Further tags

Η διαρκής απασχόληση του κώλου με την τσίρλα σε τέτοια συχνότητα που αναγάγει το τσιρλίντινγκ σε χόμπυ ή άθλημα.

Με το τσιρλίντινγκ ασχολείται κάποιος λόγω ανωτέρας βίας που ασκείται στο άντερό του από το χλαπάκιασμα που ρίχνει διαρκώς ή ακόμη από μια μπουκιά που πάνω της έχει χέσει μύγα ή από μερίδα σε φαγάδικο που ο μάγειρας σου σέρβιρε για να μην πετάξει την προχθεσινή σπεσιαλιτέ.

Ο απασχολούμενος με το τσιρλίντινγκ δημιουργεί προβλήματα τόσο στον εαυτό του όσο και στους γύρω του. Όταν βρίσκεται με παρέα χάνει τα καλύτερα καλαμπούρια γιατί απουσιάζει διαρκώς στη χέστρα και τα βρακιά του είναι διαρκώς στην μπίχλα και ζέχνουν. Οι γύρω του δεν μπορούν να επισκεφτούν την χέστρα μετά από την χρήση της από αυτόν αν δεν αεριστεί πρώτα πολύ καλά ο χώρος. Άσε που αν μένεις στο ίδιο σπίτι δεν μπορείς να απολαύσεις το διάβασμα της εφημερίδας στον καμπινέ γιατί ξέρεις οτι πριν προλάβεις να καθήσεις θ' ακούσεις την γνωστή ατάκα: Αργείςςςςς; Αν ταξιδεύεις μαζί του πρέπει να διαλέγεις διαδρομή που να μπορείς να κάνεις στην άκρη για να μπορεί ν' αφήσει το ανάλογο λίπασμα στο χώμα.

- Θα έρθει στην εκδρομή ο Ρούλης; - Μπααα! Αυτές τις μέρες έχει άλλη ασχολία. Κάνει τσιρλίντινγκ!

Κάνει τσιρλίντινγκ. (από Hank, 07/02/09)(από vip, 20/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρκος νίκης, κυρίως σε γήπεδα (άλλες περιπτώσεις παρακάτω).

Προέλευση: Αποτελεί παραφθορά του «Ζήτω, Ζήτω, Ζήτω».

Τρόπος χρήσης: Συνήθως εκφέρεται ως «ΖΝΤΟ, ΖΝΤΟ, ΖΝΤΟ!!!» (τρις) ή σε παραλλαγές όπως «ένα... δύο... τρία... ΖΝΤΟ!!!», «δέκα... εννέα... οκτώ... επτά... έξι... πέντε... τέσσερα... τρία... δύο... ένα, ΖΝΤΟ!!!». (τα κεφαλαία σκόπιμα γιατί προϋποτίθεται βροντερή φωνή, αλλιώς δεν είναι ζντο, φανερώνει χαμηλό ηθικό που δεν σηκώνεται με τίποτα και είναι ξεφτίλα)

Τα μέλη της ομάδας, πριν το παιγνίδι ή, μετά από διακοπή του παιγνιδιού πριν το ξαναξεκίνημα (βλ. τάιμ-άουτ), μαζεύονται σε κύκλο, ενώνουν τα χέρια τους στο κέντρο και φωνάζουν βροντερά και με λύσσα τον όρκο, ως εκδήλωση πίστης στην νίκη. Παράδειγμα 1.

Προκαλεί, από ό,τι φαίνεται, πνεύμα ομόνοιας και αλληλεγγύης, ανέβασμα του ηθικού, εκδήλωση συνοχής της ομάδας και εξασφάλιση της αγωνιστικότητάς της και σε κάποιες περιπτώσεις, την τρομάρα του αντιπάλου (λέμε τώρα, γιατί χεστήκανε οι αντίπαλοι, κι αυτοί το ίδιο κάνουνε).

Φαίνεται να έχει αντίστοιχα αποτελέσματα με άλλες γνωστές πολεμικές ιαχές όπως «γιούργιααα», «βουρρρ», «ντούύύ», «αέρααα», «πάρτε τους τα σώβρακααα» κ.λπ., . οι οποίες ως γνωστόν εμψυχώνουν την ομάδα, τον στρατό, τους κουκουλοφόρους κ.λπ.

Εμμέσως αντίστοιχη πρακτική, με παραπλήσια αποτελέσματα, είναι αυτή των ΜΑΤ που πριν μπουν στην μάχη βαράνε τα γκλομπς στις ασπίδες, δίνοντας έτσι κουράγιο ο ένας στον άλλο και φοβίζοντας τους εχθρούς (νιε νιε νιε νιενιε).

Ενίοτε αποτελεί γεγονός πίκρας για κάποιους. (Παράδειγμα 2)

Τέλος (για να εξαντλήσουμε το θέμα) να αναφερθεί ότι η λέξη «ζντο» όταν χρησιμοποιείται μεμονωμένα, μπορεί να μην έχει καμία σχέση με τον παραπάνω ορισμό, αλλά απλά να αποτελεί μια άλλη προφορά της λέξης «στο». Εκφράσεις με αντίστοιχη προφορά: ζμπούτσαμ, ζμπρώγνωκλπ Παράδειγμα 3.


Ασίστ: paparas

Παράδειγμα 1 - το προφανές
Η ομάδα μαζεμένη τα χέρια ενωμένα με κάθε λέξη κοινούνται όλα μαζί πάνω κάτω:
-Έναααα... Δύοοο.... Τρίααα... ΖΝΤΟ!!!
(τα χέρια σηκώνονται όλα μαζί προς τα πάνω)

Παράδειγμα 2
-Αμάν ρε φίλε βαρέθηκα, υπήρχαν φέτος προπονήσεις που έκανα ζντο στην αρχή, διατάσεις και ζντο στο τέλος της προπόνησης. (πίκρα)
-Έλα ρε, αφού δεν σε έβαλαν να κουβαλάς και τα νερά, οκ...

Παράδειγμα 3
-Μπωρή Γκούλα, αβντός ο μπαλάκας, ντεν με γκάλεσε ζντο μπάρτυ ντου, ντί λες να βνταίει; -Ε, ρε μην μασάς αφού είναι μαλάκας το άτομο, δεν εκτιμάει

ΜΤΦ διαλόγου: -Μωρή Κούλα, αυτός ο μαλάκας δεν με κάλεσε στο πάρτυ του, τί λες να φταίει;
-Αφού μιλάς σαν καθυστερημένη ρε, μην κοιτάς που σε έχω φορτωθεί εγώ επειδή είσαι ξαδέρφη μου και δεν θέλω να τσακωθώ με την θεία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέει λεβέντης κολομπαράς σε κλαψιάρη κωλομπαρά κατά την πράξη της κολομπαρεύσεως.

Είναι συνηθισμένο σε κοινωνίες με πατριαρχικά ανδροκρατικά ιδεώδη και λεβεντιά, λ.χ. στον στρατό, στην Κρήτη, στην Μάνη κ.ο.κ.

(Σφυροκοπώντας):
-Πονάς Μανούσο;
-Όχι!
-Πονάς Μανούσο;
-Όχι!
(Αυξάνεται η ένταση):
-Πονάς Μανούσο;
-Ναι!
-Πονάνε ωρέ τα παλληκάρια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακριβώς το αντίθετο από το «Μηδένα προ του τέλους μακάριζε», που είπε ο Σόλων ή Ψώλων στον βασιλιά Κροίσο.

Δηλαδή σημαίνει μην κακολογείς κανέναν και μην είσαι απαισιόδοξος πριν το τέλος που μπορεί να αποδειχθεί καλό.

Ο πλήρης διάλογος Ψώλωνος και Κροίσου:

-Μηδένα προ του τέλους μαγάριζε, ω Κροίσε!
-Σόλων, Σόλων,
πώς τον θες τον ψώλον
εις τον κώλον,
μισόν ή όλον;
-Όλον, όλον!,
είπε ο Ψώλων.

-Επιμένεις να κάνεις πρωκτικό, ε; Να δεις που θα στον κεράσει τον μεζέ όπου νά 'ναι!
-Μηδένα προ του τέλους μαγάριζε, ρε γρουσούζη!

Ψώλων ο Αθηναίος (από Hank, 07/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνεται της πουτάνας!

- Θα γίνει της Πόπης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκικό συμπλήρωμα του αισιόδοξου «η ζωή είναι ωραία». Εννοούμε ότι όντως είναι αντικειμενικά ωραία, δηλαδή δεν είμαστε ακραίοι πεσιμιστές, απλώς δεν τυχαίνει να είμαστε εμείς οι ευνοημένοι της. Ας πούμε, είμαστε στη γενιά των 700 Ευρώ κι όχι στην γενιά των 700 εκατομμυρίων ευρώ. Οπότε παρομοιάζουμε την ζωή σαν μια γκόμενα που την γουστάρουμε, αλλά τρώμε χυλόπιτα. Επειδή υπάρχει και γυναικείο όνομα Ζωή, παίζει καλύτερα το λογοπαίγνιο και μπορεί και να το πούμε και κυριολεκτικά σε κάποια Ζωή.

- Μην στεναχωριέσαι, η ζωή είναι ωραία!...
- Ναι, αλλά τά 'χει μ' άλλον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εξαιρετικά όμορφη γυναίκα. Πρόκειται για πιο κομψή διατύπωση του μουνάρα, εκ του προθέματος αρχί- και του λήμματος μύδι.

Δεν πρέπει να συγχέεται με την αρχιμήδεια, δηλαδή την επιδέξια μηδοπλάστρια.

- Ο άμεμπτος τύπος είναι το «μήδι», οπότε αν σε πει κάποιος «Αρχιμήδεια» δεν υπάρχει περιθώριο παρεξήγησης (…) Το «Αρχιμύδεια» πάλι ή το «σπέκια για το μύδι» έχουν πολυσημία …
(Χρήστης Khanαπευθυνόμενος προς αρχιμήδεια Mes αναφορικά με το λήμμα το μυδίαμα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του ρήματος μασάω, η συγκεκριμένη λεξούλα είναι μία all time classic έννοια στο ελληνικό περιβάλλον.

Αναφέρεται στη διαδικασία (μπορεί να 8εωρηθεί και λειτούργημα), κατά την οποία οι συμμετέχοντες τρώνε λαίμαργα, και συνήθως μέχρι σκασμού, διάφορα ανθυγιεινά αλλά συγχρόνως πεντανόστιμα εδέσματα. Ειδικοί συνδέουν τη μάσα με την ακατάσχετη κρεοφαγία.

Ενδεικτικά, παραθέτω κάποια παραδείγματα τροφών για να ρίξεις μια καλή μάσα:

α) Διαφόρων ειδών αμερικανιές (π.χ McDonalds).

β) Γνήσιο ελληνικό fast food (βλέπε πιτόγυρο).

γ) Διάφορα σουβλιστά (κοκορέτσι, κοντοσούβλι, κλέφτικο κλπ) και ψητό κρέας (παϊδάκια, προβατίνα, γουρουνόπουλο κλπ).

Τέλος, σημειώνω ότι η λέξη αυτή συντάσσεται συνήθως με το ρήμα ρίχνω, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις απαντάται και με ρήματα όπως κάνω, βαράω κ.ά.

  1. (Από http://www.cmgreece.com)
    Kαλη η μασα παιδες.εγω παντως οποτε ξαναπαμε εγω θελω να κατσω διπλα στον μαστορα.νιωθει ο τυπος.δεν τρωει μαμακιες του τυπου κολοκυθακια και μανιταρια....

  2. (Από http://students.ceid.upatras.gr)
    Εν αρχή ην η μάσα, και έπειτα ο λόγος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H μάσα από λεφτά που κάνουν διεφθαρμένοι πολιτικοί.

Λέγεται συνήθως: μάσα και ρεμούλα.

Wikipolitics: Το πρόβλημα όμως δεν πρέπει να εστιαστεί στα πρόσωπα που θα αποκαλυφθούν,αν αποκαλυφθούν γιατί διαβάζουμε σε εφημερίδες, ότι υπάρχει άνωθεν εντολή για κουκούλωμα, αλλά στο ίδιο το σύστημα που παράγει τέτοιες νοοτροπίες και συμπεριφορές, που εκδηλώνονται εφόσον τα πολιτικά πρόσωπα, που έχουν και την ευθύνη διοικητικής στελέχωσης θέσεων του κρατικού μηχανισμού, λόγω της χαλαρής συνείδησής τους και έλλειψης ηθικών φραγμών, είναι επιρρεπή στη μάσα και την ρεμούλα, με αποτέλεσμα η αντίληψη της μίζας και της λαμογιάς να κυριαρχεί, διαγκωνιζόμενοι για το ποιος θα καταλάβει τις καίριες θέσεις, λόγω του υποκρυπτόμενου ιδίου οφέλους που από τις θέσεις αυτές δύναται να προσπορίσουν.

Got a better definition? Add it!

Published

Διαπραγμάτευση είναι η συζήτηση που αποσκοπεί στη συνεννόηση και στη σύναψη μιας συμφωνίας. Μπορεί να αφορά εμπορικά ζητήματα, πολεμικά θέματα κλπ.

Σε πολλές από τις διαπραγματεύσεις που έγιναν μετά από μάχες μεταξύ Ινδιάνικων φυλών, καπνίστηκε και πίπα της ειρήνης. Αυτή η πίπα καπνίστηκε σαν επισφράγιση των ειρηνιστικών διπραγματεύσεων. Καπνίστηκε με την κλασσική έννοια στο προσκήνιο. Φήμες λένε πως παρασκηνιακά καπνίστηκε και με τη slang έννοια (οι γυναίκες των φύλαρχων κάπνισαν τις πίπες των αντιπάλων φυλάρχων. Ο Ινδιάνος Μάκης της εποχής πάντως ανέφερε πως, σε πολλές περιπτώσεις, η φιλία γεφυρώθηκε περισσότερο).

Η διασπερμάτευση τώρα, γίνεται πριν ή κατά τη διάρκεια της ερωτικής περίπτυξης στο γήπεδο και αποτελεί ειδική κατηγορία διαπραγμάτευσης όπου μέσα από συνοπτική συζήτηση, επιλέγεται σε ποιο ακριβώς μέρος του σώματος του ερωτικού συντρόφου θα σκάσει η λάβα.

Σημείωση:
1. Η διασπερμάτευση δεν μπορεί να λάβει χώρα σε κλασσικές εισαγωγές-εξαγωγές, αφού εκεί είναι by default αποφασισμένο το μέρος.
2. Η συζήτηση κατά τη διασπερμάτευση είναι σύντομη γιατί δεν γίνονται συζητήσεις που αφορούν πολύπλοκες διευθετήσεις. Τα πράγματα είναι συγκεκριμένα. Μέρος αναζητάται. Τίποτα άλλο. Έτσι, ο επιβήτωρ, γνωρίζοντας πού θα γίνει η ρίψη του υγρού πυρός, έχει λάβει, λίγο πριν το ενενήντα, την αρμόζουσα θέση για εύστοχο σκοράρισμα.

Μένιος:
- Που λες Πέρι, λίγο πριν ξεκινήσει η κάθοδος του βουκεφάλα, μου κόβει τη φόρα η Καυλάουρα.
Πέρι:
- Ti σου πε ρε;
Μένιος:
- Μου λέει η κουφάλα: «STOP, Διασπερμάτευση!». Με τα πολλά... μου ζήτησε να την πυροβολήσω στο λαιμό.
Πέρι:
- Πώς της ήρθε αυτό;
Μένιος:
- Μου είπε, πως έχει πλήξει. Μου λέει: «Όλο τα ίδια θα κάνουμε; Μ' έχει φάει η ρουτίνα». Και συνεχίζοντας μου λέει: «Ε μην τη βγάλουμε και σήμερα, όπως κάθε μέρα. Τσάμπα δηλαδή μ' έφαγε ο νεροχύτης απ' το πρωί και έκανα τη... Λάτζα γιόγκα της ζωής μου, προκειμένου να σου φτιάξω θαλασσινό βιάγκρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified