Further tags

Αυτός που μπορεί να χαρακτηριστεί ως απολύτως ειδικός για μια συγκεκριμένη ενέργεια.

Η μουσούδα του μυρμηγκοφάγου είναι ξεματοχινή να μπαίνει στη λιγκονότρυπα και να τσακώνει τα λιγκόνια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βορειοελλαδίτικο πιάτο, κυρίως της ταβέρνας, που αποτελείται από τυρί τοποθετημένο σάντουιτς ανάμεσα σε δύο αλουμινόχαρτα και ψημένο στο φούρνο.

Λέγεται και φέτα ψητή.

Μαζί με τη φέτα συνήθως μπαίνουν κομματάκια καυτερής πιπεριάς κι ένα μεγάλο κομμάτι ντομάτα. Στη συνέχεια τα δύο αλουμινόχαρτα σφραγίζονται περιμετρικά ώστε να κρατήσουν μέσα τα ζουμιά. Το κλείσιμο γίνεται τυλίγοντας τα άκρα σαν πάπυρο, κάνοντας έτσι το πακέτο να μοιάζει κυριολεκτικά με μπουγιουρντί (βλ. έτερο ορισμό και συνταγή).

- Θέλετε και κάνα ορεκτικό;
- Φέρε μας ένα μπουγιουρντί, μια πιπεριά του αράπη και μια μελιτζάνα ζωντοχήρα.

(από protnet, 25/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Ταύρος (Δήμος του L.A.) στη γλώσσα της κίτρινης φυλής.

- Το 31 ακούει;
- Ναι ακούω.
- Πού είσαι 31;
- Πάω από Νταύρο προς Καλλιθέα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα αγνώστου προελεύσεως (προφ ενδοπελοποννησιακή) που διαδόθηκε ευρέως με την ταινία «Τσίου».

Σημείωση 1: Ο γράφων την έχει ακούσει σε διάφορες φάσεις, όλες μετά την ταινία, όπως από φορτηγατζή στην Πατησίων, από γκόμενα προς άλλη γκόμενα κλπ και δεν αμφιβάλει για τη σλανγκύτητα της.

Σημείωση 2: Σε προσωπική κουβέντα με το σκηνοθέτη του «Τσίου» Μάκη Παπαδημητράτο, μου είπε ότι ούτε κι αυτός γνωρίζει την προέλευση της ατάκας καθώς δεν υπήρχε στο αρχικό σενάριο και την είπε η ατομάρα που ακούει στο όνομα Ερρίκος Λίτσης (που υποδύεται το Στέλιο), όταν έμαθε ότι το όνομα αυτού που θα έβριζε ήταν Μπακατσιάκος τουτέστιν εξ Μάνης.

Στέλιος το στυλιάρι: «Πούστη Μπακατσιάκο, θα σου βάλω τον Ταΰγετο στον κώλο πέτρα-πέτρα!»

(από protnet, 20/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρατσιστικός χαρακτηρισμός για τις μαυροφορεμένες Πομάκες στη Θράκη.

Προέλευση του όρου:

Οι Πομάκοι είναι ιθαγενής ελληνική μουσουλμανική μειονότητα και κατοικούν στους Νομούς Ξάνθης και Ροδόπης. Οι γυναίκες φοράνε χειμώνα-καλοκαίρι μαντίλα και μακρύ μαντό (κάτι σαν παλτό). Αν και παραδοσιακά ντύνονται πολύχρωμα (βλ. μήδι 1, -διατηρείται πλέον μόνο στην ορεινή Ξάνθη), η επίδραση του μουσουλμανικού φονταμενταλισμού επέταξε τελικά το μαύρο ντύσιμο (μήδι 2) και μερικές καλύπτουν με τη μαντίλα ακόμα και το στόμα τους, έτσι ώστε το μόνο που φαίνεται είναι η μύτη τους.

Ο υβριστικός χαρακτηρισμός του πιγκουίνου προήλθε από κάποιους ασυνείδητους οδηγούς (κυρίως φοιτητές) που, όταν έβλεπαν Πομάκα ντυμένη ως άνω να περνάει το δρόμο -ειδικά δε αν ήταν κοντή ή/και χοντρή- επιτάχυναν το αυτοκίνητο, για να τη δουν να τρέχει γρήγορα, φέροντας έτσι μεγάλη ομοιότητα με το συγκεκριμένο πτηνό.

- Ένας πιγκουίνος!
- Πάτα γκάζι! Πάτα γκάζι!

(από protnet, 20/09/10)(από protnet, 20/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μονολεκτικά, γενικό καταφατικό, ένα πολύ κουλ ναι.

  2. Με διαφορά, άνετα.

  3. Γενικός επιρρηματικός προσδιορισμός (τόπου, χρόνου, τρόπου κλπ), που προσδίδει καταφατική, θετική, υπερθετική και κουλ έννοια στο ρήμα. Πχ. ως τοπικός προσδιορισμός μπορεί να σημαίνει εδώ, ως χρονικός σε εύθετο χρόνο, ως τροπικός να υποδηλώνει ωραίο ή κατάλληλο τρόπο, κοκ.

Συνώνυμο του στάνταρ.

  1. Το απόλυτο πασπαρτού, η απάντηση σε οποιαδήποτε ερώτηση. Κατάλληλο για αλλοδαπούς που θέλουν να μάθουν να μιλάνε ελληνικά σε 10 δευτερόλεπτα.

Προφορά: Όταν είναι μέσα σε πρόταση τονίζεται έναντι των άλλων λέξεων. Όταν είναι μονολεκτικό προφέρεται χαλαρά.

Απαντά στη Βόρειο Ελλάδα, τόσο από ντόπιους όσο κι από φοιτητές.

  1. - Σ' αρέσει το καινούργιο μου φόρεμα;
    - Χαλαρά!

  2. - Αυτό είναι χαλαρά το πιο γελοίο πράγμα που έχω ακούσει!

  3. - Με τέτοια χλεχλέδικια προφορά είναι χαλαρά χαμουτζής.

- Πώς σας φαίνεται αυτό το μαγαζί; Λέω να κάτσουμε χαλαρά για έναν καφέ.

(Στο συγκεκριμένο παράδειγμα έχει ταυτόχρονα τις έννοιες «να κάτσουμε οπωσδήποτε για καφέ», «να κάτσουμε εδώ για καφέ», «να μην το ψάξουμε άλλο», «να χαλαρώσουμε πίνοντας καφέ» και φυσικά «είμαστε πολύ κουλ άτομα»).

  1. - Συγγνώμη είστε από δω;
    - **Χαλαρά!***
    - Ξέρετε πού είναι η οδός Ανθέων;
    - **Χαλαρά!***
    - Ωραία! Πού είναι;
    (αόριστο δείξιμο με το χέρι) - **Χαλαρά!****
    - Α, ευχαριστώ πολύ!
    - **Χαλαρά!*****
  • Ναι
    ** Προς τα κει
    *** Δεν κάνει τίποτα

(από protnet, 20/09/10)

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω, στα ξανθιώτικα.

Η χρήση του είναι ισοπεδωτική, ιδιαίτερα από τους πιο μεγάλους.

  1. Γιαννάκη μη φτιάχνεις φασαρία θα ξυπνήσεις το μπαμπά σ'.

  2. Τα απογεύματα μ' αρέσει να φτιάχνω ποδήλατο στην ΕΚΤΕΝΕΠΟΛ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του «είμαι Θεσσαλονικιός και μένω σε πολυκατοικία».

Πολλοί Θεσσαλονικείς απορούν γιατί η έκφραση αυτή προκαλεί χαμόγελα στην υπόλοιπη Ελλάδα.

- Ενοικιαζόμενα Επιπλωμένα Φοιτητικά Διαμερίσματα στη Θεσσαλονίκη (...) Εδώ και δύο χρόνια μένω στην οικοδομή αυτή. Οι εντυπώσεις και οι εμπειρίες που έχω μόνο θετικές είναι. (εδώ)

- Μένω στη Θεσσαλονίκη και συγκεκριμένα απέναντι από το Δημαρχείο Συκεών. Η οικοδομή μας αποτελείτε από 3 οροφοδιαμερίσματα μια πυλωτή και ένα μαγα ...
(εκεί)

- Εγω παλι εχω καταγωγη απο Κρητη αλλα δεν παω συχνα..Το πρωτο που ακουσα ηταν προσεχε με ποιους κυκλοφορεις και πως ντυνεσαι γιατι εδω δεν ειναι θεσσαλονικη, θα σε προσβαλλει κανενας..Κι εγω αφελεστατα..μα γιατι,τι του κανα; Προσβαλλω τελικα σημαινει φλερταρω..και αλλες 2 λεξεις που θυμαμαι ειναι το διερμιζομαι(συμμαζευω)..ειναι δυνατον παθητικη φωνη;και μην αγλακας μπρε παραουλε...χαχα(μην τρεχεις ρε βλακα)Και επισης εκει ηταν που γελουσαν για το οτι μενω σε οικοδομη..γκρρρρ...
(παραπέρα)

- ΕΙΣΑΙ ΑΘΗΝΑΙΟΣ ΔΙΟΤΙ:
(...)
50. ... λες ότι μένεις σε πολυκατοικία και όχι σε οικοδομή
(...)
(παραδίπλα)

Μαντέψτε σε ποια πόλη βρίσκεται αυτή η πινακίδα :-) (από Vrastaman, 17/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαζός του χωριού, ο χάχας.

Προσωπικά, το άκουσα πρώτη φορά στο χωριό μου, κάπου στην ανατολική Πίνδο.

Κατόπιν πληροφοριών, προέρχεται από το αρχαίο κοχλιάριον (κουτάλι) > χλιάρ' > χλιάρας.

- Ρε φίλε, μόλις καταχώρισα το πρώτο μου λήμμα στο slang.gr! Αν μου βάλουν όλοι 5 αστέρια θα είμαι πρώτος στη βαθμολογία!
- Μα πόσο χλιάρας είσαι; Τσίμπα 2 κουλούρια από μένα για αρχή να γουστάρει ο λαός και τα λέμε αύριο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το ξε- και το τσαγούλι, δηλαδή το σαγόνι.

Χασμουριέμαι έντονα και για αρκετό χρονικό διάστημα.

Από κεντρική Ελλάδα.

Πρέπει κάποιος να με μάτιασε... Από το πρωί χασμουριέμαι... Ξετσαγλιάστηκα κανονικά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified