Νησιώτικος ιδιωματισμός (Σκύρος) που αναφέρεται σε κάποιον με υπερμέγεθες πόδι/νούμερο παπουτσιού.

- Για μανά, κοίτα ρε το τσαπά, τι νούμερο φοράς γιόκα μου;
- Σαράντα επτά...
- Άιντα και εκατό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Γιάννενα & Βόρεια Ελλάδα): Λαιμός, καρύδι, οισοφάγος.

Στην Πάτρα καρύτζαφλος, στην Κρήτη τζάρουχας (βλ. έγινε ο στόμας μου τσαρούχι <πιθανότατα εκ του τουρκ. caric = πληγή).

Στην κλασσική αργκό: τραγουδιστής.

Αρε, να συ πιάσου απ' τουν γκαρλιάγκο, να στουν στρίψου.

Βλ. και καρίτζαφλας, γκότζο και σχόλια στο θα σου πιω το αίμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρυφερό κομμάτι σάρκας, άλλοι το τοποθετούν στο εσωτερικό του μηρού και άλλοι, περισσότεροι, στο κομμάτι του δέρματος που καλύπτει τον πλατύ ραχιαίο μυ. Γενικά και σχεδόν απροσδιόριστα το ευαίσθητο και εξαιρετικά επώδυνο για χαλάουες και λοιπές αισθητικές παρεμβάσεις σημείο του σώματος που ο αφελής πιστεύει εσφαλμένα ότι θα το κουράρει αποτελεσματικότερα με δυνατές κραυγές παρά με τις λοιπές μεσαιωνικής σύλληψης μεθόδους (βλ. «Άτλας της Χιώτικης Ανατομίας»).

- Πάρε μια ανάσα και «χρααααατς».
- ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑχχχχ (λυγμ)
- Εχμφ, αφού σου 'χω πει ότι πονάει η γαδαροψυχή. Κάθε φορά φωνάζεις λες και σου παίρνω την παρθενιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ουσιαστικό, θηλ. πληθ. γκωλάθρες)

Η μεγάλη/επιβλητική και συνάμα αξιοθαύμαστη κωλάθρα αλλά με Θεσσαλονικιώτικο αξάν και στυλ.

- Πω πω, το βλέπεις το μωρό απέναντι;
- Ναι ρε φίλε, και έχει και τέλεια γκωλάθρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται και καρύτζαφλας (αν είσαι του δρόμου και 'τσι...) Είναι σημείο του ανθρώπινου σώματος από το οποίο συνήθως πιάνεις κάποιον για να τον απειλήσεις/εκφοβίσεις. Επίσης μπορείς να χτυπήσεις και κάποιον εκεί. Τώρα το πού είναι ακριβώς δεν ξέρω... Περιμένω βοήθεια!!!

Και τον πιάνω ρε Μάκη από το καρίτζαφλα, και του λέω «Πούστη θα πεθάνεις»...!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρίτζαφλας: το «καρύδι», το «μήλο του Αδάμ» - η διόγκωση στο (περίπου) κεντρικό σημείο του λαιμού - βλ. μήδι.

Ο καρίτζαφλας, ανατομικά:
Δεν έχει κάποια συγκεκριμένη λειτουργία, αλλά εκεί ενώνονται δύο βασικοί χόνδροι του λάρυγγα και ο αγωγός που συνδέει την στοματική κοιλότητα με την τραχεία.

Επειδή συγκρατεί τον λάρυγγα, εμφανίζεται πιο έντονος σε άτομα με βαριά φωνή (μεγαλύτερες φωνητικές χορδές, μεγαλύτερο το τύμπανο που αντηχεί όταν αυτές δονούνται, μεγαλύτερο καρούμπαλο για το λαρύγγι) και, παρόλο που βεβαίως υπάρχει και στα δύο φύλα, στους άνδρες είναι μεγαλύτερος. Θεωρείται ένα από τα δευτερογενή χαρακτηριστικά του ανδρικού φύλου, όπως η γενειάδα ή το μουστάκι.

Ο καρίτζαφλας, κοινωνικά:
Δεν είναι δυνατή η εξάλειψή του με τεχνητά μέσα. Ενώ με το ξύρισμα ή άλλα μέσα (περιλαμβάνονται εδώ, μην λέμε τα ίδια) μπορεί να εξαλειφθεί η γενιάδα και το μουστάκι, ενώ με την πλαστική χειρουργική μπορεί να φυτρώσουν βυζιά και να ξηλωθούν τα περιττά γεννητικά όργανα, τον καρίτζαφλα δεν μπορείς να τον μαζέψεις. Συνεπώς αποτελεί βασικό σημείο αναγνώρισης του τρίτου φύλου.

Ο καρίτζαφλας, «παντού-υπάρχει-ένας-μύθος»:
Έχουν καταγραφεί ισχυρισμοί που υποστηρίζουν ότι, ο καρίτζαφλας αποτελεί κομμάτι του μήλου που δάγκασε ο πρωτόπλαστος, το οποίο του κάθισε στο λαιμό, θέση που θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη, δεδομένου ότι δεν υποστηρίζεται από στοιχεία επιστημονικών ερευνών.

Ο καρίτζαφλας, γλωσσικά:
Από τις λέξεις που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν το ίδιο ανατομικό σημείο, η συγκεκριμένη αποτελεί το πιο αποτελεσματικό μέρος απειλής: τι να κλάσει τώρα το «θα σου κόψω το μήλο του Αδάμ, ρε πούστη» (νιεεε) - ενώ το «θα σου κόψω τον καρίτζαφλα ρε πούστη», ε, όσο να ‘ναι, δημιουργεί έναν τρόμο σε φάση.

Χρησιμοποιείται (ή, τέλος πάντων, χρησιμοποιούνταν στα χρόνια της σ’χωρεμένης της γιαγιάκας μου) στην δυτική Πελοπόννησο και, αν κρίνει κανείς από τα (σχεδόν ανύπαρκτα) αποτελέσματα του γούγλε γούγλε, δεν είναι συνήθης, επομένως το συγκεκριμένο λήμμα ήρθε να καλύψει αυτό το τρομερό κενό της βιβλιογραφίας.

Τιμή και δόξα στην ironick για την ενθάρρυνση.

Παράδειγμα 1:

Συνταγή για μαγείρεμα κυνηγιού:
«Πολλά πουλιά μπορούν να γίνουν παστά. [...] Μετά το μάδημα, καψαλίζουμε για λίγο τα πουλιά στο καμινέτο. [...] Κόβουμε τα ποδαράκια και τη μύτη, από πάνω προς τα κάτω, για να βγει και [...] ο καρίτζαφλας. Στη συνέχεια, τρυπάμε την τσίχλα στο στήθος με τη μύτη του ψαλιδιού και τη μισοκόβουμε.»

Παράδειγμα 2:

Η γιαγιά της οκτάχρονης Μεσούλας πλένει πιάτα. Η Μεσούλα που έχει ξυπνήσει με τον κώλο ανάποδα γυρνάει γύρω γύρω σαν τον δαίμονα και στο τέλος σπάει κι ένα πιάτο.

Η γιαγιά (σταδιακό ανέβασμα του τόνου):
- Τι έχεις πάθει παιδί μου σήμερα (μουρμουρητό), δεν σε αναγνωρίζω (πιο δυνατά), ελύσσαξες (ακόμα πιο δυνατά), φύγε ΤΩΡΑ και πήγαινε στο δωμάτιό σου (ακόμα πιο πιο δυνατά) και σταμάτα αυτά τα καμώματα (πιάσαμε υψίσυχνα), γιατί θα σου κόψω τον καρίτζαφλα (υπερηχητικά) - αααα.

Μεσούλα κλαίει «μην μου κόψεις το καρίιιι» (η απειλή κατανοητή, αλλά όχι και η λέξη). Γιαγιά παίρνει Μεσούλα αγκαλίτσα. Μεσούλα δεν κλαίει. Λα λα λα, όλα καλά.

Στο απώτερο μέλλον αλλάζουν οι παιδαγωγικές μέθοδοι, καταργούνται οι απειλές και έτσι χάνονται οι όμορφοι ιδιωματισμοί. Μέχρι που καταγράφονται στο σλανγκ και μένουν στην ιστορία. Όλε.

Βλ. και καρύτσαφλος και γκαρίτσαφλος, καρύτζαφλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι ονομάζεται αυτός που έχει πολλές φακίδες (πιο επιστημονιζέ: εφηλίδες) στο πρόσωπο, ο φακιδομούρης. Το λήμμα απαντά στη Β. Ελλάδα και ίσως έχει ξενική προέλευση. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται (λιγότερο τεκμηριωμένα ωστόσο) ότι πρεκνιάρης δεν είναι ο φακιδομούρης, αλλά ο βλογιοκομμένος. Εμείς οφείλουμε να γνωρίζουμε και τις δυο εκδοχές, αλλά να συνταχθούμε με την επικρατέστερη.

Χωρίς πάστωμα η Βικτώρια Μπέκαμ δεν είναι παρά είναι μια κλασσική Αγγλίδα πρεκνιάρα.

Πίπη Φακιδομύτη (από allivegp, 17/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βορειοελλαδίτικο για ένα υπερμεγεθέστερο καβλόσπυρο από το απλό βυζί του Μαυρόγιαννου.

Έχει όλες τις αρετές του προαναφερθέντος λήμματος στο έπακρο, αλλά εντοπίζεται συνήθως στην περιοχή του κώλου, εμποδίζει το κάθισμα και λερώνει το βρακί με αίμα και πύο από πίσω. Παρεξηγήσιμο…

  1. - Ρε καρντάση θυμάσαι ένα κέρατο σαν βυζί που πέταξα στο κούτελο χθες; Τώρα έχω και ένα στο κώλο τεράστιο! - Bυζούνι, ε;

  2. - Παιδί μου, θέλω να σου μιλήσω…
    - Ναι, μπαμπά…
    - Η μαμά σου με είπε ότι το βρακάκι σου εκτός από κίτρινο μπροστά και καφέ πίσω, έχει και σημάδια από αίμα και από κάτι άλλο πιο γαλακτερό… Πες μου παιδί μου… τον αρμέγεις τον ταύρο, μήπως;
    - Πλάκα με κάνεις ρε γέρο, γαμώ την τρέλα μου, γαμώ… έχω βγάλει βυζούνι στον κώλο και μ’ έχει γαμήσει και συ με λες τώρα σαχλαμάρες…

και χωρίς βυζούνι, καλό είναι! (από BuBis, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

μπούκνα (η): Το μικρό μαύρο σύκο. Σε τοπικό νησιώτικο ιδίωμα μπούκνα ή μπουκνάκι λέγεται και το γυναικείο αιδοίο, λόγω της ομοιότητάς του με την ανοιγμένη στα δύο μπούκνα.

Μια τρίτη έννοια αφορά αυτόν που είναι άχρηστος, ακαμάτης.

  1. Φάε μπούκνες είναι νόστιμες.
  2. Αντρέα η γκόμενα έχει ένα μπουκνάκι....
  3. Μμμ αυτός να κάνει κάτι σωστό; Για τις μπούκνες είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα) Λαιμός, καρύδι, οισοφάγος. Bλ. και λήμμα : γκαρλιά(ν)γκος.

Τον έπιασε απ' τον καρύτζαφλο και τον ακινητοποίησε.

Βλ. και καρίτζαφλας, γκαρίτσαφλος, γκότζο και σχόλια στο θα σου πιω το αίμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified