Further tags

Τα στιβάνια είναι οι μπότες που φορούν παραδοσιακά οι Κρητικοί. Τη λέξη δεν την βρήκα πουθενά σε ηλεκτρονικό λεξικό, γι' αυτό και τη χώνω εδώ, καθότι είναι πολυ-ακουσμένη και της αξίζει. Παρόλ' αυτά, πολλοί έλληνες την αγνοούν ή νομίζουν ότι πρόκειται για την κρητική βράκα. Άρα καιρός να βάλουμε τα πράματα στη θέση τους...

Πιθανολογώ ότι προέρχεται από την ιταλική λέξη Stivale, που πρόκειται για το ίδιο ακριβώς στυλ μπότας, το οποίο μάλιστα χαρακτηρίζεται ως ιταλικό. Διόλου απίθανο, καθότι από το νησί πέρασαν κι έκατσαν οι Ενετοί, ως γνωστόν.

Να πω κι ότι και η γερμανική λέξη για αυτόν τον τύπο μπότας προέρχεται από κει: stiefel και stival. Δείτε και τη φωτό στο προτελευταίο.

Δημιουργούμε χειροποίητα, ανθεκτικά κρητικά στιβάνια σε πολύ προσιτές τιμές. Εγγύηση η πολυετής εμπειρία μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάπρος / καπρί: το αγριογούρουνο.

Το λέμε για να δείξουμε ότι κάποιος έχει πολύ μπρουτάλ άτιτιουντ.

Πόσο κάπρος μπορεί να είναι ο Δημητράκης ...είδες πώς της μίλησε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παίρνω στην κράνα με μαλακία που έχει κάνει άλλος. Ο όρος προέρχεται από ελληνικό σατιρικό κόμικ.

- Ρε συ, ο Μπάμπης βάζει λόγια για σένα στη Νίκη!
- Α το σκουλήκι! Τώρα μπουτζαγκλαντίστηκα για τα καλά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή γκροϊντάφ / γκρ’ντάφ.

Σύνθετο, ηχομιμητικό, φαντεζί -όπως κάθε πελοποννησιακή λεξιπλασία- επιφωνοειδές ουσιαστικό (αλλά και επίρρημα, μετοχή), εκ των γκρίνια και νταφ, όπου «νταφ» εννοείται ο κρότος (παρ. 5), η υπερβολή (παρ. 6), η έκπληξη (παρ.7), το χτύπημα (παρ.8).

Πολλαπλά λοιπόν τα νοήματα του «νταφ», λιγοστοί οι περιορισμοί, ρευστή η χρήση.

Κατά συνέπεια κι ως εκτουτού, «γκριντάφ» σημαίνει την υπερβολική γκρίνια, τη χτυπητή γκρίνια, που προκαλεί έκπληξη, που παράγει κρότο κλπ. Κοινή λοιπόν η παρανόηση. Το «νταφ» δεν είναι και «γκριντάφ».

Συντακτικά το «γκριντάφ» μπορεί να πάρει θέση υποκειμένου (παρ.1), αντικειμένου (παρ. 2), επιρρηματικού προσδιορισμού (παρ. 3), τροπικής μετοχής.

Δέον να σημειωθεί ότι η κατά τα πελοποννησιακά ειωθότα προσθήκη ελληνοπρεπούς κατάληξης στις λεξιπλασίες που λήγουν χειλοδοντουρανικόληκτα διευρύνει τη χρήση των (π.χ. γκρινταφ-ιάζω, γκρινταφ-ητό, γκρινταφ-ίαση κ.ο.κ).

  1. Το γκριντάφ πάει σύννεφο!

  2. Σταμάτα το γκριντάφ...

  3. Όλη τη νύχτα γκριντάφ...

  4. Τον πήγε γκριντάφ μέχρι τη Χαβάη.

(νταφ):
5. Εκεί που είχαμε πιει τα κρασhά μας, μερακλώgνει ο Αντωνόπ’λος, βγάνjει τη διμούτσουνjη στο τραπέζι του γάμου και Νταφ-κίχου, νταφ-κίχου, νταφ-κίχου. Μας κόπηκε η περίοδος. (όπου κίχου, η ηχώ της βοgλίδας στο καταρράχι)

  1. Τραβάει τελευταίο φύλλο και νταφ μ’απιθώνjει ένα «ρέστα» χεροπηχιάρικο. Τον κοιτάω, «γιατί ρε φούλ’ ρέστα;».. «έτσι μου καπίνjησε» μ’απαντάει. Του τραβάω κι εγώ ένα παλικαρίσhο νταφ «τα βλέπω» και δενjείχα μετά ούτε για να πάρω τσιγάρα»

  2. Αgνοίγω την πόρτα και νταφ! τι να ιδώ; Ο Κοζότ με τον Μυτίτσα μου έκαναν πάρτυ γενεθgλίων!

  3. χτύπημα: ντάφ στο κεφάλι, να. Ξερό το τσόgνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπατάκι είναι στη Β. Ελλάδα το μέρος με λάσπες - βούρκος. Μπατακώνω σημαίνει κολλάω σε λάσπες.

Μπατάκωσα με το αμάξι ρε Χάρη, έλα με το τζιπέτο να με τραβήξεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λυγερό και όμορφο κορμί. Προέρχεται από την Λάμνα - Lamna nasus - καραχαριοειδές που συναντάται και στα νερά της Μεσογείου. Είναι ψάρι με υδροδυναμικό σώμα και παιχνιδιάρικη συμπεριφορά.

Δες ένα λαμνάτο κορμάκι απέναντι.

Λάμνα (από northwind, 12/03/13)wow (από northwind, 12/03/13)τσιφτετελια (από perketis, 12/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Τσανταλίνα μανταλίνα και στο κώλο σ' μια σωλήνα, πόσα είναι αυτά;»

Μακριά γαιδούρα like, αλλά με αυτή την ατάκα και με τα δάχτυλα να σχηματίζουν γροθιά, για να μην μπορεί ο αποκάτω να μαντέψει τον αριθμό.

- Ρε παιδιά, έλεος, μας έσπασε η πλάτη! Αφού γροθιά είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κάτοικος κοινότητας επιφορτισμένος με το έργο της διανομής του νερού για πότισμα. Άνοιγε τις βάνες και το νερό έρεε σε αυλάκια και κατέληγε στους κήπους. Τότε ήταν δωρεάν...

Πότε θα ανοίξει ο νεροκράτης το νερό; Ζάρωσε το ντοματάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιλώ ακατάπαυστα χωρίς να λέω κάτι ουσιώδες.

Όλο το βράδυ χτες μπαμπάλιζε βλακείες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Anas clypeata, είδος αγριόπαπιας με ράμφος που φέρνει σε κουτάλι.

- Έκανες τίποτα ρε Χάρη στο πρωινό; (καρτέρι)
- Τίποτα, μόνο κάτι κουταλάδες πέρασαν ψηλά.

Anas clypeata (από northwind, 08/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified