Further tags

Σύνθετη λέξη (ξεφτίλα + πούστης) που χαρακτηρίζει τον ομοφυλόφιλο που κάνει κρα λόγω της κραυγαλέας θυληπρεπούς του εμφάνισης που συνδυάζεται με γυναικεία φωνή και γενικότερα γυναικωτούς τρόπους.

Ρε τον ξεφτιλόπουστα! Βαμμένο μάτι και φτερά στην πλάτη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άξεστος βλάκας, το ντουγάνι, ο ούγκανος, το ορκ. Στην όχι σπάνια περίπτωση που η σκουντρουχοσύνη συνδυάζεται με κτηνώδη μυϊκή δύναμη, γάμησέ τα. Την αγνώστου (εισέτι) ετύμου λέξη χρησιμοποιεί συχνά φίλος του λημματογράφου έλκων την καταγωγήν Καράμπαμπα ταραφιντάν. Αυτά μόνο, με την ευγενική παρότρυνση της Ξωτικίνας του σάητος.

μην πει κανείς ότι το παράδειγμα δεν περιέχει το λήμμα. Τίγκα είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άγριο μπινελίκωμα, το άγριο βρισίδι με το οποίο περιλούζεις κάποιον.

  1. Προσπάθησα να διαβάσω και τα σχόλια, αλλά δεν άντεξα τόσο σκατοψύχι και κάπου σταμάτησα.

  2. Από το πολύ σκατοψύχι που του έριξαν, ο γέρος δεν μπορούσε να λιώσει στον τάφο του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια μυρωδιά όπως η αριστερίλα, αλλά πιο δυνατή.

  1. Πήγα να ανοίξω το άρθρο του, αλλά απέπνεε κομμουνίλα και το ξανάκλεισα.

  2. Όλη η κομμουνίλα του 1980 έχει μετακομίσει στον ΣΥΡΙΖΑ τώρα.

  3. Άσε να μπει και κανάς πατριώτης στη Βουλή, γιατί έχουμε πήξει στην κομμουνίλα.

Κομ-μουνίλα (από Khan, 30/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεόκοπο κράξιμο προς θείτσες, λυκόπουλα και άλλους ασχετίδηδες που μας κάνουν τα αρχίδια αερόστατα καθώς πελαγοδρομούν με τις ώρες μπροστά απ' το ΑΤΜ.

Ισχύει και για αργοκάραβα και ρεητσαρλίνες σε δημόσιες υπηρεσίες που χειρίζονται τον κομπιούτορα πιο αργά απ' τον θάνατο.

1. Άμα αργήσει κι άλλο ο τύπος στο ΑΤΜ θα πάω και θα τον ρωτήσω σε ποια πίστα είναι...

2. 10 λεπτά μπροστά στο ΑΤΜ... Ή είναι δύσκολη η πίστα ή πάει για high score η θεία μπροστά.

(από σφυρίζων, 31/10/13)(από σφυρίζων, 31/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό πικάντικο και καυτερό μπαχαρικό. Υποδηλώνει επίσης τη θερμοκεφαλία (όταν κάποιος νευριάζει με το παραμικρό).

- Είδες το επεισόδιο με το Κασιδιάρη και τη Κανέλλη;
- Άσε, μπούκοβο ο Ηλίας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν αποκαλείς κάποιον «αρχίδι», αλλά με 17 κιλά μαγκιά που λυγίζουν ακόμα και τα φωνήεντα της λέξης (τσισάκια εννοείται ο τύπος στον οποίον απευθύνεται)

Tips: προφέρεται ελαφρώς ένρινα και συνήθως κλείνει μετά από σύντομη παύση την προηγηθείσα ομοβροντία ύβρεων σαν το κερασάκι στην τούρτα.

Αν ήταν υλική ενέργεια, σίγουρα θα ήταν η ροχάλα απαξίωσης του θύτη προς το άγρια ξυλοκοπημένο θύμα το οποίο κείται ημιλιπόθυμο στο έδαφος.

(στο φανάρι)

- Άντε ρε μουνί ξεκίνα!
- Τι 'πες ρε μουνόπανο ξεκωλιάρη μη σου γαμήσω το σπίτι παλιόπουστα που θα με πεις εμένα μουνί;;...(παύση)...αρχέδε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας χαρακτηρισμός τόσο κλασικός, ώστε αποτελεί μέρος της «πολιτιστικής κληρονομιάς μας» κατά τον πασαδόρο Χαλικούτη. Ο ξεφτίλας ή ξευτίλας μπαμπουινιστί προκειμένου να αναδεικνύεται η ελληνοπρέπεια της λέξης εκ του εξευτελίζω, είναι ο ξευτιλισμένος, ο ταπεινωμένος, ο εξαχρειωμένος, αυτός που έχει χάσει κάθε αίσθηση τιμής και αξιοπρέπειας.

Η λέξη χρησιμοποιείτο πάρα πολύ κατά την ένδοξη εϊτίλα και θα διακινδυνεύσω μια παρατήρηση. Στα έϊτιζ, τότε που γυρίζονταν επικές βιντεοταινίες, όπως ο Χάρης ο ξεφτίλας (1987) ή ο Μπαμπάς μου ο Ξεφτίλας (1984), το ξεφτίλας ήταν μια συνηθέστατη βρισιά που έπληττε καθολικώς την ανδρική υπόσταση του υβριζομένου. Σήμαινε κάποιον που ήταν καρπαζοεισπράκτορας, τζανετάκος, αχρηστίδης, κερατάς και δαρμένος, εύκολο θύμα bully-δων. Σταδιακά με την υποχώρησή της από το πρώτο πλάνο των ύβρεων, χρησιμοποιείται πλέον κυρίως για περιπτώσεις ακραίας ηθικής σήψης, όταν κάποιος φτάνει να χάσει την ανθρωπιά του, κυρίως δηλαδή στοιχεία που τον καθιστούν άνθρωπο, όπως η τιμή και η αξιοπρέπεια. (Παρεμπιπτόντως, ένας μεγάλος αριθμός χτυπημάτων στον γούγλη αφορά στους κατασχέτες οικιών. Τυχαίο;)

1. Στο γραφείο είναι του κλότσου και του μπάτσου. Στις παρέες τον έχουν της καρπαζιάς και της πλάκας. Στο σπίτι η γυναίκα και η κόρη του τα παίρνουν όλα. Ώσπου ένας σκηνοθέτης του παίρνει και την γυναίκα. Τότε ο Χάρης, ο ξεφτίλας επαναστατεί...

2. Επάγγελμα: ξεφτίλας.
Επάγγελμα κατασχέτης. Ειδικότητα που είναι ακόμα στα σκαριά. Που θα τελειοποιηθεί με γρήγορους ρυθμούς και που οι εργαζόμενοι σε αυτήν δεν θα δείχνουν την απειρία και την ατολμία του νεαρού Γιώργου, διότι θα έχουν καλύτερα εκπαιδευτεί στην αναλγησία. Το επάγγελμα αυτό, του εισπράκτορα χρεών, άνθησε και ανθεί στους κόλπους της μαφίας, όπου οι εντεταλμένοι για την είσπραξη κάνουν τη δουλειά τους με τη βοήθεια μιας σιδερογροθιάς ή ενός πιστολιού.

3. ΞΕΦΤΙΛΑΣ: Ιδιοκτήτης ενεχυροδανειστηρίου ο «γιγαντας» Τάσος Μητρόπουλος.

4. ΤΙ ΞΕΦΤΙΛΕΣ! Πούλησαν το ΠΑΙΔΙ τους για να πάρουν iphone!!!

5. ΝΤΡΟΠΗ ΣΑΣ ΞΕΦΤΙΛΕΣ...Η WIND έβγαλε στο «σφυρί» το σπίτι βιοπαλαιστή με 2 παιδιά για υπόλοιπο 200 €.

6. Και την Ακαδημία Πλάτωνος βρε ξεφτίλες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πασίγνωστη μάρκα μαργαρίνης που επαλειμμένη κυρίως σε φέτες ψωμιού θρέφει εδώ και χρόνια χιλιάδες Ελλήνων.

Σαν χαρακτηρισμός προσώπου, ειδικά όταν αφορά αρσενικά -που είναι και το συχνότερο- κάθε άλλο παρά τιμητικός είναι, αφού υπονοεί τον φλώρο, τον λαπά, τον χαλβά, αυτόν που κωλώνει στα δύσκολα ενίοτε σε αντίθεση με την εικόνα που δίνει, που αποφεύγει τις αντιπαραθέσεις επειδή δεν έχει τ’ αρχίδια, αυτόν που μπορεί ο καθένας να τουμπάρει ή να χειριστεί χωρίς κάποια δυσκολία όπως θα άρμοζε σε σωστό άντρα ή σε συγκεκριμένες περιστάσεις όπου επιβάλλεται σαν αντίδραση μια κάποια μαχητικότητα αν όχι επιθετικότητα.

Δεν τη λες και βαριά προσβόλα (σε όλα της ..σοφτ είναι) αλλά ενέχει μια απαξίωση του στυλ «δεν αξίζει ούτε μια σωστή βρισιά να του ρίξεις».

Κι έτσι, αν, όπως βεβαιώνουν πολλοί ειδικοί, είμαστε ό,τι τρώμε, εξηγούνται άνετα πολλά σημερινά παράδοξα σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο χωρίς να χρειαστεί να καταφύγουμε σε πασίγνωστες θεωρίες ψεκασμών.

Όσο για το Γιόνας, πιθανόν αν τον αφήσουμε να πάει να τον πάρει ο γαύρος στη θέση του βιτάμ σοφτ καστράτου. (από ποστιά βάζελου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι και μουσικό όργανο, είναι και λουλούδι, αλλά εδώ μας ενδιαφέρει ως βρισιά, προερχόμενη με αποκοπή από το μαλακοβιόλα ή πιο σεμνά από το χαζοβιόλα. Στα συν του ως βρισιά το ότι ομοιοκαταληκτεί με το καριόλα.

  1. Είστε όλες ένα τσούρμο βιόλες, άλλες πουτάνες, κι άλλες καριόλες! (Ανδρική θυμο-σοφία με ρίμα).

  2. Γύρευε με ποια ξενέρωτη βιόλα τριγυρνάει.

(από Παγράτσου Κολιάτι, 06/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified