Βγαίνει από το τζάμπα + την αμερικανική κατάληξη -ation. Σημαίνει χωρίς αντίτιμο, τζάμπα (τσάμπα), τζαμπέ.
Μας δώσανε κάτι διαφημιστικούς αναπτήρες, τζαμπέισον.
Βγαίνει από το τζάμπα + την αμερικανική κατάληξη -ation. Σημαίνει χωρίς αντίτιμο, τζάμπα (τσάμπα), τζαμπέ.
Μας δώσανε κάτι διαφημιστικούς αναπτήρες, τζαμπέισον.
Σχετικά: τράκα, τζαμπαντάν. Δες και -έισον, -έισιον.
Got a better definition? Add it!
Αργκό των αναρχικών. Βασικά η φράση είναι κυριολεκτική και προκύπτει από το γεγονός ότι στις συγκεντρώσεις, πορείες, συνελεύσεις κλπ, το σχετικό ξήλωμα για το μάζεμα χρημάτων (για αφίσες, δικηγόρους συλληφθέντων κλπ) γίνεται μέσα σε ένα κράνος που περνάει γύρω γύρω στους / στις παρευρισκόμενους /-ες.
Το κράνος συνήθως είναι για διάφορους λόγους ό,τι πιο πρόχειρο υπάρχει σε δοχείο στις εν λόγω συναθροίσεις, μετά τα κουτάκια μπύρας, που όμως δεν προσφέρονται. Λειτουργεί σαν κινητό παγκάρι (ευαρεστηθείτε να τσοντάρετε παρακαλώ...).
- Ποιος μαζεύει τα λεφτά ρε συ;
- Θα περάσει κράνος είπανε...
- Καλά, εγώ τηγκανά... δώσε και για μένα...
- Α ρε κουνάβι τζαπατίστα...
Λέξεις του ντου: ανθρακωρύχος, αύρα, γηπεδικός, γκαζάκιας, θα περάσει κράνος, καπελάκιας, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο(ς), λίστα του ντου, λίτης, Λουκάνικος, ματατζής, μάχιμος, μπατσοθύελλα, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, μπατσόπτερο, μπάτσος, μπαχαλάκης / μπαχαλάκιας / μπάχαλος, μπάχαλο, μπλε / χακί, μπούκα, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, ντου, σπασιματίας, συλλαλητήριος, φασιστικιά, φλιτάρω, φυσουνιά, χαοτικός.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέξη ιταλικής-λατινικής καταγωγής. (dare+avere= δούναι και λαβείν). Συναντάται και ως νταλαβέρι.
Αφορά στην συναλλαγή πρόσωπο με πρόσωπο. Αρχικά ήταν η εμπορική συναλλαγή. Καθώς όμως η συναλλαγή πρόσωπο με πρόσωπο έχει και τα συμπαρομαρτούντα της, η λέξη χρησιμοποιείται με πολλές ερμηνείες.
1: εκεί που δεν λες «εμπορική συναλλαγή». Δηλαδή παράνομη εμπορική συναλλαγή. Συνήθως σε ναρκομανή-βαποράκι ή βαποράκι-βαποράκι ή βαποράκι-έμπορο, η συναλλαγή ονομάζεται βέρι (από το κομμένο νταραβέρι). Απαντάται κυρίως στον πληθυντικό (βέρια). Δε μένεις σε ένα νταραβέρι τη νύχτα.
2: συναλλαγή που απαιτεί παραγοντιλίκι. Εκεί χρησιμοποιείται απενοχοποιημένα και ολόκληρη. Ως νταραβέρια πολλές φορές θα ακουστούν και οι συναλλαγές του ελληνικού δημοσίου.
3: συναλλαγή ερωτική. Επί πληρωμή ή όχι, αλλά συνήθως επί πληρωμή.
- Γιατί μπήκες αναμορφωτήριο ρε Ρόσπυ;
- Με πιάσανε οι μπάτσοι πάνω στα βέρια (αληθινή συνομιλία)
(στη σχολή)
- Πώς πήρε σεμινάριο τρίτο έτος ρε ο πούστης; Τόσο καλός είναι; Και δεν του τό' χα!
- Αυτός καλός; Ούτε καν. Απλά έχει πολλά νταραβέρια με τους καθηγητές.
Σημειωτέον ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί και αντίστροφα. Δηλαδή:
- Πώς και δεν πήρες σεμινάριο ρε; Επί πτυχίω δεν είσαι;
- Νταραβέρια με τους καθηγητές φίλε. Με πιάσανε τον Σεμτέμβρη να αντιγράφω, πέρασα πειθαρχικό και αποκλείστηκα για ένα εξάμηνο, γάμησέ τα.
Got a better definition? Add it!
τζαμπουί, τσαμπουί
Δωρεάν, τζάμπα, χωρίς αντίτιμο.
Προέρχεται από το τουρκικό caba που σημαίνει ακριβώς το ίδιο. Με την προσθήκη διαφόρων καταλήξεων, προκύπτουν τα συνώνυμα τζαμπέ, τσαμπέ, τζαμπαντάν, τζαμπέισον, τζαμπουίτα.
Κατά το μπαγκουί, ντουί, τουί.
Σημείωση: Στη Β. Ελλάδα λέγεται πάντα τζάμπα και ποτέ τσάμπα.
Got a better definition? Add it!
Υποδηλώνει ότι κάποιος είναι τόσο άφραγκος που, ψάχνοντας όλο και πιο βαθιά στην τσέπη του να βρει λεφτά, καταλήγει να πιάσει τελικά την κάλτσα του.
Got a better definition? Add it!
Αρκούδως κτηνώδης μέθοδος εξημέρωσης ωδικών πτηνών, κατά προτίμηση φλώρων, και να σας λείπουν οι αναρχοκομμουνιστικοί συνειρμοί. Συνίσταται στον εγκλεισμό του δυστυχούς πετούμενου σε πολύ μικρό κλουβί και σε απόλυτο σκοτάδι. Στον ένα περίπου μήνα που διαρκεί η διαδικασία, το πουλί χάνει το πτέρωμά του, τσακίζεται ψυχολογικά και μαθαίνει να αναπαράγει τους ήχους στους οποίους εκτίθεται. Όσα πτηνά επιζήσουν από το σεντούκιασμα γίνονται λαλίστατα, προς τέρψιν του μπόγια τους.
Στην χρηματιστηριακή αργκό είναι η φύλαξη συγκεκριμένων μετοχών για εν καιρώ ρευστοποίηση. Δλδ τα προσφερόμενα για σεντούκιασμα χαρτιά προβλέπεται πως θα αποφέρουν κέρδη στο μέλλον, οπότε ο σωστός επενδυτής τα κρατάει ανενεργά μέχρι να έρθει το πλήρωμα του χρόνου.
Σιχτίρ καργιόλια...Κάγκελα παντού.
Ο μούτος (μούτιασμα, ή ξεμούτι, ή σεντούκιασμα, ή μπαούλιασμα) είναι μια διαδικασία που γίνεται στα πουλιά για να ημερέψουν και για να πάρουν φωνές, χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι είναι πάντα 100% επιτυχημένη. [...] Το πουλί πρέπει να κάνει πτερόρροια στο μούτο. Το καλύτερο είναι να δούμε πότε το πουλί αρχίζει να ρίχνει τα φτερά του και τότε το μπαουλιάζουμε. [...] Πριν το μουτιάσουμε το πουλί, πρέπει να το έχουμε στο μουτόκλουβο για κάμποσο διάστημα (2 με 3 εβδομάδες) ώστε να συνηθίσει το χώρο [...] Στο ένα κύπελλο το νερό, στο άλλο η τροφή. Σε περίπτωση που δεν μπορούμε να προμηθευτούμε ένα τέτοιο μουτόκλουβο, μπορούμε κάλλιστα να χρησιμοποιήσουμε ένα απλό κραχτόκλουβο. [...] πρέπει να καλύψουμε τις τρύπες, έτσι ώστε φως να μην υπάρχει καθόλου μέσα. Ανοίγματα, καλύτερα χαραμάδες, υπάρχουν ίσα - ίσα για να ανασαίνει το πουλί. [...] Αν θέλουμε τα πουλιά μας να πάρουν φωνές, τότε τα «χτυπάμε» με φωνές που θέλουμε να πάρουν. Καθώς το πουλί είναι στο σκοτάδι, τότε η προσοχή του δεν αποσπάται πουθενά, με αποτέλεσμα να «μαθαίνει» τις φωνές που ακούει.
Το μούτιασμα διαρκεί περίπου ένα μήνα [...] Στη συνέχεια το πουλί εκτίθεται στο φως σταδιακά.
Μετά το μούτιασμα το πουλί θα έχει ημερέψει και θα έχει γίνει φλύαρο. Αν έχει και κάποια έφεση στο να παίρνει φωνές, τότε θα λέει «απ' έξω» αυτά που άκουσε από την κασέτα. [...]ορισμένες «παρενέργειες» [...]Το πουλί αδυνατίζει και γίνεται ευαίσθητο [...] Επίσης οι φωνές που πήρε στο μούτο είναι πολύ εύκολο να τις χάσει, σε αντίθεση με τα πουλιά που πήραν φωνές σε φως από ζωντανό δάσκαλο και οι οποίες γενικά δεν ξεχνιούνται. Με άλλα λόγια δηλαδή, το πουλί θέλει προσοχή για να μη «χαλάσει».
Οι τεχνικές λεπτομέρειες.
Πολλοί άνθρωποι «σεντουκιασμένοι» κυκλοφορούν ανάμεσά μας· χωρίς αιδώ και ενοχή, πολλές φορές μάλιστα και με υπερηφάνεια κελαηδούν αυτό που τους δίδαξαν οι δεσμοφύλακές τους. Φθάνουν ακόμη και στο σημείο να το αγαπήσουν και να ταυτιστούν απόλυτα μαζί του. Εδώ, ο έξοχος Ισίδωρος Παπαδάμου.
..κοιτα φιλε,για ολα τα πραγματα υπαρχει τροπος..εννοω οτι αυτο ειναι χαρτι για σεντουκιασμα και οχι για γρηγορα. [...] αυτο ειναι χαρτι για διακρατηση και ρευστοποιηση την καταλληλη στιγμη που αποκτα (για διαφορους λογους)εμπορευσιμοτητα. Εκεί.
ψυχραιμια μαγκεσ και περισυ πηγε απο 42 26 ασπαστη
και ειδατε τι κερδη εδωσε
σιγανεσ αγορεσ τωρα θελει στην πτωση
καλα θα ηταν να πουλαγαμε απο 43 και πανω και να ξαναπερναμε
τωρα σιγα-σιγα αγορεσ για σεντουκιασμα
που εχει στηριξη τωρα μετα το 39αρι παραπέρα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όταν υπάρχει αποτυχία να ανταποκριθεί κάποιος σε οικονομικές του υποχρεώσεις. Λ.χ. αν κάποιος δανείσει χρήματα και δεν τα πάρει ποτέ πίσω, αν κάποιος δεν πληρωθεί από τον εργοδότη του για δουλειά που έχει κάνει, αν φύγεις από ένα μέρος χωρίς να πληρώσεις. Βλ. και πιστόλα.
Συχνό το τρώω πιστόλι.
Got a better definition? Add it!
Αστειατόρικο λολοπαίγνιο με το δεν έχω στον ήλιο μοίρα. Αν θελήσουμε να βρούμε κάποιο νόημα πέρα από τον τιραμισουρεαλισμό της τροπής της πρωτότυπης έκφρασης που αναφέρεται στην μοίρα υπό τον ήλιον, τότε θα λέγαμε ότι η μπίρα και δη η περιπτερόμπιρα είναι ένα από τα πλέον φτηνά ποτά, προτιμώμενο από τους φτωχούς, που δυσκολεύονται να έχουν πρόσβαση σε ακριβά κοκτέλια και καραουισκάκια. Εξ ου και η συναφής τροπή γνωμικού: Όπου φτωχός κι η μπίρα του. Μια μπίρα δε, όχι παγωμένη, ούτε στο ψυγείο ενός σπιτιού, αλλά στον ήλιο μπορεί να διαθέσει στον εαυτό του ακόμη κι ένας άστεγος με τα λίγα ευρώπουλα που θα βγάλει από τη φιλανθρωπία. Ωσεκτουτού, όποιος δεν έχει στον ήλιο μπίρα είναι ζάφτωχος και εντελώς τελείως λούζερ. Νταξ η έκφραση πιο πολύ για το σουρεαλιστικό λολάδι χρησιμοποιείται, από πάσχοντες από σεφερλίτιδα.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που κερδίζει πολύ καλό εισόδημα. Αυτός που κουβαλάει πολλά μετρητά πάνω του.
Προκύπτει απο τον -πάντα υπερφουσκωμένο- πάκο χρημάτων που βγάζει ο υπάλληλος στο βενζινάδικο για να σου δώσει ρέστα. Ο χαρακτηρισμός αυτός χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον για επαγγέλματα του μεροκάματου, μουσικούς της νύχτας και γενικότερα σε περιπτώσεις όπου οι πληρωμές γίνονται σε μετρητά.
1
- Είδα το Θρασύβουλο τις προάλλες
- Έλα ρε μαν μου, τί κάνει ο έτσι, που παίζει τώρα ?
- Ασε, έπιασε δουλειά στα μπουζούκια...
- Α, κατάλαβα, βενζινάς ο δικός σου...
2
- Είχες κάνα νέο?
- Αν κλείσουμε τη δουλειά που σου έλεγα, θα γίνουμε βενζινάδες!! (με χαρακτηριστική χειρονομία χτύπημα τσέπης παντελονιού απ'εξω)
- πσσσσσ...!
3
-Τι λογαριασμό έκανε το 21?
- 1200 ευρώ
-Δεν πιστεύω να πλήρωσαν με κάρτα
-Οχι, τα έσκασε μετρητά ο μάν
- Ρε το βενζινά...
Got a better definition? Add it!
Η λιγούρα για ευρωπαϊκά κονδύλια. Παράγεται από το «λόρδα» και τον πολιτικό Jacques Delors, γνωστό για την διοχέτευση των ομώνυμων «πακέτων Ντελόρ». Το φαινόμενο ήταν παλιότερο κυρίως στην Ελλάδα, γιατί τώρα με την κρίση είναι σκούρα τα πράγματα. Αλλά σαν νοοτροπία, αίσθημα, αλλά και πρακτική ακόμη, παραμένει.
Η σλανγκενεργός έκφραση χρησιμοποιήθηκε και ως τίτλος επιθεώρησης.
Ορθογραφική παρατήρηση (αφιερωμένη στον Πάνο Β'): Ίσως το «λόρδα» προέρχεται ετυμολογικά από το «λωρίδα», που σημαίνει την ταινία, το παράσιτο των εντέρων. Γι' αυτό λέμε και «με κόβει λόρδα». Οπότε σε αυτήν την περίπτωση, που είναι πάντως αβέβαιη, η σωστή ορθογραφία θα ήταν «λώρδα» και «ντελώρδα».
- Τι έγινε με όλες αυτές τις νέες χώρες, Βουλγαρία, Ρουμανία, Σλοβακία, κτλ, τις έκοψε κι αυτές ντελόρδα;
- Εμ! Εκεί που είναι ήμασταν, κι εδώ που είμαστε θά 'ρθουν.
- Όχι ακριβώς! Είναι δύσκολες οι συνθήκες τώρα Μήτσο! Κι εμάς μας ένοιαξε μόνο πώς να καλμάσουμε την ντελόρδα μας, δεν κοιτάξαμε να αναβαθμίσουμε μακροπρόθεσμα την οικονομία μας...
Got a better definition? Add it!