Further tags

Τα φράγκα. Ο έχων το πακέτο, ο επονομαζόμενος και «πακέτος», είναι ο πλούσιος. Η έκφραση ακομπανιάρεται από συγκεκριμένη ογκομετρική χειρονομία η οποία οριοθετεί το μέγεθος του πακέτου σημειώνοντας στο χώρο την θέση των 6 πλευρών του. Προφανώς, όσο πιο μεγάλο το πακέτο, τόσο πιο πολλά τα φράγκα.

Ο τύπος έχει το πακέτο λέμε. Φερράρι 430 σπάιντερ με κιτ ανθρακονήματα και κεραμικά. Μόνο τα κεραμικά έχουν όσο το Μοντέο του μπαμπά μου ρε μαλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαχειρίζομαι, φέρνω βόλτα.

Άσ' τον αυτόν σε μένα. Ξέρω πώς να τον κουλαντρίσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος όταν:

  1. τον χώνουν οι υπόλοιποι για να βγάλει το φίδι από την τρύπα
  2. ακούσει κάτι συνταρακτικό που τον επηρεάζει άμεσα (κυρίως για δουλειά)
  3. το παθαίνει στην κυριολεξία

Η φράση είναι υπερθετικού βαθμού σε σχέση με τα συνώνυμά της και δείχνει κάτι το αναπόφευκτο. Προέρχεται από κλασικές σκηνές πορνό, όπου το άτυχο θύμα είναι αυτό που θα τον πάρουν τα σκάγια από τους πρωταγωνιστές (συνήθως στα αυτιά - όπου θα του τον ακουμπήσουν κιόλας) ή θα του τον χώσουν από πίσω την ώρα που κάνει αυτός σεξ ανυποψίαστα (φερμάρω) στο πλάνο.

Γενικά δείχνει μπαμπέσικο χώσιμο από τρίτους συνήθως στον πιο αγαθό. (μπαμπέσας)

Συνώνυμα: χοσέ κουέρβο, χοσέ αρμάντο.

1.- Πώς πάει φιλαράκι η δουλειά;
- Άσε ρε φίλε, έφαγα ψωλιά! Μου έκαναν προαγωγή, αλλά χωρίς αύξηση... Θα είμαι με μια βαλίτσα στο χέρι και Σ/Κ γραφείο...! Γαμήθηκε το σύμπαν!!!

2.- Καραμήτρος!! Σήμερα το μενού έχει τουαλέτες, μαγειρεία, θαλαμοφύλακας και το βράδυ γερμανικό!
- Ρε τον κακομοίρη τι τού 'μελλε να πάθει... Τρελή ψωλιά έφαγε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τα παίρνω στο κρανίο, φουντώνω.

  2. Με κοροϊδεύουν εύκολα.

  1. Πες ο ένας, πες ο άλλος, ο τύπος κουρντίστηκε και έγινε το έλα να δεις.

  2. Κουρντίστε τον όσο γουστάρετε. Καιρός για πλάκες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θριαμβεύσαμε.

- Πήγαμε, παρουσιάσαμε το πρόγραμμά μας, τους πήραμε τα σώβρακα και φύγαμε.
- (ο συνεργάτης μας) Και τις φανέλες μαζί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπαταλήσαμε τον χρόνο μας χωρίς να κάνουμε τίποτε, άσκοπα.
Παραφράζει τον τίτλο του θεατρικού του Μπέκετ Περιμένοντας τον Γκοντό (En attendant Godot)

- Χθες όλη τη μέρα την περάσαμε περιμένοντας τον κοντό.

(από Khan, 26/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο ασήμαντος τύπος, το μικροσκοπικό το δέμας άτομο.

  2. Καινούργια συνήθεια της οποίας γίνομαι ταχέως φαν.

  1. Τί μιλάς εσύ ρε μικρόβιο;

  2. Του μπήκε το μικρόβιο μέσα του κι άρχισε να ξενοκοιτάει. Ήταν να μην γίνει η αρχή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα από ανέκδοτο η οποία, όπως και πολλές άλλες (π.χ. βλέπε εδώ), έχει αυτονομηθεί. Λέγεται εύστοχα για να δείξουμε ότι κανένα νόημα δεν έχει να μπαίνουμε σε κόπο για κάτι το οποίο είναι ούτως ή άλλως χαμένο από χέρι - αλλά και να μην ήταν, βαριόμαστε τόσο πάρα πολύ που πάλι δεν θα κάναμε τίποτε.

Τέσπα, το αρχικό ανέκδοτο πάει κάπως έτσι - Δυο τραβεστί συζητούν το μέγα θέμα αν ομοφυλόφιλος γίνεσαι ή γεννιέσαι. Και λέει η πρώτη:
- Καλέ, Στάσα μου, γεννιέσαι, γεννιέσαι. Είναι βέβαιον. Διότι εγώ, ξέρεις, από αυστηρή οικογένεια κι αυτά, αλλά από τριων χρονών παιδί πού μ' έχανες πού μ' έβρισκες, στα συρτάρια της μαμάς να προβάρω τις κομπινεζόν και τα πασουμάκια με τα τακούνια και να καμαρώνω με τις ώρες μπροστά στον καθρέφτη. Τι ήξερα μικρό παιδί; Μέσα μου το είχα - έμφυτο.
- Εγώ πάλι, Σούλα μου, τι να σου πω; Νομίζω ότι δεν γεννιέσαι, έρχονται έτσι τα πράγματα, κάτι αλλάζει και γίνεσαι. Πάρε μένα - μέχρι τα δώδεκα τίποτα δεν ήξερα, του κατηχητικού, χαμπάρι δεν είχα από τέτοια ...
- Έ, και στα δώδεκα τι έγινε;
- Έ, στα δώδεκα πήγα το καλοκαίρι στο χωριό και βγαίνω στα χωράφια να μαζέψω λουλουδάκια ... να κουράστηκα, ξάπλωσα στο χορτάρι, και κει που μ' έπαιρνε ο ύπνος έρχεται ένα παιδί απ' το χωριό - αααχχχ, ένα ωρρρραίο παιδί - ε, κι έρχεται έτσι από πίσω ... ε, και να μη στα πολυλογώ, τό 'μαθα και καλόμαθα ... γίνεσαι, Σούλα μου, γίνεσαι ...
- Καλά, μωρή, δώδεκα χρονώ ήσουνα κι έρχεται ο άλλος να στη μοστράρει και δεν κάνεις τίποτα ... γιατί δεν σηκώθηκες να τρέξεις, να φύγεις;
- Έ, πού να τρέχεις τώρα στα χωράφια με τα τακούνια ...

- Μας περιμένουν οπωσδήποτε απόψε στο Φολί, Γιάννη μου, άντε κουνήσου, κάνε ένα μπάνιο να πάμε.
- Άσε ρε Θώμη, πού να τρέχεις τώρα στα χωράφια με τα τακούνια ... Μια απ' τα ίδια θα είναι ... Κι έχει και μπάσκετ στην τηλεόραση ... Άραξε ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξανά, για πολλοστή φορά (επιτατικό). Συνώνυμα: τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου.

- Τάκη;
- Ναι Τούλα;
- Πώς είπαμε βάζουμε τα κανάλια στη μνήμη;
- Άιντε ξανά μανά τα ίδια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το χαμούρεμα ή το παιχνίδι με μια γκόμενα, όταν κάποιος όντας άσχημα καυλωμένος έχει μουσκέψει κάπως το εσώρουχό του, χωρίς όμως να τελειώσει. Με λίγα λόγια, από την καύλα σταλάζει... Συνώνυμο του ξεροχύνω.

- Άσε ρε φίλε, με τρέλανε η γκόμενα! Έπαιζε για μια ώρα, στο τέλος με φίλησε κιόλας... Είχα κάτι καύλες γάμησέ τα... Στάλαζα σου λέω!

Είπαμε, αλλά αυτός το παράκανε (από Khan, 09/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified