Further tags

Υπάρχουν δύο μεγάλες συνομοταξίες γουρνάρηδων, με διαφορετική ετυμολογική προέλευση:

1. Ο χοιροβοσκός. Η ορθή προφορά είναι γουρνάρς.

Εκ του γουρουνιού (< αρχ. γρώνα, η γουρούνα).

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναρωτηθούμε που πήγε η δεύτερη συλλαβή ου, οέο. Εξερευνώντας την επαρχία μας θα διαπιστώσετε ότι πάμπολλες ταβέρνες δελεάζουν τους περιηγητές με μια μαγική επιγραφή: γουρουνόπουλο σούβλας. Φτάνοντας όμως στην Πελοπόννησο, και προχωρώντας νότια προς Αρκαδία και Μεσσηνία, οι πιο οξυδερκείς καλοφαγάδες θα παρατηρήσουν μια ειδοποιό διαφορά που θα διεγείρει τους σιελογόνους αδένες τους: στις πινακίδες των ταβερνείων το γουρουνόπουλο μεταλλάσσεται σε γουρνοπούλα.

Εγκαταλείπεται δηλαδή η πλεονάζουσα συλλαβή ου και πέφτουμε πάραυτα στο ψητό.

Με την ίδια λοιπόν αφαιρετική λογική ο γουρουνιάρης χοιροβοσκός γίνεται γουρνάρης. Ο έχων την ετυμολογία του χοίρου γουρνάρης έχει, εκ του προχείρου, δύο σλανγκικές εφαρμογές:

α) Ο μηχανόβιος aficionado της γνωστής γουρούνας.

β) Έτσι ακοκαλείται, με βουκολική διάθεση, οποιαδήποτε μορφής ανθρώπινο γουρούνι: - Όργανα της τάξης - Σοβινιστής φαλλοκράτης (ήτοι οιοσδήποτε άνδρας δεν το σφίγγει το μπουλόνι) - Ακατάστατος και εν γένει λιγδιάρης (γράφε, μη μητροφυλόφιλος).

2. Παραδοσιακό παιχνίδι του παρελθόντος

Εκ της γούρνας (< αρχ. γρώνη, η κοιλότητα) του οποίου οι κανόνες μπορείτε να διαβάσετε εδώ, αρκεί να σντικαταστήσετε ως συνήθως το ερωτηματικό.

Γουρνάρης, the pig farmer:

Ο μόνος που δεν ψήφισε ακόμη είναι ο Τζίμος ο γουρνάρης. Βλέποντας ότι η ψήφος του είναι καθοριστική τρέχουν να τον παρακαλέσουν να διαλέξει την μία ή την άλλη παράταξη. Ο Τζίμος ανένδοτος δεν αποδέχεται τις προτάσεις αλλά τους εκβιάζει λέγοντας να ψηφίσουν αυτόν για πρόεδρο. (Από τοπική εφημερίδα της Ημαθίας)

Γουρνάρης, the male chauvinist pig

Λίλιαν: Είσαι ένας αισχρός άθλιος γουρνάρης!
Πέρι: Γουρνάρης, χρου;;;

Γουρνάρης, the game:

Για μπάλα είχαν το σκλεπατάρι,
πηδούσαν σαν καλλικατζάροι,
στη γούρνα έπρεπε ν’ αράξει
ο γουρνάρης για ν’ αλλάξει.
(Από λαογραφική ιστιοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του τα ζώα μου αργά σε πιο βλάχικη έκδοση.

Ρε Στράτο, αργά τα ζα είσαι, θες μία ώρα να αλλάξεις ένα λάστιχο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομαδικός εναγκαλισμός νεοκεκαρμένου συμμαθητού.

Χαριτωμένη δραστηριότητα παρελθουσών δεκαετιών όπου ο ανθός της ελληνικής κοινωνίας απεφόρτιζε την επιθετικότητα του στους σβέρκους των πλησίον του και ουχί στην δημόσια και ιδιωτική περιουσία.

Πάνε πια αυτά!

- Ο Βασίλης κουρεύτηκε!
- Μπούγιοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοο!
- Ααααααααα
- Ζεις αιώνια κι΄ανασαίνεις, όταν λες μολών λαβέ!
(Οιμωγές)

Βλ. και σχετικά λήμματα φατούρο και σύννεφο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο με το σαλαμάκι - το *σκονάκι *είναι η Σαλονικιά βερσιόν.

Κάποια εποχή, προσφιλής ενασχόληση της μαθητιώσας νεολαίας της προεφηβικής ηλικίας - βασικά, των αγοριών - στα διαλείμματα, μετά το σχόλασμα κλπ. Όπως ακριβώς λέει ο Vrastaman πρόκειται για ξώφαλτση σφαλιάρα στον κώλο ανυποψίαστου συμμαθητού με την ανάστροφη του χεριού και με φορά από πάνω προς τα κάτω, είτε κατακόρυφα είτε λίγο λοξά. Για να πετύχει το σκονάκι - δηλαδή, να τσούξει - είχε καίρια σημασία το χέρι να τιναχτεί και ίσα ισα νάρθει σε επαφή με τον στόχο, είτε με τα νύχια είτε ελάχιστα με τις αρθρώσεις των δαχτύλων. Βοηθούσε και αν το παντελόνι του θύματος ήταν από ύφασμα λεπτό.

Η προέλευση του όρου είναι ασαφής αλλά ίσως να παραπέμπει στην κίνηση με την οποίαν τινάζουμε λίγη σκόνη που έχει κάτσει επάνω μας.

Τα σκονάκια, τεκμηριωμένα, έπαιρναν κι έδιναν στα σχολεία της Θεσσαλονίκης από τις αρχές της δεκαετίας του '60 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '80 - ίσως το εύρος της περιόδου να είναι λίγο μεγαλύτερο, αν κάποιος ξέρει κάτι ας το καταθέσει. Η συγκεκριμένη πλακίτσα ατόνησε βαθμιαία για έναν λόγο πολύ πεζό και προφανή: την διάδοση του τζην παντελονιού. Ειδικά σε κάτι καραβόπανα τυπου Lee και Wrangler το σκονάκι δεν έπιανε με τίποτε κι αντί να τσούξει το κωλαράκι πονούσε το χεράκι.

- Όχι, ρε μαλάκα ... τι κωλαράκι έχει ο Άγης, ρε παιδάκι μου ... τουρλωτό. τροφαντό ... δεν αντέχω, πάω να του ρίξω σκονάκι ...
- Ανδρέα, είσαι σαράντα χρονών με διδακτορικό και δυο παιδιά ... το δεύτερο από τα οποία σε ένα λεπτό ο Άγης θα βάλει στην κολυμπήθρα ... σκονάκι στην εκκλησία, σε ώρα βάφτισης. δεν παίζει ... σύνελθε, Αντρέα ... Αντρέα, είπα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του «καημένη» σε διάφορες ντοπιολαλιές , συμπεριλαμβανομένης της κερκυραϊκής.

Σλανγκικά, συχνά χρησιμοποιείται με αναφορά στο πέος, όπως και το Ελένη.

  1. Καλό το America, μα πιο γλυκό το Corfu..

Κέρκυρά μου αγαπημένη κι' απ' τον Agio ευλογημένη, σ' έχω χάσει, μου' χεις λείψει, τι να κάμω η τσαμένη;

Μα τι σκέδιο τώρα να' ρθω, που δουλεύω στο Manhattan, άμα μ' άφηνε το boss μου οπωπώ καλά που θα' ταν!

Πάνε χρόνια, παν ζαμάνια που ειμάστενε αλάνια, τώρα projects κι' όλο meetings και για break lunch λαζάνια..

(Μέτοικο παράπονο από forum)

  1. - Μπρε την τσαμένη!
    - Ποια τσαμένη;
    - Την πούτσα μου την καυλωμένη!

(Kλασσική στιχομυθία)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγωγο του ρ. μουνουχάω, αναφέρεται στο ευνουχισμένο νεαρό κριάρι, που αποτελεί εκλεκτό μεζέ.

Σε πολλά χωριά, ο ευνουχισμός του αρσενικού ζώου εφαρμόζεται με στόχο τον έλεγχο των ορμονών, οι οποίες ως γνωστόν, προσδίδουν έντονη και δυνατή γεύση - μυρωδιά στα αρσενικά σφαχτάρια. Το μουνούχι, ευνουχισθέν γαρ, έχει σφιχτό κρέας αλλά λιγότερο έντονη γεύση και μυρωδιά, κοινώς γνωστή και ως βαρβατίλα.

Απόσπασμα από blog:
Παραμονή τ’ Αι Λιά στη Σαρακινάδα και το μουνούχι που ξεκοκαλίσαμε εξαιρετικό. Εορτάζων και Αμφιτρύων, ο Λιας Τσαμάκος και το σφαχτάρι, από τη στάνη του Κώστα Μερκούρη. Στο μαγείρεμα όμως, απ’ ότι έμαθα, έβαλε το χεράκι του, ο Σωτήρης ο Νικολόπουλος και σκέφτομαι σοβαρά, να τον προτείνω για αρχισέφ, σε γνωστή χασαποταβέρνα. Όλα εξαιρετικά, και του χρόνου πατριώτη, μόνο που θα ξανάρθω, με αυτοκίνητο που θα έχει μουσική, γιατί η χορωδία που είχε στο πίσω κάθισμα ο αντιδήμαρχος, παραήταν φάλτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μύθος λέει ότι στο χωριό Τζώρι, κάπου στα βάθη της νότιας Πελοποννήσου, οι περισσότεροι χωριανοί, οι Τζωραίοι, ήντουσαν σταφιδοπαραγωγοί. Η σταφίδα, τώρα, ήταν άτιμο πράμα. Αν, όσο είχες σταφίδα απλωμένη, έκανε καλοσύνη και λιακάδα, όλα μέλι γάλα. Αν έβρεχε... τρέχα να τη μαζέψεις, και πάει η παραγωγή, και κλαυθμός και οδυρμός και τριγμός οδόντων.

Οι Τζωραίοι λοιπόν, τις χρονιές που τύχαινε να βρέξει, κακομοίριαζαν. Αν τους ρώταγε κανείς από πού κατάγονται, παίρναν ένα περίλυπο ύφος, και βαριαναστενάζαν: «Ααααπό το κατακαημένο Τζώρι.» Γιατί δεν είχαν να φάνε οι άνθρωποι.

Τις χρονιές, όμως, που έκανε καλό καιρό, οι Τζωραίοι, κύριοι! Κι αν τους ρώταγε κανείς από πού κατάγονται, κορδώνονταν και φωνάζανε ν' ακούσει όλος ο κόσμος: «Απ' το Τζώρ' Τζώρ' Τζώρι!» Γιατί είχανε βγάλει σταφίδα πολλή και κονομάγανε καλά και ήταν περήφανοι - αίφνης - για το χωριό τους.

Απ' αυτή την ιστορία - αλήθεια, ψέματα, γύρευε - επικράτησε ο χαρακτηρισμός «Τζωραίος» για κάποιον που χαίρεται και καμαρώνει για μια πρόσκαιρη, οικονομική συνήθως, καλή τύχη. Φερ' ειπείν, τη μέρα που του καταβάλλεται ο μισθός. Κατ' επέκταση, Τζώρας ή Τζωραίος λέγεται και όποιος πληρώνεται γενικώς (ασχέτως αν καμαρώνει) ή όποιος καμαρώνει γενικώς (ασχέτως αν πληρώνεται).

Όσο για την ομοιοκαταληξία του Τζωραίου με τον σσσωραίο, ο μόνος λόγος που δεν την έχουμε εκμεταλλευτεί για ένα (ακόμα!) συνώνυμο του ωραίου - σωραίου - Ζαγοραίου, είναι ότι η πρώτη έκφραση είναι τοπική, αγροτική και άλλης δεκαετίας, ενώ η δεύτερη - καμία σχέση.

  1. - Η μάνα σου είναι Τζωραία σήμερα. Πληρώθηκε και πήγε για ψώνια. Να την έβλεπες, μες στην τρελή χαρά ήτανε.
    - Άντε να δούμε πόσο θα κρατήσει η χαρά αυτό το μήνα...

  2. - Τον έκοψεςτον Παντελή; Γέννησε η γυναίκα του και καμαρώνει σα γύφτικο σκεπάρνι. Τζώρας!

  3. - Σου μπήκε ο μισθός;
    - Μου μπήκε που να μη μου έμπαινε, με τα ψίχουλα που μας δίνουν, γαμώ το ξεσταύρι μου.
    - Εμ Τζωραίος είσαι, εμ παραπονιέσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κλασικό όνομα Βλάχας στις κλασικές ταινίες, είτε είναι υπηρέτρια σε αστικό σπίτι, είτε πρωταγωνίστρια βουκωλικού πηδυλλίου.

Παγώνα μ', τήτοιου πράμας δην τού 'χαμη ματαξαναπάθει!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω τσαντίλα σημαίνει πως συφιλιάζομαι, τα παίρνω στην κράνα (γκρρρ..), έχω εκνευριστεί τα μάλα, έχω μεγάλη τσαντίλα. Τούρκικη λέξη που στα ελληνικά σημαίνει την μεγάλη οργή, τον μεγάλο θυμό κάποιου.

Τσαντίλα λέμε και το είδος εκείνο του υφάσματος που χρησιμοποιούμε για να φιλτράρουμε το γάλα από ξένα σώματα. Το τουλουπάνι όπως το λένε αλλιώς. Η τσαντίλα, το τουλουπάνι έχει έναν μεγάλο εχθρό. Την γιδότριχα. Αυτή η ρημάδα η γιδότριχα είναι που έδωσε στο ύφασμα το όνομα τσαντίλα επειδή όσες φορές και να φιλτράρεις το γάλα, όσες τσαντίλες και να το περάσεις αυτή η καταραμένη η γιδότριχα θα βρει τρόπο να περάσει.

Τα καταστήματα που πωλούν τσάντες, έχουν εξ ορισμού τσαντίλα η οποία μεγαλώνει σε περιόδους οικονομικής ύφεσης και τσαντίλες αν απασχολούν πέραν του ενός υπαλλήλους.

Οι νήσοι Αντίλλες δεν έχουν σχέση με τα παραπάνω...

Δε μου φτάναν οι άλλοι, ήρθες και συ να με τσαντίσεις..

playing god (από pavleas, 21/02/09) Νευράκια, νευράκια;;; (από Galadriel, 21/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά:
κατιμάς ο (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :τουρκ.λ. katma = συμπληρωματικός] μικρό κομμάτι κρέας κατώτερης ποιότητας που προσθέτει ο κρεοπώλης στο ζύγισμα του καλού, για να καταναλωθεί κι αυτό. Αλλιώς κατμάς.

Μεταφορικά και σλαγκικά: Ό,τι μας περίσσεψε, με όλες τις εκφάνσεις της φράσης. Κάτι που σου πασάρουν υπούλως (σαν τον χασάπη ανωτέρω) ή επιλέγεις εξ ανάγκης (επειδή δεν έμεινε τίποτα καλύτερο, ή δεν σε παίρνει να ψωνίσεις καλύτερη ποιότητα λόγω τιμής). Κανείς δεν είπε ότι ο κατιμάς δεν τρώγεται - απλά είναι υποτιμημένος. Συχνά αναφέρεται σε ερωτικούς συντρόφους (Παραδείγματα 1, 2) ή σε παίκτες για διάφορα αγωνίσματα (Παράδειγμα 3).

Στον ερωτικό τομέα, η επιλογή του κατιμά λόγω ανάγκης, δεν αποτελεί απαραίτητα απόδειξη ότι κάποιος είναι σαβουρογάμης / σαβουρογάμα. Ίσα ίσα αποτελεί ένδειξη ότι το υποκείμενο είναι ευέλικτο και έχει αντιληφθεί ότι, λόγω νομοτελειακών καταστάσεων όπως η φυσική επιλογή, όποιο είδος δεν προσαρμόζεται στις συνθήκες είναι καταδικασμένο να εκλείψει.

Ο λαός είναι σοφός και το να ακολουθεί κανείς τις λαϊκές ρήσεις είναι σοφία. Στην περίπτωση επιλογής του κατιμά ακολουθείται το ρητό «Στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι».

Το υποκείμενο, για να αποφύγει τις συνέπειες των επιλογών του και την κοινωνική κατακραυγή μπορεί να ισχυριστεί ότι διετέλεσε μια εξυπηρέτηση, οπότε τελικά από δακτυλοδεικτούμενος με την κακή έννοια, γίνεται ήρωας.

Σχετικά λήμματα (μη εξαντλητική λίστα): σαβούρα, πατσαβούρα, πλέμπα, διπλοσάκουλο, τελειωμένος, γαμίκος κ.λπ.

Δεν πρέπει να συγχέεται με έννοιες όπως: Καπαμάς (φαγητό από κρέας με λάχανα), καπλαμάς (επικάλυμμα), κάτι μας... (-συνέβη, -βρήκε, -έτυχε κλπ ρήματα).

Παράδειγμα 1
- Καλά μωρέ Κατερίνα, είναι δυνατόν, πήγες με τον κουασιμόδα, τον τελειωμένοπου τα χει ρίξει σε όλες μας και έφαγε από όλες τον χυλό;
- Σοφία, δείξε σοφία κι άσε την κριτική. Αφού το ξέρεις, τα μισά καλά παιδιά είναι πιασμένα από πουτάνες και τρελές και τα μισά από τα υπόλοιπα είναι λούγκρες. Έκανα και 'γω τον συμβιβασμό μου με τον κατιμά, μέχρι να 'ρθει ο πρίγκιπας.
- Τον έβαλες να φοράει κολάν και καβάλα σε κανα άλογο για να σου 'ρθει η όρεξη;
- Ήπια πριν όλο το Βόσπορο και μετά περιορίστηκα στην ανάποδη καβαλαρία και στο πισωκολλητό. - Τι να σου πω ρε φιλενάδα, άντε και εις ανώτερα.

Παράδειγμα 2
- Γάμησες;
- Γάμησα...
- Λέγε ρε.
- Άσε.
- Λέγε λέμε! Ποια;
- Την Ποπάρα...
- Ε, όχι ρε πούστη εκεί ξέπεσες, στον κατιμά; - Μια εξυπηρέτηση ρε φίλε...
- Είσαι ήρωας κολλητέ, θα πας στον παράδεισο...

Παράδειγμα 3
Ο κατιμάς στον πάγκο, εκτός από τον Βάγγο. (από εδώ)

(από pavleas, 22/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified