(Πάτρα)

ξεβαφτίζω: μπινελικώνω κάποιον σε τέτοιο βαθμό (συνήθως εμπλέκοντας θεία πρόσωπα σε άσεμνες στάσεις), που δεν μένει πια τίποτε ιερό πάνω του (βλ. χέζω/«λούζω» πατόκορφα)

ξεβαφτίζομαι: μπαινοβγαίνω συχνά στο νερό (θάλασσα ή μπανιέρα).

Καίτοι οι πατρινοί τυγχάνουν ιδιαίτερα θρήσκοι (και θρησκόληπτοι), παρατηρείται το οξύμωρο, η λαϊκή δοξασία να θεωρεί εξαιρετικά επιφανειακό και πρόσκαιρο το εξ απαλών ονύχων «επίχρισμα» της βαπτίσεως, ώστε να αποκολλάται ευχερέστατα, συνεπεία ύβρεως ή ύδατος, αντιστοίχως.

  1. - Μήτσε, πήρε ο προμηθευτής και είπε δε θα’ ρθει σήμερα, του ’τυχε δουλειά λέει. Άμα είναι αύριο πρωί-πρωί.
    - Αύριο; Τί μαλακίες είν’ αυτές; Και τί θα κάνω εγώ σήμερα που δε μου’ χει μείνει στόκ; Για βρες μου το τηλέφωνό του, ναν τονε ξεβαφτίσω, να σου πώ εγώ...

  2. - Μάααακηηηη! Πιπίιιιιτσαααα! Βγείτε επιτέλους απ’ τη θάλασσα βρωμόπαιδα, που ’χετε μελανιάσει και τρέμετε σα ζαγάρια! Ξεβαφτιστήκατε πιά!
    - Μάλιστα μητέρα.

  3. - Επρόπερσυ το καλοκαίρι με τους καύσωνες, που ’χε χτυπήσει σαρανταπεντάρια, έκανα ίσαμε 5-6 ντούς τη μέρα!
    - Είσαι κι εσύ των άκρων, βρε παιδί μου. Ή που θα ξεβαφτίζεσαι ή καθόλου;
    - Δεν το πήρα;! Εγώ κάνω κάθε μέρα μπάνιο.
    - Ε, τότε ν’ αλλάζεις το νερό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δύο μεγάλες συνομοταξίες γουρνάρηδων, με διαφορετική ετυμολογική προέλευση:

1. Ο χοιροβοσκός. Η ορθή προφορά είναι γουρνάρς.

Εκ του γουρουνιού (< αρχ. γρώνα, η γουρούνα).

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναρωτηθούμε που πήγε η δεύτερη συλλαβή ου, οέο. Εξερευνώντας την επαρχία μας θα διαπιστώσετε ότι πάμπολλες ταβέρνες δελεάζουν τους περιηγητές με μια μαγική επιγραφή: γουρουνόπουλο σούβλας. Φτάνοντας όμως στην Πελοπόννησο, και προχωρώντας νότια προς Αρκαδία και Μεσσηνία, οι πιο οξυδερκείς καλοφαγάδες θα παρατηρήσουν μια ειδοποιό διαφορά που θα διεγείρει τους σιελογόνους αδένες τους: στις πινακίδες των ταβερνείων το γουρουνόπουλο μεταλλάσσεται σε γουρνοπούλα.

Εγκαταλείπεται δηλαδή η πλεονάζουσα συλλαβή ου και πέφτουμε πάραυτα στο ψητό.

Με την ίδια λοιπόν αφαιρετική λογική ο γουρουνιάρης χοιροβοσκός γίνεται γουρνάρης. Ο έχων την ετυμολογία του χοίρου γουρνάρης έχει, εκ του προχείρου, δύο σλανγκικές εφαρμογές:

α) Ο μηχανόβιος aficionado της γνωστής γουρούνας.

β) Έτσι ακοκαλείται, με βουκολική διάθεση, οποιαδήποτε μορφής ανθρώπινο γουρούνι: - Όργανα της τάξης - Σοβινιστής φαλλοκράτης (ήτοι οιοσδήποτε άνδρας δεν το σφίγγει το μπουλόνι) - Ακατάστατος και εν γένει λιγδιάρης (γράφε, μη μητροφυλόφιλος).

2. Παραδοσιακό παιχνίδι του παρελθόντος

Εκ της γούρνας (< αρχ. γρώνη, η κοιλότητα) του οποίου οι κανόνες μπορείτε να διαβάσετε εδώ, αρκεί να σντικαταστήσετε ως συνήθως το ερωτηματικό.

Γουρνάρης, the pig farmer:

Ο μόνος που δεν ψήφισε ακόμη είναι ο Τζίμος ο γουρνάρης. Βλέποντας ότι η ψήφος του είναι καθοριστική τρέχουν να τον παρακαλέσουν να διαλέξει την μία ή την άλλη παράταξη. Ο Τζίμος ανένδοτος δεν αποδέχεται τις προτάσεις αλλά τους εκβιάζει λέγοντας να ψηφίσουν αυτόν για πρόεδρο. (Από τοπική εφημερίδα της Ημαθίας)

Γουρνάρης, the male chauvinist pig

Λίλιαν: Είσαι ένας αισχρός άθλιος γουρνάρης!
Πέρι: Γουρνάρης, χρου;;;

Γουρνάρης, the game:

Για μπάλα είχαν το σκλεπατάρι,
πηδούσαν σαν καλλικατζάροι,
στη γούρνα έπρεπε ν’ αράξει
ο γουρνάρης για ν’ αλλάξει.
(Από λαογραφική ιστιοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κούνια στα ποντιακά.

Επίσης (και για ευνοήτους λόγους) και η γυναίκα που κουνιέται πολύ όταν περπατάει, η κουνιότα (ανεξαρτήτως πάχους).

Κατ' επέκταση και κατά Χάρρυ Κλυν, η κουνίστρα, η κουδουνίστρα και για να μην το κουράζουμε, ο πούστης σε οποιαδήποτε από τις 268 καταγεγραμμένες από τον συνάδελφο Χανκ βερσιόν.

Πάει εξαιρετικά με το «μωρή», περίπου όσο το κατούρημα με το κλάσιμο.

Ασσίστ: ..., άντε καλά και λίγο ο ΡΤΠ;)

- Πού χάθηκες βρε παλιόπαιδο; Έτσι κάνει ο κόσμος; Μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε... Γιατί δεν περνάς από το σπίτι το βράδυ να πιούμε τίποτε, να την πέσουμε, να ρίξουμε καμιά βουτιά στην πισίνα...
- Ίσα μωρή λαϊστέρα που μου θες και βραδυνό μπάνιο στην πισίνα! Λουγκρητία! Σιγά μη μαγειρέψεις κι ένα καλό γεύμα.
- Καλά ντε... Άμα είναι ξεκωλιάρης ο άνθρωπος...

Και το βιδεο - δοκουμενδο (από acg, 16/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στην Ιθάκη και προέρχεται από το «Δίαβολε, να μπεις μέσα του». Αντίστοιχο με το άντε γαμήσου, αλλά πιο ήπιο.

-Με τρόμαξες, ωρέ διαλέμπαμεσασου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δαυλός στον κώλο σου: Σκληρή, Δυτικοκρητική απ' όσο ξέρω, βρισιά, η χρήση της οποίας κινείται μεταξύ του «άντε γαμήσου» και του «φωτιά στα μπατζάκια σου», κάτι δηλαδή σε φάση «κάνεις μαλακίες και «τώρα άντε γαμήσου, τράβα κουπί σκλάβε στη γαλέρα».

Τώρα μπορείτε να φανταστείτε πόσο αστείο φάνηκε στη λεβεντογέννα το περιοδικό «Δαυλός» κρεμασμένο στα περίπτερα.

- Έλα ρε Κώστα, θα 'ρθείς να πεις δυο λογάκια στην Τιτίκα γιατί τα 'χω κάνει μπουρδέλο εδώ πέρα...
- Τι λέει;
- Έλα ρε συ να βοηθήσεις την κατάσταση γιατί...
- Δαυλός στο γκώλο σου ρε μαλάκα, που θες και να 'ρθω, μαλάκα, που έβαζες τσίτες για μένα στη Λιλίκα τόσο καιρό και τώρα μου τηλεφωνείς ρε ρουφιάνε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απλό παιδικό παιχνιδάκι που αποτελείται από μια φτερωτή στηριγμένη σ' ένα ξυλάκι - περιστρέφεται με τον αέρα ή μ' ένα ελαφρύ φύσημα. (Παρ. 1)

Επίσης, η φτερωτή του πισιού - το fan. (Παρ. 2)

Βορειοελλαδίτικη λέξη. Στη Νότια Ελλάδα το φουρφούρι λέγεται μύλος, ανεμόμυλος ή ανεμιστήρας. (Παρ. 3)

Βορειοελλαδίτικη ακραιφνώς και η έκφραση θα σε κάνω φουρφούρι. Απειλή ή και υπόσχεση με σφιγμένα δόντια - σημαίνει θα σου ξηγηθώ αλμυρό φυστίκι και θα φας τέτοια ήττα που θα χάσεις τη μπάλα και θα βολοδέρνεις από δω κι από 'κει σαν το φουρφούρι στον άνεμο. (Παρ. 4) Κατά μία πιο ακραία εκδοχή, θα σου ρίξω τέτοιο γαμήσι απ' όλες τις τρύπες που θα μπάζεις αέρα. (Παρ. 5)

Μια ενδιαφέρουσα ετυμολογία που έχει προταθεί εδώ λέει ότι το φουρφούρι προέρχεται από το λατινικό furfur, γεν. furfuris που σημαίνει πίτουρο. Στη Δυτική Μακεδονία, φουρφούρια λένε τα ξερά, λεπτά χόρτα που μοιάζουν με πίτουρα και χρησιμοποιούνται για προσάναμμα. Έχουνε δε και την έκφραση «η πίτα έγινε φουρφούρι» που σημαίνει ότι η πίτα ψήθηκε τόσο καλά που το πάνω φύλλο έγινε λεπτό και τραγανιστό και θρυμματίζεται σαν ξερό χόρτο.

  1. Στο εργαστήρι « Μύλος είναι και γυρίζει…» φτιάξαμε το παραδοσιακό παιχνίδι, τον μύλο (το φουρφούρι), και αφού φυσήξαμε δυνατά το παιχνίδι άρχισε!!! (από flickr.com)

  2. Το να χάνω ώρες από τη δουλιά μου γιατί στα καλά καθούμενα πέταξε ένα kernel panic επειδή ο USB controller είναι προβληματικός, είναι κόστος. Το να μου παίρνει τα αυτιά το φουρφούρι που προσπαθεί να ψύξει στις πλήρεις στροφές του, γιατί δεν υποστηρίζει throttling, είναι κόστος. (από http://www.thesmac.gr)

  3. (Από το γκρουπ του φατσοβιβλίου EIMASTE ATHINAIOI (MENOYME ATTIKH) KAI DEN TROME BOUGATSES)

Δεν λες τον ανεμιστήρα ''φουρφούρι'' .(Βy John Chondrogiannis). ΟΤΙ ΝΑ ΝΑΙ ΕΝΤΕΛΩΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣ ΟΜΩΣ..

  1. Σε βγάζει ο αλλος μονο με Μαϊστόροβιτς και αντι να μπεις μέσα να τον κάνεις φουρφούρι μου κάθεσαι και περιμένεις να βγάλεις χαμένη πάσα στον Ρεγκέιρο; ... (από www.metropolisradio.gr)

  2. (από συζήτηση σε φόρουμ στο http://www.giapraki.com)

    -Δηλαδή, αν «τιμωρηθεί» ο ηλεκτρολόγος, δεν θα ξανα-υπάρξει πρόβλημα; Δυστυχώς, δεν είναι το θέμα να βρεθεί ένα εξιλαστήριο θύμα για να ησυχάσουμε εμείς οι υπόλοιποι ...
    - Και πότε θα ησυχάσετε εσείς οι υπόλοιποι zante ; Όταν αλλάξει όλη η λειτουργία του Στρατού ; Μήπως όταν καταργηθεί η στρατιωτική θητεία;
    - Να ξαναγίνει 30 μήνες να γίνει ο κώλος σας φουρφούρι ... ντακότες......

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κεφαλλονίτικη έκφραση. Εννοείται ο Άι Γεράσιμος. Προφέρεται «γαμώ τονάι μου».

  1. Κόπηκα γαμώ τονάι μου.

  2. Πού χάθηκες γαμώ τονάι σου;

κλπ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός που αφορά εταίρους στην Ευρωπαϊκή Ένωση που έπαψαν να είναι κουτόφραγκοι και να τρώνε βελανίδια ενώ εμείς τρώμε κοκορέτσια.

- Πήγα να πάρω δάνειο για εκείνο το εξοχικό στα Σέκλανα και δεν με δώσαν οι μαλάκες
- Ε καλά σε κάναν ρε ψηλέ, τι δάνειο και συ, αφού δεν πάνε καλά τα δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας.
- Ναι έχουν θυμώσει οι Ευρω-πέοι, αντί να μας δώσουν δάνειο θέλουν να μας κόψουν και το δώρο, τα μουνιά της λάσπης.

(από kapetank, 23/02/10)(από kapetank, 23/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατρινή βρισιά, αγνώστου (σε εμένα) προελεύσεως. Αν δεν ακούσει κανείς τον Ηλία το μάστορα (τον μοκετά) να την εκστομίζει, δεν μπορεί να κατανοήσει το νόημά της...

(Ηλίας): Ρε πού στο διάολο θα τρέχουμε Αγιοβασίλη βραδιάτικα να βάλουμε μοκέτες, γαμώ το μουνί της οικογένειάς του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που με το κουτσομπολιό διαβάλλει, βάζει φιτίλια, παροτρύνει ύπουλα κάποιον εναντίον κάποιου άλλου.

Η Κατίνα κοινώς, αλλά με επιπλέον προτερήματα... να συκοφαντεί, να διαλύει ζευγάρια και φιλίες. Το σούχλιμα σημαίνει στην ουσία όταν μια μαγείρισσα καίει (χαλάει) το φαγητό (εις την Κρητική διάλεκτο).

Σάκης , μπαίνει στο σπίτι και βλέπει την κυρα κατινα να κάθεται με τη γυναίκα του,η οποία κατινα εχει θάψει καμιά δεκαριά... συγγενείς και φίλους του σακη,ο σακης φορτώνει ,και λεει:Ρε γυναίκα τι κάθεσαι κι ακούς αυτή τη σουχλιστρα,δε σου πα να μην ξαναπατήσει στο σπίτι μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified