Ζάκιας, ζέουλο, πρέζακλας, ή πιο απλά πρεζάκιας. Η χρήση των όρων αυτών ποικίλει ανά περιοχές, με την τελευταία να συναντάται σε περιοχές όπως Νεάπολη, Εξάρχεια, Μοναστηράκι.
- Φάε μια μπύρα ζέος στην γωνία εκεί! Αραχτός και cool!
Ζάκιας, ζέουλο, πρέζακλας, ή πιο απλά πρεζάκιας. Η χρήση των όρων αυτών ποικίλει ανά περιοχές, με την τελευταία να συναντάται σε περιοχές όπως Νεάπολη, Εξάρχεια, Μοναστηράκι.
- Φάε μια μπύρα ζέος στην γωνία εκεί! Αραχτός και cool!
Got a better definition? Add it!
Γυάλινη συνήθως νερόπιπα που χρησιμοποιείται για τη πόση ναρκωτικών ουσιών, π.χ. κανναβινοειδών, κρακ, σάλβια, κρυσταλλικής μεθαμφεταμίνης και ταλιμπάν.
Δανεικό κι αγύριστο από το Ταϊλανδικό baung.
- Είναι ένα είδος ναργιλέ, για να καπνίζουν μαριχουάνα και διάφορα τέτοια. Αναρωτιέμαι αν έχει κάποια ονομασία ή το ονομάζουν «μπονγκ».
- Το έψαξα σε ένα σάιτ για το κάπνισμα. Τα λένε μπονγκ.
(εδώ)
- Με την ίδια ακριβώς λογική, λειτουργεί και η ΝερόΠιπα ή νεροσωλήνας ή Bong... Εδώ το δοχείο, τον αεροθάλαμο και το σωληνάκι ρουφήγματος τα αντικαθιστά μια σωλήνα σχετικά μεγάλης διαμέτρου (περίπου όσο το στόμα). Χρησιμοποιούμε μονάχα ένα σωληνάκι ενωμένο εξωτερικά με ένα δοχείο καύσης. Η νερόπιπα, σε σχέση με τον αργιλέ, παρουσιάζει το πλεονέκτημα της εύκολης μεταφοράς και συντήρησης. Προσοχή θέλει το δοχείο καύσης το οποίο πρέπει πάντα να είναι σε μεγαλύτερο ύψος από την επιφάνεια του νερού για να μην βραχεί το χόρτο..
(εκεί)
- ΜΠΟΝΚ / ΝΑΡΓΙΛΕΔΑΚΙ 15cm, 10.23EUR, Αγορά !! (από εμπορικό σάη)
Got a better definition? Add it!
Αφενός το μουσικό και μη σουξεδάκι και αφεδύο η τζούρα κανναβινοειδούς ή άλλης ουσίας, κυρίως από μπονγκ ή πίπα.
Εκ του αγγλικανικού hit.
- Παίξτε και κανα χιτάκι. Όλο κάτι b-sides παίζετε...
(εκεί)
- Ε, λοιπόν κι εσείς οι ποιοτικοί τα ίδια σκατά είστε. Νούμερο ένα χιτάκι ήταν οι τσοντίτσες της greek erotica! Και μάλιστα οι τσοντίτσες που σύμφωνα με τις επιστημονικές έρευνες του Bouldela.com είναι το τοπ ελληνικού γούστου: λεσβιακά.
(εδώ)
- Μπρε Μανωλιό, πιε ένα χιτάτσι και φεύγει το φαρμάτσι...
Got a better definition? Add it!
Μικρή ποσότητα ή δόση πρέζας ή κόκας, αρκετή για να σε σιάξει. Εναλλακτικά ψάκι, ποδανιστί, ξαφίκι.
Εκ του αγγλικανικού fix.
- Σε διαθεσιμότητα για δύο φιξάκια ο Αστυφύλακας ... της Αμέσου Δράσεως, να κατέχει μικροποσότητα ναρκωτικών ουσιών
(εδώ)
- Ναι, η ζωή χρειάζεται αναισθητικά... Ας αποποινικοποιήσουμε και τα φιξάκια της ηρωίνης και τις μυτιές της κοκαΐνης... Τουλάχιστον αυτά δεν είναι επικίνδυνα για την υγεία όσων δε τα χρησιμοποιούν...
(εκεί)
- Από χθες ψάχνονται οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι πως βρέθηκε ένα φιξάκι ηρωίνης πεταμένο στη μέση του διαδρόμου του σωφρονιστικού καταστήματος ...
(παραπέρα)
Got a better definition? Add it!
Με γιώτα, είναι το τριπάκι ή πακιτρί.
Κι είπα για χαρά σου στον Αντύπα,
κι άφησα ξωπίσω μου μια τρίπα,
που τραγουδούσε κι ο Σαββόπουλος.
Πήρα μια τρίπα κι είδα ότι πέθανα από πρέζα
(στίχος των Χατζηφραγκέτα)
Got a better definition? Add it!
Αν και το λήμμα παραπέμπει στο γνωστότατο χορό ή στο επίσης γνωστό μαντήλι, εδώ αναφέρεται στο πολύ καλής ποιότητος ελαφρό ναρκωτικό, παράγωγο της ινδικής κάνναβης, που φύεται στην Μεσσηνιακή πρωτεύουσα Καλαμάτα και πέριξ αυτής.
Όπως αναφέρει ο φίλος Azargled στο λήμμα κρητικό (βλ. και παρακάτω), το βασικό ουσιαστικό που είναι το «χασίσι» παραλείπεται, όχι μόνο χάριν συντομίας, αλλά και για την αποφυγή πλήρους κατανόησης της φράσης από πιθανή ανυποψίαστη ομήγυρη.
Συνώνυμα: αφγάνι, γάρο, γελαστό τσιγάρο, γκάντζα, ινδική κάνναβις, κανναβούρι, κρητικό, λεμόνι, Μαίρη Τζέην, μαριχουάνα, μαρουγάνα, μαυράκι, μαύρη, μαύρο, μελαχρινή, μονόφυλλο, μπάφος, νταμίρα, νταφού, πράσινο, σινσεμίλια, σκάνγκ / σκάνκ, σοκολάτα, τούφα, τρίφυλλο, τσιγαριλίκι, φοσμπά, φούντα, χασίς, χασίσι, χόρτο κ.α.. (Κοπί το πίτα και από εδώ).
- Πάρε πάστες κι έλα!
- Τι; είμαστε για επίσκεψη ή παίζει τίποτα καλό;
- Καλαματιανό αγόρι μου! Σου λέει τίποτα;...
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από την αρρώστια της πρέζας δηλαδή το σύνδρομο στέρησης και την τάση που έχουν τα ζάκια να τα υποκορίζουν όλα (και να μιλάνε γενικά και με ψιλή φωνή).
Παράγωγο: το ταλαιπωράκι της Αννίτας.
- Φιλαράκι μήπως έχεις ένα πεντάευρο; Είμαι δυο μέρες αρρωστάκι!
- Μην ξαναπαρκάρεις Μεταξουργείο. Είναι τίγκα στα αρρωστάκια! Σου σπάνε τζάμι για τα κέρματα που έχεις στο χειρόφρενο!
- Αρρωστάκι ο Τζες με τη Μαρία!
- Ε φυσικά, αφού τον έχει στο φτύσιμο!
Got a better definition? Add it!
Γίνομαι κομματιανός από πρέζα. Εκ του ζαμπόν.
- Άσε ρε φίλε, είμαι χθες στο στέκι με τη Βουλίτσα και περνάει ένα τσουτσέκι και της πιάνει το γκώλοοο...
- Τί έκανε λέειειειει;...
- Άσε ρε φίλε, ζάβωσα τελείως να πούμε! Τον τάισα τα δόντια του το μπούστη!
- Έτσι! - έεετσι!. Τη γαμιολόπουστα!
Τον είδες το Μάικ; Ζάβωσε απ' τη ρούχλα ρε το παλληκάρι!
Got a better definition? Add it!
Μονάδα μέτρησης πρέζας με χωρητικότητα ενός καπακιού στυλό Bic.
Καπάκια ενίοτε και επίχρυσα χρησιμοποιούν επίσης οι κοκάκηδες για να χορηγούν τις ρουθουνιές τους.
- Για την ηρωίνη μονάδα μέτρησης είναι το καπάκι από το στιλό Bic, περίπου 3/4 του γραμμαρίου, και πωλείται 120 ευρώ η δόση. (εδώ)
- Εμπόριο (στην φυλακή) γίνεται με τα ψυχοφάρμακα. Αν και τους τα δίνουν «σπασμένα», τα μεταφέρουν στο στόμα τους και τα μεταγγίζουν στο στόμα κάποιου άλλου με ένα φιλί. Ενα Ipnostedon π.χ. έχει την ίδια αξία όσο το 1/15 από το «καπάκι», δηλαδή 10 ευρώ.
(εκεί)
Got a better definition? Add it!
Καταλήγω να βρίσκομαι σε κατάσταση απόλυτης νωθρότητας.
Προέρχεται από τη συνειρμική εικόνα του τρεμάμενου κομματιού ζαμπόν (κατακερματισμένο, επεξεργασμένο κρέας) και όχι όπως λανθασμένα αναφέρεται σε ορισμένες περιπτώσεις στη βιβλιογραφία, από την πρέζα.
Μαλάκα, ζαμπονιάστηκα. (Μετά από εκτενή ηλιοθεραπεία)
Μαλάκα, ζαμπονιάστηκα. (Μετά από εκτενή σεξουαλική δραστηριότητα)
Μαλάκα, ζαμπονιάστηκα. (Μετά από εκτενή Ανίτα Πάνια)
βλ. όλες τις σημασίες και στα παρακάτω λήμματα: ζαμπόν, ζαμπονιάζω, ΤΕΙ Ζαμπονοκοπτικής
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified