Further tags

Χιουμοριστική λεξιπλασία, η οποία προκύπτει από τις λέξεις Ιλιάδα και λιάρδα.

Αναφέρεται σε φάση επικών διαστάσεων κατανάλωσης αλκοόλ και μέθης (και των συνεπειών αυτής), αναλόγων δηλαδή με τη βαρύτητα και σπουδαιότητα του πασίγνωστου ομηρικού έπους.

- Έαε, τι γίνεται;
- Χάλια... βγήκαμε χτες με τον Ιεροκλή και τα ήπιαμε... τι τα ήπιαμε δηλαδή, Ιλιάρδα, κανονικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοξική κατάσταση του ανθρώπινου οργανισμού (τα ζώα ουδέποτε πίνουν ως γνωστόν) στην οποία υποπίπτει ούτος μετά από κατανάλωση άμετρου ποσότητας ξυλοπνεύματος. Το ξυλόπνευμα παράγεται και από την ξηρή απόσταξη του ξύλου όπως αναφέρεται εδώ. Κάθε πότος περιέχει ίχνη ξυλοπνεύματος και επαφίεται στην δεξιοτεχνία του μάστορα πότε και σε ποια ποσότητα θα πέσει στο μπουκάλι μας. Στην καθαρή του μορφή είναι συστατικό πολλών χημικών, διαλυτικών, καυσίμων και τροφίμων σαν υποκατάστατο της αλκοόλης. Η γλυκιά γεύση και η διαφάνειά του το καθιστούν μη ανιχνεύσιμο και ως εκ τούτου ευκόλως προστιθέμενο στα πιόματα με σκοπό τη νοθεία από διάφορους οπορτουνιστές, λαμόγια, κερδοσκόπους και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Σε μεγάλες ποσότητες η χρόνια χρήση επιφέρει τύφλωση.

Η λέξη, αναφερόμενη στην εκούσια αλλά φευ παροδική επίδραση της ουσίας στα πάνω πατώματα, αποτελεί έναν ακόμα κρίκο στην ατέρμονη αλυσίδα των εκφράσεων που, σαν μαλακές, γλωσσικές φασκιές, διαφυλάττουν αλώβητη την επιθυμία του έλλογου όντος να κατακερματίσει τα όριά του, να κολυμπήσει, να πνιγεί η ακολουθώντας τον πνευματικό του άνεμο να στρέψει το πανί για τη δική του Γη της Επαγγελίας.

Ο μεθυσμένος πάσχων από έλλειψη πραγματικότητας, μετουσιώνεται στην φρυκτωρία του νου του σε αυτόν που αλήθεια είναι. In vino veritas. Ο έρωτας ανταποδίδεται, ο φόβος και οι συμβάσεις καταργούνται. Το αλκοόλ ρέοντας στα πιο βαθειά αυλάκια του εγκεφάλου θα εκμαιεύσει δια διηθήσεως την απάντηση στην αιώνια απορία μπρος στο απελπιστικά εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης. Γι’ αυτό και είναι άρρηκτα δεμένο με τον άνθρωπο, το γέλιο του, το κλάμα του το τελικό ναυάγιο.

Και καμία σχέση ο Βάκχος βεβαίως-βεβαίως. Ο Διόνυσος είναι η ελληνική μετάφραση του Βάκχου όπως η νταρντανομούνα είναι η ελληνική μετάφραση της παρενδυσίας. Οι μαινάδες που πίνοντας μόνο γάλα «κάραν πάλλουσι» και κραδαίνοντας εγχειρίδια και φίδουλες σκαρφαλώνουν ξυπόλυτες τα βουνά, που με τα χέρια ξεσκίζουν θηρία κ ανθρώπους, καταβροχθίζοντας και πετώντας τα κομμάτια στη γη, αυτές που με νυκτιπολίες στο τέλος του χειμώνα λυμαίνονται τους αγρούς καλώντας τους νέους χυμούς ν’ ανεβούν και να γονιμοποιήσουν το χώμα γι’ άλλη μια φορά, ουδεμία σχέση έχουν με διάφορα αναγώγια και καταγώγια όπου γίνεται φάση. Ίσως μια φευγαλέα πνοή τους φτάνει σε μας σήμερα σαν Αναστενάρια. Ιδού και ο εκφραστικός πλούτος που συλλέχτηκε σ’ αυτό το μέρος που ώρες - ώρες η εικονική πραγματικότητα είναι πιο πραγματική από την πραγματική πραγματικότητα και επιπροσθέτως, εξόχως απενοχοποιητική.

Assist: ένας φίλο από το διπλανό τραπέζιμεγάλε α γειά σου χίκ!).

Βλέπε: αλκοόλα, Άλκης, Άλκηστις, αλάμπαρση,έμτυ φιούελ, είμαι κομμάτια, ζάντα, ζαμπόν, γίνομαι Γκόγκολ, γκαργκάνιασμα, γίνομαι γκολ, γίνομαι κουδούνι, γκρούγιος, κροκόδειλος, γίνομαι κώλος, γίνομαι χημείο, γκούμπριτος, καύσιμα, κουρούμπελο, κωλοτρυπίδι, ξίδια, κόκκαλο, κοκαλίγκα, τα κοπανάω, κουνουπίδια, κουστώ, κρασίς, κρασοπατινάδα, κρασοκατάνυξη, κραιπαλιάζω, λιώμα, λιάρδα, λιώσιμο, λυώνω, λιωσμάρα, λικερώνομαι, λιόστ, λιουμίδης, μεθυσμενάκι, μπέκρα, μπέβα, μπεκρίλα, μπεκροκανάτα, μπεκρόχεσα, Μπομπ Ντίρλαν, Μπυρακλής, μπυρούζο, μπυρόβιος, μπυρουέτες, ντίρλα, ντέφι, νεροχύτης, οινόπνευμα, Ορέστης Μακρής, ούζερ, πατημένος, πίνω τον κώλο μου, πίτα, πιώμα, ποτάκιας, πότης της ασφάλτου, πετρέλαιο, πλακάκι, ρούκουνας, σούρα, στρακόττο, σβερκώνω, σκνίπα, σταφίδα, στειλιάρι, στουπί, την πίνω, τσικουδόχοιρος, τάπα, τζάλα, τούτζι, τσαλμπουράνι, τα τσούζω, Τζακ ο αντεροβγάλτης, τύφλα, υγρόν πύρ, φορτωμένος, φιλτιμπίνι, φέσι, φέτες, φτιάχνω-ομαι, φυσέκι, χαϊντιρλάντερ, χάλια, χαλιέμαι, Χανγκάιβερ, χώμα

Ο Μήτσος και ο Τάκης κουτσοπίνουνε στο μπαράκι της Μπουμπούκας τα σχετικά Λιώσε Κουέρβο, Θήβας Ρίγκαλ, Kαυτή Σάρκα κ.τ.λ. Στο σβήσιμο πάνε μέσα από το πάρκο ρομαντικά, άντε και για κανένα τυχερό και άξαφνα ο Τάκης σκοντάφτει στο ποτιστήρι του γκαζόν, πέφτει πάνω σε κάτι πέτρες και σπάει ό,τι προεξέχει: μύτη, δυο δόντια, τρία δάχτυλα. Την άλλη μέρα, μετά την ανάταξη ο Τάκης κατάλαβε. - Μητσάρα, εγώ δεν ήπια απλώς, εγώ έπαθα ξυλοπνευματίαση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλ. μπυροκοιλιακοί.

- Εμ βέβαια. Κάθε βράδυ λιάρδα, νά 'τοι οι μπυριακοί που ξεπρόβαλαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να μάθουμε τον δείκτη γαμησιμότητας κάποιας κοπέλας εκφρασμένο σε κλίμακα ποτού (πιθανόν να χρησιμοποιείται και για άντρες, αλλά δεν κόβω και τη μπούτσαμ για αυτό).

Δηλαδή το κατά πόσο είναι αξιαγάμητη, φακάμπλ, γαμισάμπλ, ευγάμητη, κρεβατάμπλ. Δηλαδίς αν έχει τούτο το πολυπόθητο χάι φακαμπίλιτι.

Η απάντηση προφάνουσλυ είναι ένας αριθμός, π.χ. 4 ποτά, που σημαίνει ότι για να προχωρήσει κάποιος σε νταχντιρντί με την εν λόγω δίδα πρέπει να καταναλώσει πρώτα την εν λόγω ποσότητα.

Δηλαδίς όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των ποτών τόσο περισσότερο λιάρδα πρέπει να είναι ο ερωτηθέμενος για να κάνει κάτι με την εν λόγω.

Άρα με μηδέν ποτά η σενιόρα έχει υπερχάι φακαμπίλιτι ενώ όσο ανεβαίνουν τα ποτά πέφτει η αξία γαμησιμότητάς της.

Προλαβαίνω κάποιους σλανγκαρχίδιδες, που θα πουν πως τα 4 ποτά για κάποιον είναι πολλά και για άλλον τίποτα, άρα τα αποτελέσματα του δείκτη είναι κάπως «αόριστα», λέγοντας πως τέτοιες «μετρήσεις» γίνονται συνήθως μεταξύ φίλων ή γνωστών, ωσεκτουτού είναι λίγο πολύ γνωστό το πόσο μεγάλη καταπιόνα έχει κάποιος.

(συζήτηση μεταξύ απελπισμένου αγάμητου και –άντε να σου κάτσει καμία να ησυχάσουμε- φίλου)

- Ρε συ λακαμά λέω να τα ρίξω στην Άννα, τι λες;
- Πλάκα με κάνεις, έτσι;
- Γιατί ρε εσύ δεν την έπαιρνες;
- Εεε με 5-6 ποτάκια κάτι γίνεται.
- Ε να τα ρίξω στην Λίλιαν τότε. Αυτή με πόσα ποτά την παίρνεις;
- Τι με πόσα ρε μαλάκα; Με την Λίλιαν και ξεσούρωτος πάω, αλλά άσ' το καλύτερα…
- Γιατί ρεεεεε;
- Γιατί αυτή θα θέλει γερό «πότισμα» για να ’ρθει μαζί σου…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σύγχρονη εκδοχή του «ότι θυμάμαι χαίρομαι».

Το έναυσμα το έδωσε ο Α. Ρουμελίωτης στο ..χμ.. άρθρο του στην Ε (π.χ. εδώκαι το πραγματικό μέγεθος το αποκάλυψε ο πόστερ Θανάσημος εδώ!

Άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε

Τον λαό χαιρέτησε ο αντί-πρόεδρος της κυβέρνησης κ. Πάγκαλος ο οποίος έβγαλε έναν μνημειώδη λόγο:

- «Όλοι οι Γερμανοί τον παίρνουν και γέρνουν!» αναφώνησε απ’ το μπαλκόνι

- “Ναιαιαιαιαιαιαιαιαιαιαιαιαιαιαιαιαιαιαιαι!!!” απάντησε το πλήθος παραληρώντας

- «Μας κλέψανε λεφτά! Μας κλέψανε χρυσό! Μας κλέψανε ασήμι! ΜΑΣ ΚΛΕΨΑΝΕ ΝΙΚΕΛΙΟ!!!» συνέχισε ακάθεκτος ο κ. Πάγκαλος

- «Πάει το Νικέλιο!» αναφώνησε απελπισμένη μια γηραιά διαδηλώτρια, έφερε το χέρι της στο μέτωπο και λιποθύμησε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλάδος μπλε χαπάκι μπορεί να παραπέμπει, για το ευρύ κοινό, σε διεγερτικά χάπια τύπου βιάγκρα, κουλουπές χημείες αποκατάστασης της πεσμένης ανδρικής σεξουαλικότητας...

Για τους ψαγμένους, όμως, δηλαδή, για αυτούς που ακροβατούν ανάμεσα στους κόσμους πολεμώντας με απόκρυφα θηρία, άγνωστες τεχνολογίες και «το σύστημα», γενικότερα, για όσους σηκώνονται από καναπέδες-ντιβάνια-συνειδησιακά φέρετρα, το «παίρνω το μπλε ή το κόκκινο χαπάκι» είναι ένα μούρλια «ματριξο-σλανγκ», ευρύτατα διαδεδομένο σε οργανισμούς, ομάδες και έντυπα ακτιβισμού, εναλλακτικών θεωριών, κουλουπού.

Αναλυτικότερα, παίρνω το μπλε χαπάκι θα μπορούσε να σημαίνει συμβιβάζομαι, υπαναχωρώ, μπαίνω στη γυάλα των ονείρων μου για ασφάλεια και συνειδησιακό θάνατο, στήνω κωλαράκι, τα κάνω γαργάρα, γίνομαι λαγός, «μάλιστα, κύριε προϊστάμενε (σλουρπ)», «πάτερ, την ευχή σας (χλατς)»....

Αντίθετα, παίρνω το κόκκινο χαπάκι θα μπορούσε να σημαίνει δεν ανέχομαι, αγωνίζομαι για τα ιδανικά μου, επαναστατώ, υψώνω ανάστημα, «ξέρεις ποιος είμαι γω ρεεεε;», κ.α. διότι είμαι και γω ένας Νήο του δημόσιου φορέα, του ρεπορτάζ, του τουρισμού, του παραγοντισμού, κουλουπού, γενικότερα, του επιπέδου δράσης μου...

  1. - Είδες η λουκρητία ο Θωμάς; Εκεί που τον έκανες καλά κι έβαζε τα κλάμματα μας το γύρισε σε Ηρακλής! Τον έκανε τ' αλατιού το μάστορα!
    - Τι Ηρακλής; Αυτός πήρε το κόκκινο χάπι κι έγινε Νήο! Άλλαξε διάσταση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντελώς μεθυσμένος, κουνουπίδι, κουρούμπελο, φέτες, και λοιπά.

Η φράση είναι βέβαια τουρκική (bir duvar benim, bir duvar senin) και σημαίνει κατά λέξη «ένας τοίχος δικός μου, ένας τοίχος δικός σου». Στην Τουρκία, λέγεται καμιά φορά και ανάποδα (bir duvar senin, bir duvar benim), αλλά το ίδιο είναι.

Αν και δεν της φαίνεται εκ πρώτης όψεως, είναι παραστατικότατη έκφραση: Έχεις δύο μπεκρήδες, τύφλα στο μεθύσι, να βγαίνουν παραπατώντας απ' το καπηλειό. Πιθανότατα δεν θυμούνται πώς πάνε σπίτι, και σίγουρα δεν βλέπουν πού πατάνε. Έτσι λοιπόν, για να μη χαθούν αφενός, και για να κρατήσουν ισορροπία και να μη φάνε τα μούτρα τους στο σοκάκι αφετέρου, πιάνει ο καθένας από 'να τοίχο - ο ένας δεξιά ο άλλος αριστερά - και πηγαίνουν. Γαμάτο;

  1. Κυριολεξία:
    - Ρε τι γαμάτα που περάσαμε, ρε Μπάμπη! Σ' αγαπάω, ρε φίλε!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω, ρε Μήτσο!
    - Πάμε να τα πιούμε και πιο κάτω, ρε Μπάμπη;
    - Δεν μπορώ ρε μαάκα Μήτσο, δεν την παλεύω λέμε, έχω πιει τον κώλο μου!
    - Ε πάμε σπίτι μου, ρε Μπάμπη, να σκάσουμε κάνα γάρο!
    - Και κατά πού είναι το σπίτι σου, ρε Μήτσο;
    - Δεν ξέρω ρε μαάκα Μπάμπη, πάμε και βλέπουμε!
    - Ρε μαάκα Μήτσο, θα πέσω κάτω ρε μαάκα, θα φάω καμιά σαβούρα!
    - Ε, μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν, κάπου θα φτάσουμε!
    - Σ' αγαπάω ρε Μήτσο! (σνιφ) Σπαθί ξηγιέσαι!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω ρε Μπάμπη! (σνιφ) Καρντάσι! (ΝΤΟΥΠ)
    (πέφτουν)

  2. Μεταφορά:
    - Φίλε, κλάσαμε στο γέλιο χτες. Βγήκαμε με τον Κώστα, κι αυτός δεν το 'χει το αλκοόλ, την ακούει με τη μία. Τον αγκαζάρει, λοιπόν, ο Πέτρος και τον πλακώνει στα σφηνάκια και στις κανάτες και τον κάνει μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν. Πήγαινε βάρκα γιαλό, γέλαγε σα μαλάκας, την έπεφτε σε ό,τι πέρναγε...
    - Και στη Σούλα;!
    - Και στη Σούλα! Και στο τέλος έφαγε μια χύμα και σωριάστηκε μες στο μαγαζί και τον πήρε ο ύπνος ρε φίλε!
    - Άντε ρε μαλάκα!
    - Ναι ρε σου λέω, πήγαμε να τον σηκώσουμε κι αυτός ροχάλιζε!
    - Τελέρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το safe mode είναι ένας απλουστευμένος τρόπος εκκίνησης του λειτουργικού συστήματος όταν υπάρχει πρόβλημα στην κανονική λειτουργία ενός υπολογιστή. Ευρισκόμενος σε safe mode ο υπολογιστής λειτουργεί υποτυπωδώς, καθώς δεν έχουν φορτωθεί drivers, κάρτες γραφικών κ.ο.κ., επιτρέποντας τουλάστιχον στον πληροφορικάριο να τρέξει τα διαγνωστικά του κιέτσ'.

Σλανγκιστί, κάποιος λειτουργεί σε σέηφ μοντ όταν λόγω κούρασης, καταχρήσεων ή άλλων κακουχιών βρίσκεται αλλού γι' αλλού, είναι καμένος, ή / και έχει χτυπήσει ο σκληρός του με αποτέλεσμα να άγεται άκομψα και να εκφράζεται συγκεχυμένα.

- Κουκλίνι, μην με παρεξηγείς που σε προσπέρασα, τώρα είδα το σχόλιό σου. Τέτοιες ώρες λειτουργώ σε safe mode!
(εδώ)

- Δεν είμαι συγκεντρωμένος αρκετά ώστε να σκεφτώ να αναλύσω και να απαντήσω, λειτουργώ σε «safe mode»
(εκεί)

- Μη γελάς ρεεεεεεεεε Αγουροξυπνημένος και άρρωστος. Λειτουργώ σε safe mode...
(παραπέρα)

(από Vrastaman, 11/02/10)(από Vrastaman, 11/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην χειρότερη κατάσταση στην οποία θα μπορούσε να πέσει ένας άνδρας.

Άσ' τα να πάνε φίλε μου, με διώξανε απ' τη δουλειά, η σπιτονυκοκυρά μου μού έκανε έξωση, οι λογαριαμοί τρέχουν... Το μουνί και το μπουκάλι μ' έφεραν σ' αυτό το χάλι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αηδιαστική μυρωδιά που σε χτυπάει στην μούρη και κάνει τα μάτια σου να τσούζουν με το που μπαίνεις σε ένα κλειστό δωμάτιο. Μυρίζεται συνήθως σε δωμάτια φτηνών ξενοδοχείων αλλά και φοιτητών.

Στα ξενοδοχεία είναι προϊόν πλημμελούς καθαριότητας και στα δωμάτια φοιτητών επίσης λόγω παρατεταμένης κλεισούρας. Στα ξενοδοχεία και αλλού επικαλύπτεται με αποσμητικό σπρέι και στα φοιτητο-δωμάτια ενίοτε με μπάφους.

Κανείς δεν μπορεί να ξεχωρίσει με σιγουριά τις διάφορες μυρωδιές που εμπεριέχονται αλλά σίγουρα περιλαμβανουν: αρχιδίλα, κωλίλα, μουνίλα, κλανίλα, αυνανίλα, πουτσίλα, μπεκρίλα και άλλες σωματικές οσμές του προηγούμενου ένοικου. Ενίοτε δε ο προηγούμενος αφήνει την σκιά του σαν τον εσταυρωμένο στο σεντόνι...

Σημείωση συντάκτη: ό,τι κάνετε εσείς σε ένα κρεβάτι ξενοδοχείου, το έχουν κάνει πολλοί άλλοι πριν από σας! (πολλές φορές στα ίδια σεντόνια!)

Urban legend: όχι, οι τρίχες στα ρουθούνια δεν καψαλίζονται από την δωματίλα. Από μπάφους, ίσως.

Λήμμα αφιερωμένο στην ironick.

- Πωπω, ρε μωρό! Βρωμάει δωματίλα εδω μέσα! Ποιός μπίχλας λες να 'μενε εδώ πριν απο μάς; - Και τι περίμενες ρε ΜΧΣ, με 40 γιούρο στο Ναύπλιο, σουίτα; Άσε που μυρίζει σαν το σπίτι σου... Σκάσε ένα μπάφο, κι όλα καλά!
- Κι αυτό σωστό!

(αληθινή ιστορία)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified