Βλέπε: φραπεδιόλα.
-Πω πω, και τί δεν θα 'δινα για μία φραπεδέλα...
Βλέπε: φραπεδιόλα.
-Πω πω, και τί δεν θα 'δινα για μία φραπεδέλα...
Got a better definition? Add it!
(Δεκαετία '80): το μαχαίρι, το στιλέτο.
- Ώστε κουβαλάτε και σπαθιά, κωλόπαιδα...
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός του Γιάννη Βαρδινογιάννη, γνωστού και ως «Τζίγκερ», ιδιοκτήτη της ΠΑΕ Παναθηναϊκός, με αφορμή το πρόσφατο παρελθόν του ως οδηγού αγώνων ταχύτητας.
Τον χαρακτηρισμό χρησιμοποιούν κυρίως φίλαθλοι του ΟΣΦΠ στα πέριξ του Πειραιά και της ευρύτερης περιοχής.
- Λες να τα κανόνισε φέτος η σωφεράτζα να πάρει το πρωτάθλημα, που κλείνει και ο βάζελος τα 100;
- Πολύ πιθανό.
Got a better definition? Add it!
Το τεράστιο κινητό. Συνήθως είναι (πολύ) περασμένης γενιάς αλλά υπάρχουν και κινητούμπες σύγχρονες, οι οποίες λόγω των αυξημένων δυνατοτήτων τους είναι μεγάλες και βαριές. Γκουμούτσες ένα πράμα.
- Τι κινητούμπα είναι αυτή ρε άχρηστε;
- Ήταν της γιαγιάς μου, κειμήλιο...
- Πω ρε μια κινητούμπα! Σαν παντόφλα είναι.
- Μη μιλάς γιατί εκτίθεσαι ανεπανόρθωτα. Είναι το Communicator το καινούργιο. Άσχετε. Αλλά πού να ξέρεις εσύ από τέτοια...
Got a better definition? Add it!
Ο χορταστικός φραπέ (χτυπητός) καφές που σερβίρεται σε μεγάλο γυάλινο ποτήρι με πολλά παγάκια και που πίνουν με μανία όλοι οι Έλληνες ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες από τις 8 το πρωί ώς τις 8 το άλλο πρωί. Για να χαρακτηριστεί έτσι ένας καφέ θα πρέπει να διαρκεί τουλάχιστον 5 ώρες και να μη διακόπτεται για κανέναν λόγο (μόνο για κατούρημα). Συχνά συνδυάζεται και με το αγαπημένο άθλημα του οφθαλμόλουτρου.
- Πω πω δικέ μου είσαι να αράξουμε στο Da Capo για καμιά φραπεδούμπα σήμερα το μεσημέρι;
- Και δεν πάμε καλύτερα καμιά παραλία να δούμε και κάνα ξέκωλο...
Δες και -ούμπα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αλλιώς ο φλώρος, ο φλωράκουλας, ο φλωρεντζέτουλας, ο φλωρόπουστας, η φλωρεντία, το φλώρι, αυτός που δεν είναι αρκετά μάγκας και άντρακλας.
1. τραβα για γαλα καλε σκλομικρο θες να γινεις κ αντίφας... ανικανο αχρηστο :Ρ ντροπη της αντιφας εισα φλωρατσα κρεμαστη. ορθιο κοιμησμενο κρέας.
ΦΛΩΡΑΤΖΑ ΚΑΝΕ ΠΙΣΩ,ΦΛΩΡΑΤΖΑ ΚΑΝΕ ΠΙΣΩ,ΦΛΩΡΑΤΣΑ ΚΑΝΕ ΠΙΣΩ ΝΑ ΜΗ ΣΕ ΚΟΠΑΝΗΣΩ. (Χιπ χοπ στίχοι).
Γαμα τον......και ελα να σπασουμε πλακα με κανενα αλλο νουμερο..... Σηκω φυγε απο εδω ρε φαγκοτίνο!!!! Τραβα αλλου ρε φλωρατσα!!!!! (Από βρις-οφ σε μπουρδελοσάιτ).
4. mori floropousta pleyri exeis upiretisei esu sto megalo peuko re foukariari exeis dei tin mouri sou pws einai vouturobebe floratsa tou kerata palio mpouli esu re
Got a better definition? Add it!
Ο γκέι στα αρτινά. Απαντά σε θηλυκό γένος κατ'αναλογία προς την "αδελφή".Πιθανότατα από τη λέξη "γκέι" απ' όπου έχει τον ίδιο αρχικό φθόγγο και την -ουέρα, κατάληξη επιτατική - μεγεθυντική της σημασίας κατ'αναλογία προς το "μάνα - μανάρα", "πόδι - ποδάρα" και με τάσεις γιουχαΐσματος με τη χρήση του "ου".
Απευθύνεται στους άρρενες ομοφυλόφιλους που έχουν κάποια υπερβολή στην εμφάνιση και στη συμπεριφορά που τους προδίδει. Με άλλα λόγια είναι υποτιμητική εκδοχή αντίστοιχη της "κραχτής" ή "αδελφάρας ξεγυρισμένης", αυτού που φαίνεται όσο και όπως φαίνεται αλλά δεν ενδιαφέρεται για τα προσχήματα και βέβαια ούτε να το κρύψει ειδικά μεταξύ του κύκλου του που είναι εξοικειωμένος πλέον.
"Πω, ρε μάνα μ', τί'ναι φτούνη η γκουέρα; Φρύδι τσίτα, αποτρίχωση κάργα, χείλη φουσκωτά, λίγο κόκκινα, πουκάμισο λαμέ με λέλουδα, χέρι σπαστό... Κάποιος να βρεθεί να τον μαζέψει μην τον πετύχει κάνας αδερφός του..."
Got a better definition? Add it!
Ο γεροδεμένος, ο μποντιμπιλντεράς.
Ανακοινώθηκε ο γάμος της χρονιάς: Παντρεύεται στα 37 της η Ελληνίδα δημοσιογράφος και ο σωματαράς σύντροφός της. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Αλλιώς ο θεός, δηλαδή ο πάρα πολύ καλός σε κάτι. Χρησιμοποιείται και με ελαφρά ειρωνεία για κάποιον που κάνει κάτι παράξενο ή απροσδόκητο ή πολύ μοναδικό.
Got a better definition? Add it!
(Από το Μητσοτάκης και Δράκουλας = Μητσοτάκουλας.) Αυτός που προκαλεί υπερβολική ατυχία στους άλλους, ο υπερβολικά γκαντέμης. Λέγεται και σκέτο Μητσοτάκης.
- Ρε Μητσοτάκουλα, ήρθες και όλο ασσόδυα φέρνω! Φτου, φτου σκόρδα, ξορκισμένος με τον απήγανο!
- Είμαι τελείως Μητσοτάκης, μόλις έφτασε η σειρά μου τελείωσαν τα εισιτήρια!
Got a better definition? Add it!