Λούμπα στα αρβανίτικα σημαίνει «λακούβα» στα ελληνικά.

Μεταφορικά «έπεσα σε λούμπα» σημαίνει ότι την πάτησα επειδή κάποιος με κορόιδεψε.

  1. Έπεσα σε μία λούμπα και έγινα λούτσα.

  2. Πρόσεξε μη σου τη στήσουνε και πέσεις στη λούμπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός των κατοίκων της Σαλαμίνας. Προέρχεται πιθανότατα από το αρβανίτικο μπακούκος (κοντόχοντρος) και σχετίζεται με την αρβανίτικη καταγωγή πολλών κατοίκων του νησιού. Απαντάται και η έκφραση Μπακαουκία στην αργκό των ναυτών που υπηρετούν στο ναύσταθμο του νησιού.

- Σειρά, πώς την περνάς στο ναύσταθμο;
- Άσε ρε φίλε, έχω κάτι μπακαούκηδες άλλο πράμα! Όλοι μαζί πιάνουν δεν πιάνουν ένα 50 IQ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη μούτι είναι αρβανίτικη και σημαίνει σκατά (κακά εις την παιδική).

Τα έκανες μούτι ή, όπως έλεγε ένας θείος μου, θα φας μούτι.

Ornella, η αγαπημένη των κοπρολάγνων? (από Vrastaman, 28/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαγός στα αρβανίτικα.

Μεταφορικά αυτός που γίνεται λαγός όταν συμβαίνει κάτι.

  1. Πού είσαι ρε λέπουρα; Μόλις άρχισε η φασαρία έγινες καπινός!

  2. Αυτός από το φόβο του έτρεξε μακρυά σαν τον λέπουρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοντόχοντρος, από αρβανίτικα.

Τέτοια κοπέλα σαν τα κρύα νερά να παντρευτεί αυτόν τον μπακούκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει λιώμα στα αρβανίτικα, κυρίως από μεθύσι.

Μπε λιάρδα = έγινε λιώμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κουκουβάγια στα αρβανίτικα. Δες και Κουκουμάτσια

Ζουμπουλία: Αντε μαρή κουκουμάφκα

λεζάντα video

Got a better definition? Add it!

Published

Η κουκουβάγια στα αρβανίτικα.

  1. - Τι κάνει έτσι;
    - Α τίποτα, μια κουκουμάτσα είναι.

  2. Μη βγαίνεις έξω αργά το βράδυ, θα σε φάει η κουκουμάτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπιθάγκουρας: Κολοκοτρώνης ή Κωλοκοτρώνης. Το αρβανίτικο παρατσούκλι των Κολοκοτρωναίων προτού μεταφραστεί στα Ελληνικά.

μπίθα = κώλος, γκούρα = πέτρα

Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Π. Δανδράκη, Εκδ. Φοίνιξ, Αθήνα 1954

το γένος του μπιθάγκουρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified