Μένω άναυδος/άφωνος. Παγώνω. Μένω κάγκελο.
Ρε μαλάκα, μιλάμε καγκέλωσα...
Μένω άναυδος/άφωνος. Παγώνω. Μένω κάγκελο.
Ρε μαλάκα, μιλάμε καγκέλωσα...
Βλ. και παθαίνω πλάκα, μένω καρότο, μένω κούκλα, μένω μαλάκας, μένω παγωτό, μένω πίπα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η αρχική εκδοχή του γνωμικού παραπέμπει στο εξιδανικευμένο γυναικείο πρότυπο του χθες το οποίο πλέον σώζεται μόνο στα έργα του παλαιού Ελληνικού κινηματογράφου: της γυναίκας-τιραμόλα που αφενός είχε τον άνδρα της πασά στα Γιάννενα, αφεδύο ασκούσε πλήρη κυριαρχία στο νοικοκυριό - επικράτειά της, το οποίο συνήθως συμπεριλάμβανε κάποιο σαχλοκούδουνο για δουλικό.
Οι κοινωνικές συνθήκες μετεξελίχτηκαν έκτοτε, και η «εξιδανικευμένη» γυναίκα πλέον συμμετέχει με τον άνδρα ισότιμα τόσο στον επαγγελματικό στίβο όσο και στα του οίκου τους. Ωσεκτουτού, και υπό το σημερινό slangically correct πρίσμα, η έκφραση αντικατοπτρίζει κάτι εντελώς διαφορετικό: Η καλή νοικοκυρά (όπως, άλλωστε, και ο καλός νοικοκύρης) πειραματίζεται στο κρεβάτι με παιχνίδια υποταγής με έντονα στοιχεία μαζοχισμού (Δούλα) τα οποία εναλλάσσονται quid pro quo με *οδοντωτά/αυταρχικά κόλπα *σαδιστικής φύσεως ***(Κυρά)***.
Assist: Mes
Βαγγέλας: Βρε πούστη μου τελικά τι διαφοροποιεί το Λίλιαν από όλα τα άλλα αμαρτωλά; Ασκεί μια απίστευτη γοητεία ακόμα και σε μας που συμφιλιωθήκαμε με την ομοφυλοφιλία!
Πέρι: Η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά!
Βαγγέλας: Μιλάς με γρίφους, γερομπινέ μου!
Πέρι: Το Λίλιαν είναι μια κατά Sacher-Masoch Αφροδίτη με τη Γούνα που όμως μπορεί και γαμάει και δέρνει σύμφωνα με τις παραδόσεις του Sade!
Got a better definition? Add it!
Θεωρούνται τα δίδυμα παιδιά που γεννιόνται με ενωμένα κορμιά και γι' αυτό έχουν συνήθως, ορισμένα κοινά όργανα.
Ονομάστηκαν έτσι από τους δίδυμους: Τσάνγκ και Ενγκ επειδή γεννήθηκαν στο Σιάμ (Ταϊλάνδη). Αυτοί γεννήθηκαν ενωμένοι στο στήθος.
Αυτοί παντρεύτηκαν δύο αδελφές, απέκτησαν 18 παιδιά και έζησαν μέχρι τα 63 τους.
Κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις, όπου κατά την αντίληψη κάποιου, θα μπορούσε να αναφερθεί ο όρος, παρουσιάζονται στη συνέχεια.
Αυτές θα μπορούσαν να αφορούν:
α) κάποιους πολύ κολλητούς και αχώριστους φίλους. (βλ. παρ. 1)
β) εξαρτώμενα κοινωνικοπολιτικά συστήματα, ιδρύματα, οργανισμούς, κ.λπ. (βλ. παρ. 2)
γ) εξαρτώμενες έννοιες, αξίες, κ.λπ. (βλ. παρ. 3)
2.
-Εκκλησία και πολιτεία είναι σαν σιαμαίοι αδερφοί, που κανείς δεν μπορεί να τους χωρίσει γιατί, τότε ο ένας από τους δύο θα πεθάνει.
Δες
Got a better definition? Add it!
Ο ΠΑΣΠίτης (ή γενικότερα το μέλος της Νεολαίας ΠΑΣΟΚ) ο οποίος τυγχάνει φανατικός οπαδός του σημιτικού εκσυγχρονισμού, σε αντιδιαστολή με τον «προεδρικό» Πασπίτη - που πίνει νερό στ' όνομα του Ανδρέα και των (θεωρούμενων) επιγόνων του. Ο όρος έβγαζε νόημα (και είχε μεγάλες δόξες) όταν ο Σημίτης ήταν στην εξουσία, αλλά βέβαια ξέπεσε όταν ο εκσυγχρονισμός ξεχάστηκε και αντικαταστάθηκε από το επόμενο μεγαλόπνοο σχέδιο για τη σωτηρία της χώρας (την περίφημη «επανίδρυση του κράτους»).
Η λέξη πρωτοειπώθηκε από τη Μαλβίνα Κάραλη και έπιασε αμέσως, διότι θεωρήθηκαν πετυχημένα τόσο το ταιριαστόν της κατάληξης - ιστήρι όσο και η (καθόλου τυχαία) ομοιοκαταληξία με το μαλακιστήρι.
- Και εκεί που τους είχαμε ξεσηκώσει όλους στο αμφιθέατρο και θα παίρναμε την συνέλευση και θα πέρναγε η κατάληψη και θα γινόταν της πουτάνας...
- Ναι;
- Παίρνουν το λόγο τα δυο εκσυγχρονιστήρια της ΠΑΣΠ και τους παραμυθιάζουν ότι θα χάσουν το εξάμηνο, και κωλώνουν οι χέστες και χάνουμε την ψηφοφορία για μία ψήφο!
- Όχι ρε πούστη.
(Διάλογος θα μπορούσε να έχει γίνει οπουδήποτε κατά τη μεταρρύθμιση Αρσένη.)
- Ο Γιωργάκης τα ξαναβρήκε με το Σημίτη!
- Λες να επανεμφανιστούν τα εκσυγχρονιστήρια; Πλάκα θα 'χει!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προκύπτει με παράφραση της αγγλικής λέξης user (γιούζερ), που σημαίνει: χρήστης.
Ο όρος μπορεί να αναφέρεται σε κάποιον ουζοπότη (που χρησιμοποιεί ούζο, ως υγρό καύσιμο, βλ. παρ. 1).
Θα μπορούσε να αναφέρεται και σε κάποιον κατ' επίφαση χρήστη (γιούζερ) μηχανήματος, εφαρμογής κ.λπ., που απαξιωτικά ή χιουμοριστικά μπορεί, να αποκαλεστεί ή να αυτo-αποκαλεστεί ούζερ (λόγω παραπομπής της λέξης ούζερ, στη λέξη ούζο και στις αρνητικές συνδηλώσεις της αρχικής συλλαβής της, ου).
Κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις της χρήσης του όρου, παρουσιάζονται παρακάτω. Θα μπορούσαμε να μιλάμε λοιπόν για κάποιον:
- Kαθ' όλα εντάξει χρήστη, στα πλαίσια τριγκαρίσματος (βλ. παρ. 2).
- Tζακντανιελίστα χρήστη, που δεν έχει καμιά συναίσθηση του καθήκοντος κατά την επιτέλεση μιας εργασίας, π.χ.: λόγω ιδιοσυγκρασίας, λόγω ταπηροκρανίασης με τον προϊστάμενο του, κ.λπ. (βλ. παρ. 3)..
- Aνεπίδεκτο μαθήσεως με μυαλό αϊκιού ραδικιού, ή για κάποιον κακό εφαρμοστή των όσων έμαθε. (βλ. παρ. 4).
- Που του ανατίθεται στο εταιρικό περιβάλλον, ένα σύνθετο έργο, άνευ: εκπαιδεύσεως, παροχής του κατάλληλου υλικοτεχνικού εξοπλισμού, λοιπής υποστήριξης, κλπ. Έτσι ο όρος θα μπορούσε να λεχθεί, π.χ: στα πλαίσια αυτοσαρκασμού κάποιου για τον εταιρικό ρόλο του. (βλ. παρ. 5).
.
- Ωχ πάλι, ο κ. Ουζούνογλου πίνει τα ουζάκια του σήμερα. Χάλια θα γίνει πάλι.
- Ούζερ, όνομα και πράγμα ο τύπος. Σαν το ούζο 12 πίνει!
- Γεια σου ρε ούζερ!
- Ούζερ;
- Έλα ρε σε πειράζω. Αφού είναι γνωστόν πώς είσαι ο μόνος στην εταιρεία, που ξέρεις την εφαρμογή απέξω κι ανακατωτά, γι’ αυτό και δεν παίρνεις κι ανάσα.
- Ούτε γιούζερ, ούτε ούζερ. Λούζερ είμαι φίλε.
- Σ' αυτόν θέλεις να αναθέσεις τη δουλειά; Σώθηκες. Μη βασιστείς σ' αυτόν.
- Μα ξέρω πως είναι εύκαιρος τώρα και ξέρω επίσης πως ξέρει να χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο μηχάνημα.
- Κοίτα γιούζερ του μηχανήματος δεν τον λες, ούζερ σίγουρα, γιατί τη δουλειά που θέλεις να σου παραδώσει μέχρι αύριο, θα στη δώσει την επόμενη βδομάδα. Ο άνθρωπος, παίρνει τις...δόσεις γραψαρχιδίνης.
- Τον έχω εκπαιδεύσει όσο δεν πάει. Το....ντουβάρι! Σιγά μη γίνει γιούζερ αυτός! Ούζερ μπορεί!
- Άσε, μου 'χουν, αναθέσει μια πολυσύνθετη εργασία. Αλλά ούτε εκπαίδευση μου 'χουν κάνει, ούτε άλλη βοήθεια έχω, ενώ παράλληλα με έχουν βαφτίσει και εξπέρ γιούζερ της εφαρμογής, για να μου φορτώσουν την ευθύνη σε περίπτωση μαλακίας. Ούτε καν γιούζερ, δεν μπορείς να με πεις. Ούζερ είμαι o μαλάκας, αφού παρά τις ελλείψεις συνεχίζω να την παλεύω. Θα πρέπει να 'μαι και το... ψώνιο αν κάποιες στιγμές καυλώνω στη σκέψη, πως είμαι εξπέρ γιούζερ.
Βλ. και luser
Got a better definition? Add it!
Πολυλειτουργική έκφραση που έχω ακούσει πολλάκις στα Ιόνια νησιά.
Η υποτιμητική χροιά της φράσης πιθανότατα προέρχεται από το ότι, ό,τι χέσουν οι γλάροι γίνεται χάλια λόγω της ποσότητας που χέζουν τα εν λόγω πτηνά.
Μάστορας προς τον κάλφα ο οποίος τα έχει κάνει μουνί καπέλο
Ε, που να σε χέσουν οι γλάροι...
Μαγαζάτορας απευθυνόμενος προς παιδιά που παίζουν μπάλα πλησίον του μαγαζιού του και έχουν ρίξει κάμποσες φορές τη μπάλα στη τζαμαρία του μαγαζιού:
Ε, που να σας χέσουν οι γλάροι...
Μάστορας απευθυνόμενος προς την πρόκα την οποία προσπαθεί να καρφώσει, η οποία στραβώνει:
Ε, που να σε χέσουν οι γλάροι...
Got a better definition? Add it!
Τούρκικη λέξη, yalanci, που μεταφέρθηκε αυτούσια στα Ελληνικά: είναι ο ψεύτης και, κατ' επέκταση, ο ψεύτικος, ο ψευδεπώνυμος, ο ιμιτασιόν.
Εξ αυτού και η πιο κοινή χρήση της λέξης –τα ντολμαδάκια γιαλαντζί. Έτσι λέμε τα νηστήσιμα ντολμαδάκια, τα τυλιχτά αμπελόφυλλα που γίνονται μόνο με ρύζι, χωρίς κιμά. Επειδή τους λείπει το κρέας που είχε, προφανώς, η ορίτζιναλ συνταγή έχουν καταγραφεί ως προϊόν συμβιβασμού, ως κάτι όχι ακριβώς γνήσιο.
Και έτσι, χρησιμοποιούμε τη λέξη γιαλαντζί και ως απαξιωτικό χαρακτηρισμό για ένα άτομο που δεν είναι γνησίως αυτό που δηλώνει.
Γιαλαντζί μάγκας, ας πούμε –που είναι μια σχετικά κοινή φράση– είναι ο τζάμπα μάγκας, ο δάγκας, ο Συλβέστερ Σταλόγια, δηλαδή, ο θρασύδειλος, ο λέει-πολλά-αλλά-κωλώνει. Γιαλαντζί ρεμπέτες είναι, σε πρώτη φάση, οι λεγόμενοι αρχοντορεμπέτες και, αργότερα, οι κομπανίες στις οποίες μπαγλαματζής χωρίς πουτσουντί δεν εννοείται. Γιαλαντζί σοσιαλιστές, λέμε τώρα, χαρακτηρίζονται οι θιασώτες του Τρίτου Δρόμου –και ούτω καθεξής. Γενικά, η λέξη μπορεί να κολλήσει σε όλους τους ντεμέκ τύπους που το παίζουν.
Άλλα σχετικά λήμματα: δηθενιά, μαϊμού, μούφα μουσαντέ, πλαστικό.
Για το υβρεολόγιο στον Παπαλουκά, και στον κάθε Παπαλουκά, το μόνο που αναρωτιέμαι είναι αν όλοι αυτοί οι γιαλαντζί μάγκες θα πηγαίναν να του βρίσουν τη μάνα σε έναν δίμετρο επαγγελματία αθλητή έτσι, ένας προς έναν. Και είμαι και βάζελος (τρομάρα μου). (από το siteseein.gr)
(Από συζήτηση σε forum στο www.antinews.gr)
Δεν μιλάω για την Νέα Δημοκρατία, για την χώρα μιλάω. Μιλάω για τα golden boys που νόμισαν ότι έγιναν επενδυτικοί τραπεζίτες και dealmakers, όταν τα μισά διπλώματά τους είναι μαϊμουδίτσες και δεν έμαθαν ποτέ την ευθύνη της διαχείρισης ξένων περιουσιών.
Συγγνώμη, τα golden boys γιαλαντζή δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο έχει και υπεράκτιους. Απλά εκεί η οικονομία και οι πολιτικοί έχουν περισσότερο «βάθος», και οι γιαλαντζή δεν είναι πλειοψηφία.
Δεν μπορεί μια χούφτα παρανοϊκών ελληναράδων μαζί με μια στρατιά πληρωμένων κονδυλοφόρων και εργολάβων διαμόρφωσης κοινής γνώμης να καθορίζουν την εξωτερική πολιτική μιας χώρας καθιστώντας με τις γελοίες ενέργειές τους το όνομα Έλληνας συνώνυμο των λέξεων ανεγκέφαλος, ψευτοπαληκαράς, απροσάρμοστος, ψεύτης, ραδιούργος, κουτοπόνηρος, γιαλαντζί τσαμπουκάς και μάγκας, στο διεθνές λεξικό των λαών του πλανήτη. (από το www.tanea.gr)
Πες μου, αν είσαι γνήσιος Σατανιστής ή γιαλαντζή, για να ξέρω αν θα γελάσω απλά ή θα σου τα σούρω κανονικά.
Αν είσαι βεριτάμπλ... έχω έτοιμες παρθένες για σφάξιμο, οπότε συζητάμε σε αυτό το επίπεδο για να σε περιποιηθώ αναλόγως, μια που θα είσαι στην περίπτωση αυτή διεστραμμένη και εγκληματική φύση.
Αν είσαι γιαλαντζή Σατανιστής, σου συνιστώ ένα καλό ψυχολόγο, μπας και κάποτε γλυτώσεις το πουκάμισο που μπαίνει από μπροστά και κουμπώνει πίσω. (από το www.metafysiko.gr)
Λέξεις σχετικές με απομίμηση: Artisti Gargaliani, γιαλαντζί, γκρέκα, Emporio d' Armani, ιμιτασιόν, κόκα φόλα, λαϊκόστ, μαϊμού, μάρκα μ' έκαψες, μέιντ ιν Τσάινα, μουσαντέ, μούσι, μούφα, ντόλτσε καμπάνα, πανεράι, πασλέ (Γιάννενα), πατσαρδέ (Καρδίτσα), περιπτερέημπαν, φέσι, φόλα, φόλεξ, Χαρμάνι, ψέμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι προέκταση της λέξης κόκαλο και αναφέρεται σ' αυτόν που βρίσκεται υπό την έντονη επήρεια ουσιών ή/και αλκοόλ.
-Γεια σου Billy!
-Ω τη Μαίρη μας!
-Είσαι καλά;
-Εγώ καλά είμαι, εσύ καλά είσαι;
-Α κατάλαβα. Πάλι κοκαλίγκα είσαι Bill!
Got a better definition? Add it!
Για παρακμιακούς σφίχτερμεν και σβάρτσους, που δεν τους πάει καθόλου η σφιχτεροσύνη, αλλά τους χαλάει.
Από τον Χ. Τσέκο, που είχε αναλάβει την Εθνική ομάδα Άρσης Βαρών και τους έδινε διάφορα περίεργα σκευάσματα, που αποδείχτηκαν παράνομα. Σε μια αποθήκη του βρέθηκαν πολλές ληγμένες ουσίες, το 2004, ενώ φημολογείτο ότι πολλοί σβάρτσοι συνέχιζαν να κάνουν ουρές για να πάρουν τις ουσίες. Από τότε, όταν βλέπουμε ένα παρακμιακό μπιλντέρι χρησιμοποιούμε αυτήν την έκφραση.
-Πώς είναι έτσι αυτός ο κακαμοίρης; Απ' τα ληγμένα του Τσέκου πήρε;
Χ. Τσέκος (από Dirty Talking, 15/03/09)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το ποδοσφαιρικό παιχνίδι όπου η μία ομάδα διασύρεται εντελώς. Που αρπάζει από 3 μπαλάκια και πάνω. Που παρακαλάς -αν είναι η ομάδα σου- να τελειώσει η ξεφτίλα, αλλά όχι μόνο δεν τελειώνει, αλλά πιάνει και βροχή και δεν έχεις ομπρέλα.
Η ομάδα για το άθλιο θέαμα που παρουσιάζει.
Είχε ένα πορνό χτές, Μάντσεστερ - Λίβερπουλ, 1 - 4.
Άστα, πορνό είμαστε χτές. Ρουφήξαμε 5 μπαλάκια.
Βλ. και τσόντα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified