-Μπομπόλια Ευρώπη σε λέει μετά ρε. Ντεμέκ Ευρώπη καθαρή - Σαλονίκη βρώμικια, έρχεσαι εδώ Αμστερντάμ, ρε μες στη μπίχλα είναι. Κοίτα ρε γλίτσα ρε, η πάπια κολυμπάει εδώ μέσα ρε. Μπομπόλια Αμστερντάμ σε λέει μετά.
-Μπομπόλια Ευρώπη σε λέει μετά ρε. Ντεμέκ Ευρώπη καθαρή - Σαλονίκη βρώμικια, έρχεσαι εδώ Αμστερντάμ, ρε μες στη μπίχλα είναι. Κοίτα ρε γλίτσα ρε, η πάπια κολυμπάει εδώ μέσα ρε. Μπομπόλια Αμστερντάμ σε λέει μετά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
(Κύπρος) Ντυμένη προκλητικά προς άγρα αρσενικών. Αρνητικός χαρακτηρισμός, λέγεται συνήθως από γυναίκα για γυναίκα κοροϊδευτικά και με έναν τόνο ζήλιας. Συνεπώς, η αναφερόμενη πρέπει να είναι όχι απλά σενιαρισμένη στην τρίχα αλλά μάλλον να λατερνοφέρνει, όχι απλά παρφουμαρισμένη, αλλά μάλλον προς το παστωμένη, και τα λοιπά και τα λοιπά.
Για την προέλευση της έκφρασης, ενώ η εύλογη (για έναν καλαμαρά) ερμηνεία θα ήταν ίσως το ευπαρουσίαστο ενός περιποιημένου εδέσματος κότας, ο κύπριος που έχω εδώ πρόχειρο μου εξήγησε ότι κόττα είναι προστακτική του ρήματος κοττώ που σημαίνει «παίρνω», ενώ το ρεπανάκι αναφέρεται στο πέος –με το συμπάθιο.
Η ετυμολόγηση φαίνεται ακόμη ευσταθέστερη αν έχουμε υπόψη, όπως μου λένε, πως στην Κύπρο ως ρεπανάκι δηλώνεται το ελλαδίτικο (λευκό) ρεπάνι, ή αλλιώς ρέβα, το οποίο σε σχέση με το κόκκινο είναι κάπως μεγαλύτερο, μακρουλότερο και λευκότερο –αν και όχι και τόσο πικάντικο, πράγμα που οδηγεί μοιραία την κουβέντα σε φιλοσοφικότερα ερωτήματα περί ποιότητα, ποσότητα, ευ, πολλώ και άλλα δε δαιμόνια...
Έν επρόλαβεν ν' αποσαραντώσει ο μακαρίτης, τζι' εβγήκεν 'πόξω, πού 'ν' η πλατεία, πού 'ν' ο καφενές, με τα κολιέρκα της, τα δαχτυλίθκια της, κόττα ρεπανάκι.
(από τον κύπριο που έχω πρόχειρο)
Got a better definition? Add it!
Επίσης, θα σε ( θα τού) γιουρντήξω.
Σημαίνει: Θα του επιτεθώ και δεν θα καταλαβαίνω τίποτα, δεν θα λογαριάσω απώλειες. Βλ. και το παρεμφερές γιούργια στα παλιούρια.
Θα του ορμίσω λοιπόν με αγριότητα μια και το μυαλό μου έχει τρελαθεί και δεν διέπομαι από τους κανόνες τοις κοινωνίας που ζω. Αν και μέσα μου ένας δεύτερος εγώ μου μού λέει «σταμάτα» αλλά τον καταπιέζει ο πρώτος και άγριος εαυτός μου. Είμαι δηλαδή σε βρασμό ψυχής και πιθανότατα σε κατάσταση προσωρινής σχιζοφρένειας.
Όταν λοιπόν κάποιος γιουρτά σε κάποιον άλλο, ο επιτιθέμενος έχει εκτραχηλιστεί πλήρως και θέλει προσοχή.
Πιθανότατα να προέρχεται από το γιουρούσι που σημαίνει επίθεση.
Κρατάτε με ρε θα του γιουρντήξω, δεν μου τη γλυτώνει, ααααααααααααααααααααααα…
(σ.ς. τα συνεχόμενα ααα είναι ο ήχος του εγκεφαλικού διακόπτη στην αλλαγή από νορμάλ σε σχιζοφρένεια).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αρχικά ο μίσχος, το ξερό κλαδάκι που χρησιμοποιείται κυρίως ως προσάναμμα, ενίοτε και προς χαρχάλεμα.
Μεταφορικά έχει τις σημασίες:
Α. ισχνός, αδύνατος, διά προφανείς λόγους.
Β. οξυδερκής, εύστροφος, λόγω της χρήσης του ως προσανάμματος και της ιδιότητας του να «αρπάζει» άμεσα. Βλέπε και σπίρτο.
Αιιι, φάε μπρε συφοριασμένο, τσάκνο έγινες!
- Νογάει πράμα;
- Ιιιιι, τσάκνο σ' λέω!
Got a better definition? Add it!
Κατά τους Ελληνοαμερικάνους, ο βλάκας, ο φελλός.
Εκ του αφροαμερικανοσνουπντογκικού dumbass («μπουμπουνοκώλης»).
- Γυναίκα, έδωσες κώλο στο ρουφιάνο;
- Του 'δωσα, αλλά ακόμα να 'ρθει ο ντάμπας.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Απλωμένα, αφημένα ατακτοποίητα.
Κυριολεξία: αφημένα στον ήλιο.
Χρήση κυρίως στη Νότια Ελλάδα.
Η μαμά στην κόρη: Παιδάκι μου, γιατί παράτησες τα παιχνίδια λιάστρα μέσα στο δωμάτιο;
Got a better definition? Add it!
Ο χαρακτηρισμός «αντρούλα» προσδίδεται στα Σφακιά της Κρήτης στους μεγαλόσωμους και ρωμαλέους άντρας, και συνδηλώνει παλικαροσύνη, λεβεδιά αλλά ενδεχομένως και μια κάποια βραδύτητα και βαρύτητα στη σκέψη και τη δράση - η οποία ακριβώς αντισταθμίζεται από το εκτόπισμα της δράσης, όταν αυτή τελικά λαμβάνει χώρα.
Είναι θηλυκού γένους, και αξίζει να αναφερθεί ότι πολλές φορές το μικρό όνομα «αντρούλων» θηλυκοποιείται και μένει έτσι ως παρατσούκλι: Γιάννης - Γιαννουλιά, Αντρέας - Αντρουλιά, Γιώργος - Γιωργουλιά κλπ
Γιατί γίνεται αυτό δεν ξέρω, δεν ξέρω αν είναι είδος «χαϊδευτικού μεγεθυντικού», που κρατάει από σχετικά απονήρευτες εποχές, στις οποίες η αλλαγή του γένους (ακόμα και) σε θηλυκό συνδήλωνε «όγκο» τρόπον τινά και όχι εκθήλυνση.
Σημειωτέον ότι το πράμα είναι πολύ μπερδεμένο: στην Κρήτη δεν υπήρχαν μεγεθυντικά σε -άρας, -άρα, αλλά σε -άρος με μετάθεση και του τόνου (π.χ. κώλαρος, ντομάταρος και όχι ντοματάρα) ενώ και η αρσενικοποίηση λέξεων με την κατάληξη «-ουλος» χρησιμοποιούνταν στο σχηματισμό ιδιότυπων μεγεθυντικών κατ' ευθείαν από υποκοριστικά σε -ούλι, όπως λ.χ. κάτσουλος = ο μεγάλος γάτος [κατσούλι=το γατάκι], σακούλι - σάκουλος κλπ.
Σκεφτείτε όμως: η σακούλα δεν είναι το μεγάλο σακούλι, το οποίο είναι ο μικρός σάκος; Τώρα, μπορώ να σκεφτώ άλλη μια λέξη που υπάρχει παρεμφερές μεγεθυντικό σε -ούλα, το μεγάλο πεζούλι (το μεγάλο μπεντένι) λέγεται πεζούλα, έτσι ίσως και το παιδί που κάποτε ήταν «αντρούλι» (το οποίο όμως δεν απαντά), δηλαδή, μεγαλόσωμο, παιδί ήδη άντρας, μεγαλώνοντας γίνεται «αντρούλα» (σημειωτέον επίσης ότι στην Κρήτη δε λεγόταν το «άντρακλας»).
- Και μπαίνομε στην αυλή μεσημέρι και θωρούμε το Βαρδή που δεν τον εγνωρίζαμε τότεσάς κι εκοιμούντανε κι εροχάλιζε, μα ίντα θαρρείς, πασπάλους [=κονιορτό] εσήκωνε...
- Τέθοια αντρούλα στο χωριό δεν υπάρχει δεύτερη...
- Αυτός λέει ξυπνά, αρμέγει μιαν αίγα και πίνει το γάλα κι ύστερα λέει καλημέρα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο Αρκάς μπαργαλάτσος, ένα από τα εκατοντάδες συνώνυμα του πέους, που κυκλοφορεί ειδικά στην Αρκαδία, σλανγκομάνα πολλών επιφανών σλανγκιστών. Προς το παρόν δεν έχουν μαρτυρηθεί τύποι, όπως δαυλιάρης, μου δαυλώνει, στραβοδαύλιασα. Σημειωτέον ότι και στην Κρήτη υπάρχει η έκφραση δαυλός στον κώλο σου με ανάλογο περιεχόμενο. Σύγκρινε με λαμπάδα, πήρε φωτιά ο κώλος μου κ.τ.λ.
Στις Ευρωεκλογές η Ν.Δ. έμεινε με το δαυλί στο χέρι.
Got a better definition? Add it!
Η σέσουλα στα γιούφτικα.
Γεωργικό εργαλείο, ίδιο στη μορφή με τη γνωστή σέσουλα που χρησιμοποιείται στα καζίνο από τον γκρουπιέρη για να μαζεύει τις μάρκες, αλλά μεγαλύτερο σε διαστάσεις το οποίο χρησιμοποιείται για τη δημιουργία σωρού ή άπλωμα γεωργικού προϊόντος π.χ σιταριού, ή για τον καθαρισμό στάβλων από ακαθαρσίες και περιττώματα.
- Ίτσιο (ο Χρήστος στα γιούφτικα), σκίστηκε το τσουβάλι και με χύθηκε το κριθάρι.Τι κάνουμε τώρα;
- Άκου ερώτηση. Πιάσε το σεμστερέκι και μάζεψτο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση η οποία δηλώνει ότι κάποιος κάνει με το μυαλό του πανηγύρια, δεν «πατάει» καλά στα μυαλά του, λασκάρισε κ.τ.λ.
Ο φέρων αυτή την ιδιότητα αδυνατεί να επικοινωνήσει με τη πραγματικότητα, αδυνατεί να συμβαδίσει με την κοινή λογική και γενικά απέχει παρασάγγας από την κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά και σκέψη.
Ως γνωστόν μπαϊράμι είναι μουσουλμανική εορτή διάρκειας πολλών (μεγάλο μπαϊράμι) ή λιγότερων ημερών (μικρό μπαϊράμι). Ίσως και γι’ αυτό να συναντάται σε περιοχές με έντονο μουσουλμανικό στοιχείο (Ξανθη κ.τ.λ.), αλλά παρεισέφρησε και σε άλλες περιοχές (Θεσ/νίκη).
Συνώνυμα: αγγελοκρουσμένος, αλαφροΐσκιωτος, νεραϊδογλειμμένος, «αψήλωσε ο νους του» (Καζαντζάκης).
- Τι θα γίνει ρε παιδιά με τον Θωμά; Ολημερίς αραδιάζει κάτι ιστορίες για τους Ελωχίμ, Μουσελίν και τέτοιες παπαριές.
- Άστα πουρέδιασε με τον Λιακόπουλο και τα ‘χασε. Το είχε που το είχε το μπαϊράμι στο μυαλό, τώρα χέσ’ τα...
-Θα παίξουμε κανα ταβλάκι;
-Αφού αύριο δίνουμε ρε μαλάκα! Καλά ε, εσύ έχεις μπαϊράμι στο μυαλό!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified