Further tags

Λέξη της κρητικής για τα άνοστα, ανούσια και μη χορταστικά φαγητά.

Μήπως από το σαχλός;

Αν ήξερε η μάνα μου ότι τώρα τρώω σούσι, θα έσκαγε που μου αρέσουν αυτά τα σουχλοφάητα, έτσι τα λέει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγωγο του ρ. μουνουχάω, αναφέρεται στο ευνουχισμένο νεαρό κριάρι, που αποτελεί εκλεκτό μεζέ.

Σε πολλά χωριά, ο ευνουχισμός του αρσενικού ζώου εφαρμόζεται με στόχο τον έλεγχο των ορμονών, οι οποίες ως γνωστόν, προσδίδουν έντονη και δυνατή γεύση - μυρωδιά στα αρσενικά σφαχτάρια. Το μουνούχι, ευνουχισθέν γαρ, έχει σφιχτό κρέας αλλά λιγότερο έντονη γεύση και μυρωδιά, κοινώς γνωστή και ως βαρβατίλα.

Απόσπασμα από blog:
Παραμονή τ’ Αι Λιά στη Σαρακινάδα και το μουνούχι που ξεκοκαλίσαμε εξαιρετικό. Εορτάζων και Αμφιτρύων, ο Λιας Τσαμάκος και το σφαχτάρι, από τη στάνη του Κώστα Μερκούρη. Στο μαγείρεμα όμως, απ’ ότι έμαθα, έβαλε το χεράκι του, ο Σωτήρης ο Νικολόπουλος και σκέφτομαι σοβαρά, να τον προτείνω για αρχισέφ, σε γνωστή χασαποταβέρνα. Όλα εξαιρετικά, και του χρόνου πατριώτη, μόνο που θα ξανάρθω, με αυτοκίνητο που θα έχει μουσική, γιατί η χορωδία που είχε στο πίσω κάθισμα ο αντιδήμαρχος, παραήταν φάλτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από τη γνωστή έννοια, στην Κρήτη σημαίνει και στάχτη (από ξύλο) και χρησιμοποιείται στη ζύμη για τα κουλουράκια ώστε να γίνονται πιο αφράτα και κρατσανιστά. Τώρα γιατί το λένε έτσι, αφήνω τη φαντασία σας ελεύθερη. Εγώ νομίζω πως, για κάποιο λόγο, στο συλλογικό φαντασιακό των Κρητών το γκρίζο χρώμα της στάχτης παραπέμπει στα γκρίζα μαλλιά των γέρων που συνήθως είναι άλουστοι. Ίσως ο Χαλ να ξέρει να μας πει κάτι συγκεκριμένο.

- Στα κουλουράκια η μάνα μου βάζει πάντα αλουσιά, γι' αυτό γίνονται έτσι νόστιμα.
- Αλουσιά;;; Μπλιάξ!!!! Τι είν' αυτή η αηδία;
- Ηρέμησε ρε πούστη, στάχτη είναι.
- Καλά, άσε, δεν θα πάρω.
- Είσαι και πολύ μαλάκας, μη σώσεις να δοκιμάσεις. Λες και σου είπα ότι βάζει σκατά μέσα.

O Σκύλος απ\' την Ανδ αλουσιά (από Vrastaman, 20/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που δεν το βλέπει ποτέ ο ήλιος. Κατά την Κοζανίτικη κουλτούρα, ο πρωκτός, η κωλοτρυπίδα, η σούφρα ή η ροδέλα.

Η τύπισσα πάντως, το είχε καλά δουλεμένο το ανήλιαγό της!!!

Βλ. και σκοτεινό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πολυμέσων που αναρτώνται στην ιστιοσελίδα του slang.gr: το μύδι και το μήδι.

Μύδι αποκαλείται σλανγκιστί το διεστραμμένο δίδυμο του μηδιού και Θρασυμήδης αποκαλείται όποιος έχει το θράσος να αναρτά τέτοια εξεζητημένα και οιoνεί πορνογραφικά πολυμέσα στην ταλαίπωρη slang.gr, η οποία εσχάτως μορφοποιείται αναγραμματικά σε glans.gr.

Γλωσσολογικά, το μύδι –όπως και το ομώνυμο αφροδισιακό μαλάκιο που φέρει φτυστή ομοιότητα με το αιδοίο– ετυμολογείται εκ του μυίδιον, υποκοριστικού του μυός. Συνεπάγεται ότι το μύδι ανεβάζεται με τον ίδιο (μ)ηδυπαθή τρόπο που ο Richard Gere και οι συν αυτώ μετρό παραβιάζουν την φύση με άμοιρα ποντικάκια gerbil, εκεί που δεν πιάνει ήλιος. Η WWF, αλήθεια, τι κάνει; Αρχίδια-μύδια! Εμείς τουλάστιχον έχουμε τον Κώστα Καφάση που ξέρει από καλό ψάρι. Και την Άννα Βίσση που δεν θα μείνει ποτέ μπουκάλα. Αλλά ξεφεύγουμε από το θέμα μας.

Ο εκφυλισμός λοιπόν του μήδι σε μύδι έχει προκαλέσει τα χρηστά ήθη, και πολλοί κατηγορούν τους υπεύθυνους λημματοδότες για μηδισμό. Ο σκοπός όμως αγιάζει το μήδος, και όσοι διαμαρτύρονται μπορούν να πάνε να γαμηθούν φίδιν μύδιν chez les grecs.

Να σημειωθεί τέλος ότι στην υποσλανγκική, όσα μύδια δεν ανοίγουν, ή έχουν σβήσει, μαραθεί ή κυβερνοστροβιλιστεί, αποκαλούνται μπαγιάτικα μύδια.

Για μήδι βλ. εδώ.

- poniroskylo (30/11/08): Παίδες, κάντε κλικ στο μύδι του βράστα ... - xalikoutis (30/11/08): μηηηηη, μην τα ακούτε ανάποδα αυτά!

(Σχόλια από το λήμμα βλακ μέταλ)

Ποντικάκια δαμαρτύρονται εύλογα για τα uploads του Richard Gere (από Vrastaman, 15/01/09)Αν δεν βρέξεις κώλο, δεν τρως μύδι  (από Vrastaman, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος ζεστού τονωτικού ροφήματος με προέλευση το χωριό Αγιάσος της Λέσβου του οποίου η συνταγή περιλαμβάνει διάφορα μπαχαρικά (όπως κανέλλα κλπ), αλλά παραμένει κρυφή.

- Στρατέλ'... πιάσε από ένα καϊνάρι στα παιδιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην κυριολεξία, το γόνιμο χώμα, η κοπριά.

Λέγεται μεταφορικά για το αυτοκίνητο που είναι χρέπι, κουβάς, σαράβαλο που δεν παίρνει από επισκευή, σουλούπωμα ή μάζεμα, και αξίζει το βάρος του σε κοπριά.

(Σε αντιπροσωπεία αυτοκινήτων)

- Πόσα πιάνει να αφήσω Lada Samara ρε λεβέντη για ανταλλαγή;
- Περίπου 100 ευρώ και να δούμε.
- Τι είπες ρε φίλε; '92 μοντέλο καταλυτικό είναι. Μόνο 100; Με σφάζεις!
- Το αυτοκίνητο είναι φουσκή κύριε μου. Ένας τόνος φουσκή κάνει 100 άντε 150.

(από slangprof, 01/12/08)(από slangprof, 01/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δύο μεγάλες συνομοταξίες γουρνάρηδων, με διαφορετική ετυμολογική προέλευση:

1. Ο χοιροβοσκός. Η ορθή προφορά είναι γουρνάρς.

Εκ του γουρουνιού (< αρχ. γρώνα, η γουρούνα).

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναρωτηθούμε που πήγε η δεύτερη συλλαβή ου, οέο. Εξερευνώντας την επαρχία μας θα διαπιστώσετε ότι πάμπολλες ταβέρνες δελεάζουν τους περιηγητές με μια μαγική επιγραφή: γουρουνόπουλο σούβλας. Φτάνοντας όμως στην Πελοπόννησο, και προχωρώντας νότια προς Αρκαδία και Μεσσηνία, οι πιο οξυδερκείς καλοφαγάδες θα παρατηρήσουν μια ειδοποιό διαφορά που θα διεγείρει τους σιελογόνους αδένες τους: στις πινακίδες των ταβερνείων το γουρουνόπουλο μεταλλάσσεται σε γουρνοπούλα.

Εγκαταλείπεται δηλαδή η πλεονάζουσα συλλαβή ου και πέφτουμε πάραυτα στο ψητό.

Με την ίδια λοιπόν αφαιρετική λογική ο γουρουνιάρης χοιροβοσκός γίνεται γουρνάρης. Ο έχων την ετυμολογία του χοίρου γουρνάρης έχει, εκ του προχείρου, δύο σλανγκικές εφαρμογές:

α) Ο μηχανόβιος aficionado της γνωστής γουρούνας.

β) Έτσι ακοκαλείται, με βουκολική διάθεση, οποιαδήποτε μορφής ανθρώπινο γουρούνι: - Όργανα της τάξης - Σοβινιστής φαλλοκράτης (ήτοι οιοσδήποτε άνδρας δεν το σφίγγει το μπουλόνι) - Ακατάστατος και εν γένει λιγδιάρης (γράφε, μη μητροφυλόφιλος).

2. Παραδοσιακό παιχνίδι του παρελθόντος

Εκ της γούρνας (< αρχ. γρώνη, η κοιλότητα) του οποίου οι κανόνες μπορείτε να διαβάσετε εδώ, αρκεί να σντικαταστήσετε ως συνήθως το ερωτηματικό.

Γουρνάρης, the pig farmer:

Ο μόνος που δεν ψήφισε ακόμη είναι ο Τζίμος ο γουρνάρης. Βλέποντας ότι η ψήφος του είναι καθοριστική τρέχουν να τον παρακαλέσουν να διαλέξει την μία ή την άλλη παράταξη. Ο Τζίμος ανένδοτος δεν αποδέχεται τις προτάσεις αλλά τους εκβιάζει λέγοντας να ψηφίσουν αυτόν για πρόεδρο. (Από τοπική εφημερίδα της Ημαθίας)

Γουρνάρης, the male chauvinist pig

Λίλιαν: Είσαι ένας αισχρός άθλιος γουρνάρης!
Πέρι: Γουρνάρης, χρου;;;

Γουρνάρης, the game:

Για μπάλα είχαν το σκλεπατάρι,
πηδούσαν σαν καλλικατζάροι,
στη γούρνα έπρεπε ν’ αράξει
ο γουρνάρης για ν’ αλλάξει.
(Από λαογραφική ιστιοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικά συναντάται και ως κορίτος, ο. Αναφέρεται στην ποτίστρα των ζώων, στο σκεύος από το οποίο τα ζωντανά πίνουν νερό. Εγώ άκουσα τη λέξη στην Πελοπόννησο από τη γιαγιά μου, η οποία αναφώνησε στο πρόβατο που απεπειράθη να το σκάσει «θα σου πάρει ο διάλος τον κορίτο», τουτέστιν την ποτίστρα.
Η ίδια λέξη υπάρχει και στα σέρβικα (korito, τονισμός στην προπαραλήγουσα) με την ίδια σημασία, και επιπλέον χρησιμοποιείται ως συνώνυμο της παιδικής κούνιας για μωρά.

  1. Ρίξε Κώστα λίγο νεράκι στην κορίτα για τις κότες.

  2. Το άνωθι παράδειγμα πραγματικού περιστατικού από 94χρονη πελοποννησία γιαγιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαμοστέλιαρο -το λέει η ίδια η λέξη- είναι το «στελιάρι» της «παλάμης».

Στελιάρι λέμε το στρογγυλό, λείο, μακρύ, ξύλινο (συνήθως) κοντάρι κάθε εργαλείου (του κασμά, της τσάπας, της αξίνας, του φτυαριού κλπ). Το φτυάρι στη Κρήτη λέγεται και «παλάμη» (η).

Άρα «παλαμοστέλιαρο» είναι το στελιάρι της παλάμης (και μην ακούω ανοησίες)! Καμία σχέση με παλαμάρι.

Μπαίνεις σε κατάστημα εργαλείων στη Κρήτη και ζητάς :
- Ένα παλαμοστέλιαρο παρακαλώ.
και αμέσως σου δίνουν ένα στελιάρι του φτιαριού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified