Further tags

Εκ του «ψωλή» και «βροντώ», απαντάται και στην ευγενικότερη μορφή «ψιλοβροντώ». Σημαίνει μαλακίζομαι, κυρίως χρησιμοποιείται μεταφορικώς. Ακούγεται κυρίως στο νότιο Αιγαίο περισσότερο στα Δωδεκάνησα.

- Την τελείωσες την εργασία για το εργαστήριο ηλεκτρονικής Αναξίμανδρε;
- Τώρα όπου νά 'ναι θα την αρχίσω, αύριο δεν πρέπει να την παραδώσουμε; Έχω χρόνο.
- Καλά ρε παιδί μου, πέντε μέρες στο λέω κι εσύ ψωλοβροντάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  • [i]Ψωλή μου που 'σουν όμορφη κι' ήφτανες στο φεγγάρι και 'δα θωρώ τ'αρχίδια σου κ' ήκαμες μαξιλάρι.[/i]
  • [i]Ψωλή μου που 'σουν όμορφη και 'ποκαμάρωνα σε και 'δα στην τρύπα του μουνιού θωρώ σε και κοιμάσαι.[/i]
  • [i]Ψωλή μου που 'κανες τσαντίρι το σεντόνι και 'δα που σε χρειάζομαι σε πήραν οι δαιμόνοι.

[/i] Κρητικές χαρακτηριστικότατες μαντινάδες που αφιερώνονται σε όσους έχουν παροπλίσει το πέος τους και δεν μπορούν να εκτελέσουν τα σεξουαλικά τους καθήκοντα.

Δεν χρειάζεται, οι μαντινάδες μιλάνε από μόνες τους.

(από kounelos66, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ψάχνω κάποιον:

Τσιγκλάω, πειράζω, ψαρεύω κάποιον, ρίχνω άδεια για να πιάσω γεμάτα αλλά χωρίς ιδιαίτερη ατζέντα, για το χαβαλέ και το μουχαμπέτι. Χαριεντίζομαι πετώντας σπόντες και σχόλια. Ενίοτε πιλατεύω κάποιον με τις ερωτήσεις και την αδιακρισία μου.

Ακουσμένο από Ναουσαίο (στην Νάουσα λέγεται πολύ, απ' ό,τι μου είπε) αλλά και από άγνωστο περαστικό στην Αθήνα, μάλλον Αθηναίο.

Πρβλ. με άλλες σημασίες: ψαγμένος, ψαγμενιά, ψάχνομαι.

[Τα παραδείγματα αυθεντικά]

  1. - Πάμε κάνα θέατρο;
    - Θέατρο; Γιατί όχι, έχει τίποτα σε αποδομιστικό μεταστρουκτουραλισμό;
    - Τώρα με ψάχνεις κουφάλα αλλά πράγματι κάτι τέτοιο παίζει.
    - Σοβαρά μιλάς;
    - Γιατί, αν το δεις θα καταλάβεις τη διαφορά;
    - Μουνάκι...

  2. - Καλά ρε φίλε, ενώ μπορείς να μείνεις σπίτι μου μου μιλάς για ξενοδοχεία και μαλακίες; Να δώσεις τόσα λεφτά τζάμπα;
    - Σ' ευχαριστώ πολύ αλλά δεν...
    - Τι μ' ευχαριστείς ρε μαλάκα; Μεταξύ μας έτσι θα μιλάμε; Εκτός κι αν δεν νιώθεις άνετα σπίτι μου να μου το πεις να το ξέρω...
    - Τώρα γιατί με ψάχνεις ρε πούστη; Αφού ξέρεις, δεν έχω τέτοια κολλήματα. Άμα να είναι να μαλώσουμε για παπαριές θα μείνω, λήξις.
    - Α να έτσι μπράβο! Τώρα μιλάς σωστά!

  3. - Την άλλη φορά βρεθήκαμε στο λεωφορείο και μ' άρχισε πάλι την πάρλα.
    - Διακόσια χρόνια ο ίδιος ρε πστ. Τι σού 'λεγε;
    - Άκου να δεις. Εγώ ήμουνα με τον Βλάση και την γυναίκα του κι άρχισε να τους μιλάει κι αυτούς, και πού δουλεύετε και τι επιδόματα σας έκοψαν στο υπουργείο και πού μένετε και τι νούμερο παντόφλα φοράτε... Μού 'ρθε να του πω σκάσε ρε μαλάκα, τι τον ψάχνεις τον άλλονα μόλις τον γνώρισες; Την όρεξή σου έχει να περνάει ανάκριση;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδική κατηγορία γκριζομάλληδων -άκα «ψαρών»- αγγέλων, που εμφανίζονται με τρόπο θαυμαστό σε όσους αναγκάζονται να κοιμηθούν νηστικοί ή και πεινασμένοι.

Η έκφραση απαντάται στην Χίο, ενώ η πρόθεση των Αγγέλων καθώς και η σημασία της γκρίζας κόμης του καλύπτεται από πέπλο μυστηρίου...

Ο καμαρότος πράγματι, μάζευε τα πάντα μετά το βραδινό φαΐ και όλη τη νύχτα βλέπαμε ψαρούς αγγέλους από την πείνα.

Από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαγητό, ποτό ή οτιδήποτε αναλώσιμο, νοθευμένο ή σάπιο, γενικώς αυτό που προκαλεί απλά αηδία ή χειρότερα δηλητηρίαση.

Χρησιμοποιείται ευρέως στην Ικαρία.

- Πω πω, έφαγα 1 σάντουιτς το πρωί και ψακώθηκα.
- Και γω είμαι χάλια απο χτες. Ήπια μια τεκίλα και ήταν ψακί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψευτιά, το ψέμα. Η χτιστιά πήρε το όνομά της από το μετρ του ψέματος, Χτιστογιάννη. Πρόκειται για λέξη που χρησιμοποιείται ευρέως στη Νότια Κρήτη.

- Ρε συ, ο Γιάννης μου έλεγε ότι έχει ένα σεντούκι με ένα καλάσνικοφ μέσα στο σπίτι τους!
- Άντε ρε, χτιστιές λέει πάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χουγιάζω σημαίνει ότι αποδοκιμάζω κάποιον για κάτι που κάνει, φωνάζω σε κάποιον για κάτι που έκανε.

  1. - Πού είσαι ρε θεία, σε περιμένουμε τόση ώρα. Μη με χουγιάζουτε ρε παιδιά, κάτι μου έτυχε και άργησα.

  2. - Όλο με χουγιάζουν εκείνα τα παιδιά. - Μην τη χουγιάζουτε γιατί άμα τη χάσετε τότε θα καταλάβετε πόσο σας λείπει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιούνταν αλλά και χρησιμοποιείται ακόμα στην πόλη στα Χανιά - τώρα ακούγεται ως παλιά λέξη, κάπως χωριάτικη/ορεσίβια, γι' αυτό και τη χρησιμοποιούν ίσως οργισμένοι αγροτινέιτζερ, αλλά και σβούροι -(για την ενδιαφέρουσα προέλευση, ιστορία κλπ βλέπε εδώ), για κάποιον α) που μιλάει ξένη γλώσσα την οποία οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν
β) που «τα μασάει» ή φλυαρεί και χρησιμοποεί και εξεζητημένες λέξεις. Όπως συμβαίνει με τις τοπικές βρισιές, μπορεί να χρησιμοποιηθεί όχι μόνο πειρακτικά αλλά και ως προκαταρκτικό σε σοβαρό τσαμπουκά.

light συνώνυμο=αμπλαούμπλης

  1. Ίντα μωρέ χαλικουτίζεις με τσι τουρίστριες μισή ώρα!

  2. - Σου είπα ότι θα πάρεις τα χρήματά σου όταν γίνει η εκκαθάριση και καθοριστεί η ψηλή κυριότητα (μπλα μπλα...)
    (απευθυνόμενος σε τρίτο) - 'Ιντα μωρέ χαλικούτης είν' ετούτος με τσι κυριότητες και μαλακίες ντούμπανα... (απευθυνόμενος στον πρώτο). Μου χρωστείς μωρέ ή δε μου χρωστείς λεφτά; Κερατά ε κερατά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπική έκφραση της συμπρωτεύουσας την οποία έφερε στο προσκήνιο η δημοφιλής εκπομπή του Λαζόπουλου «10 μικροί Μήτσοι» και συγκεκριμένα το σκετσάκι με τον Λαζόπουλο και τον Σταρόβα, λες και δεν έφθανε ένα εκατομμύριο Θεσσσαλονικείς που τη λένε ακατάπαυστα. Τέλος πάντων, μεγάλο εργαλείο η τηλεόραση.

Έχει διπλή σημασία: αφενός αποτελεί τη μονολεκτική περιγραφή του τι σημαίνει να είναι κάποιος Θεσσαλονικιός (σ.σ. τρίωρος φράπες στην παραλία, μεσημεριανή σιέστα και μια γενικότερη αντίληψη περί χρόνου η οποία δεν συμφωνεί με την κρατούσα) και αφετέρου σηματοδοτεί την καταφατική αποδοχή και μάλιστα προσδίδοντας έμφαση σε κάτι που λέγεται από τον συνομιλητή (βλ. σχετικά παραδείγματα).

Προφέρεται αποκλειστικά με παχύ λάμδα, αλλιώς ασ' το καλύτερα.

  1. Αθηναιος: - Ρε βιαζόμαστε σου λέω, δεν καταλαβαίνεις; Μας περιμένουν οι άλλοι στο Μπελ Αιρ από τις 9 και είναι 10 και τέταρτο. Έλεος. Μέχρι να πάμε και να βρούμε να παρκάρουμε θα πάει 11. Άντε. Άντε λέμε. Γαμώ την καταδίκη μου μέσα.
    Θεσσαλονικιός: - Χαλαρά ρε φιλαράκι, κούλαρε λίγο.

  2. - Έτσι όπως πάει η ομάδα, μας βλέπω να τρώμε 3 μπαλάκια την Κυριακή, να τα 'χουμε να πορευόμαστε. - Ω, χαλαρά.

(από Hank, 15/06/09)(από Hank, 15/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μονολεκτικά, γενικό καταφατικό, ένα πολύ κουλ ναι.

  2. Με διαφορά, άνετα.

  3. Γενικός επιρρηματικός προσδιορισμός (τόπου, χρόνου, τρόπου κλπ), που προσδίδει καταφατική, θετική, υπερθετική και κουλ έννοια στο ρήμα. Πχ. ως τοπικός προσδιορισμός μπορεί να σημαίνει εδώ, ως χρονικός σε εύθετο χρόνο, ως τροπικός να υποδηλώνει ωραίο ή κατάλληλο τρόπο, κοκ.

Συνώνυμο του στάνταρ.

  1. Το απόλυτο πασπαρτού, η απάντηση σε οποιαδήποτε ερώτηση. Κατάλληλο για αλλοδαπούς που θέλουν να μάθουν να μιλάνε ελληνικά σε 10 δευτερόλεπτα.

Προφορά: Όταν είναι μέσα σε πρόταση τονίζεται έναντι των άλλων λέξεων. Όταν είναι μονολεκτικό προφέρεται χαλαρά.

Απαντά στη Βόρειο Ελλάδα, τόσο από ντόπιους όσο κι από φοιτητές.

  1. - Σ' αρέσει το καινούργιο μου φόρεμα;
    - Χαλαρά!

  2. - Αυτό είναι χαλαρά το πιο γελοίο πράγμα που έχω ακούσει!

  3. - Με τέτοια χλεχλέδικια προφορά είναι χαλαρά χαμουτζής.

- Πώς σας φαίνεται αυτό το μαγαζί; Λέω να κάτσουμε χαλαρά για έναν καφέ.

(Στο συγκεκριμένο παράδειγμα έχει ταυτόχρονα τις έννοιες «να κάτσουμε οπωσδήποτε για καφέ», «να κάτσουμε εδώ για καφέ», «να μην το ψάξουμε άλλο», «να χαλαρώσουμε πίνοντας καφέ» και φυσικά «είμαστε πολύ κουλ άτομα»).

  1. - Συγγνώμη είστε από δω;
    - **Χαλαρά!***
    - Ξέρετε πού είναι η οδός Ανθέων;
    - **Χαλαρά!***
    - Ωραία! Πού είναι;
    (αόριστο δείξιμο με το χέρι) - **Χαλαρά!****
    - Α, ευχαριστώ πολύ!
    - **Χαλαρά!*****
  • Ναι
    ** Προς τα κει
    *** Δεν κάνει τίποτα

(από protnet, 20/09/10)

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified