρουλέτα με την πάρτη σου, μόνος σου, με κανονικό πιστόλι και όχι με τις ζωές των άλλων. Το πρόβλημα, ηλίθιε, δεν είναι ότι θα κολλήσεις εσύ, το πρόβλημα είναι ότι θα κολλήσεις και τους άλλους. Άλλο η αυτοκτονία και άλλο η μαζική δολοφονία.
Δες
Πέτρος Κωστόπουλος
3.τι να πω.. μου κάνει εντύπωση αυτή η εντελώς ανεύθυνη συμπεριφορά (μην παρεξηγηθείτε γιατί αλήθεια είναι) οχι του φρι ειδικότερα.. όλων σας γενικότερα που παίζετε ρώσικη ρουλέτα μέχρι να φάτε το κεφάλι σας κ να τρεχετε...
Δες
Got a better definition? Add it!
Ολοκληρωμένη η έκφραση έχει ως εξής: με άφησε νταντέλα ή είμαι νταντέλα, σε έκανα νταντέλα. Συνώνυμο του τους πήρα και τα σώβρακα, μας άφησαν άφραγκους, τίναξα την μπάγκα στην Καζαμπλάνκα, δεν έχω ούτε για ταξί, με ξεζούμισαν κ.λπ. Η λέξη προέρχεται από την δαντέλα, λόγω της περίτεχνης μπορντούρας και λόγω του ότι τα καλά εσώρουχα είναι δαντελένια.
Η έκφραση αναφέρεται συνήθως σε τρεις μεγάλους τομείς της ζωής. Τον τζόγο, τον έρωτα και το σεξ. Στους δύο πρώτους αφορά το οικονομικό, στον τρίτο την κατάσταση της κωλοτρυπίδας.
-Μεγάλη εμφάνιση ο δικός σου χθες.
-Τι έγινε, τους τάραξες;
-Πήρα όλο το τραπέζι. Μόνο ο Σάκης έμεινε στα λεφτά του. Οι άλλοι έφυγαν νταντέλα... Είχα πολύ ρέντα.
-Εκείνος ο ξάδελφος σου, τι απέγινε; Τι μούτρο κι αυτός! Αποφυλακίστηκε;
-Ναι, αφού του έκαναν τη σούφρα νταντέλα κάτι παλουκάρια...
-Κοίτα ρε που έμπλεξε πάλι ο Μπάμπης.
-Γάμησε τα. Και να πεις ότι δεν ήξερε, αλλά το το μουνί σέρνει καράβι.
-Θα πάθει και θα μάθει κι αυτός.
-Έτσι θα γίνει. Θα του φάει το Μαριζάκι ό,τι ακίνητο και κινητό διαθέτει και θα τον αφήσει νταντέλα, όπως τον πρώην της...
Got a better definition? Add it!
Σύμφωνα με το Μείζον Ελληνικό Λεξικό, η κυριολεκτική έννοια της λέξης αφορά την απάτη στην χαρτοπαιξία, καθώς και τα ερωτικά χάδια και τις χειρονομίες ενώ σύμφωνα πάντα με την ίδια πηγή, οι ρίζες της είναι πιθανά ρουμάνικες.
μία σύντομη αναζήτηση σε ελληνορουμανικό λεξικό ερμηνεύει τη λέξη balamut ως «ερωτοτροπώ», και αφού το ίδιο αποτέλεσμα δίνει και στην μετάφραση από ρουμάνικα σε αγγλικά, μάλλον ευσταθεί ο ορισμός της ερωτοτροπίας.
το έγκριτο «Λεξιλόγιον ελληνικών λέξεων παραγόμενων εκ της Τουρκικής Κωνσταντίνου Κουκκίδη Εταιρεία Θρακικών Μελετών» -Βραβείον Ακαδημίας Αθηνών (1954), η λέξη μπαλαμούτι αναφέρεται με την έννοια της απάτης στη χαρτοπαιξία.
Ίσως τελικά οι δύο λέξεις να είναι απλώς ηχητικά συγγενείς και οι δύο ορισμοί τους να προέρχονται από διαφορετική ρίζα.
- Τι έγινε, βρεθήκατε χθες τελικά με τη Λίτσα;
- Αν βρεθήκαμε λέει! Την έριξα και ένα μπαλαμούτι, άλλο πράγμα!
«χθες το βράδυ στο μπαρμούτι
μου τη σκάσαν μπαλαμούτι...»
(παλαιόν ρεμπέτικον άσμα υπό μουσικοσυνθέτη Π. Τούντα)
Got a better definition? Add it!