Further tags

Συγνώμη / Μετά συγχωρήσεως / Συγχωρέστε με.

Προερχόμενο από το «excusez-moi» = «συγχωρέστε με».

- Κσκιουζεμουά μαντάμ, κάνετε λίγο πιο εκεί παρακαλώ για να καθίσω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θεαματικό, το τεραστίων διαστάσεων, το εξόφθαλμα εντυπωσιακό, μπορεί να αφορά στην είσοδο κάποιου σε ένα μαγαζί, ή να πρόκειται για κάποια ατάκα που έκανε μεγάλη εντύπωση στην ομήγυρη (είτε θετικά είτε αρνητικά!).

  1. – Καλέ την είδες την Τασία στην εκκλησία;
    – Αμ πώς δεν την είδα; Τέτοια καραγκαγκάν είσοδος θα περνούσε απαρατήρητη;

  2. – Άσε σου λέω Μαρία, τελευταία φορά που έρχεται ο αδερφός σου μαζί μας!
    – Μα γιατί τι σου έκανε το παιδί;
    – Τι, τι μου έκανε; Τέτοιες καραγκαγκάν μ@λ@κίες που πετάει κάθε τρεις και λίγο μας εκθέτει στην παρέα, δεν το καταλαβαίνεις;
    – Ε, άμα είναι έτσι...

Κα καν κα καν (από Hank, 18/05/09)

Δες και ουάου. Καραεπιτατικά: καραγκαγκάν, καραμπαμπάμ, καραμπαντάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση-προτροπή σε φίλο μας προσβεβλημένο από οξεία ξινομουνίαση, αμμομουνίαση αλλά και, διαφορετικά, από άσχημο κόλλημα, σκάλωμα και τα παρόμοια, που δεν του επιτρέπουν να ζήσει τη ζωή του στο φουλ.

Πρόκειται, λογικά, για τον υπερθετικό βαθμό της έκφρασης «ξεκόλλα!». Προσδίδει μια υπερβολή, μια μπηχτή ότι ο συνομιλητής μας πήρε όλη τη ζωή του λάθος και πρέπει ν' αλλάξει ζωή, που λέει και ο ποιητής.

  1. - Μια χαρά σκατά σε βρίσκω. Τι σαπίλα είναι αυτή;
    - Πίνω μπάφους και παίζω προ φίλε, γκαύλα!
    - Ξεκόλλα απ' τη ζωή σου! Πάμε μια βόλτα ρε, οι δικές μας μας περιμένουν, θα το χάσεις το Κορμί, πατριώτη...

  2. - Έκανα μια μούφα λογαριασμό στο φατσοβιβλίο και την έψαξα. Την βρήκα μεν, αλλά τα έχει όλα κλειδωμένα, ούτε φίλους μπόρεσα να δω ούτε φωτογραφίες.
    - Ξεκόλλα!
    - Βρήκα όμως έναν παλιό της συμφοιτητή που την έχει κάνει add και σκέφτομαι να τον κάνω φίλο μπας και μπορέσω να δω τίποτα σαν φίλος φίλου...
    - Ρε, ξεκόλλα πια απ' τη ζωή σου! Στα φέηκμπουκ κατάντησες; Αν καταλήξεις στόλκερ θα σε κάνω μπαν να ξέρεις!

Πιες μια ΞεCola (από Khan, 01/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελαφρώς περίπλοκη εικονοπλαστική-θρησκευτική-ιστορική έκφραση που απλούστατα σημαίνει: είχε τόση πολλή ζέστη το βράδυ που ο ιδρώτας μου έτρεχε ποτάμι και άφησε το αποτύπωμα του κορμιού μου στο σεντόνι.

Για την προέλευση της βλ. την υπόθεση της Ιεράς Σινδόνης.

- Ο καιρός μία έτσι μία γιουβέτσι, μας έχει πηδήξει. Δεν ξέρεις τι να βάλεις.
- Άστα κι εγώ κοιμάμαι με το μποξεράκι και ξυπνάω μες τη νύχτα τουρτουρίζοντας.
- Εγώ χθες έπαθα το αντίθετο: κοιμήθηκα με πυτζάμες και κουβέρτα και το πρωί ξύπνησα μουσκίδι. Άφησα την σκιά μου σαν τον εσταυρωμένο στο σεντόνι.

Φωτογραφία της Σινδόνης του Τορίνο, Βικιπαίδεια (από patsis, 18/05/09)Φωτογραφία της Σινδόνης του Τορίνο, λεπτομέρεια, επεξεργασμένη απεικόνιση (από patsis, 18/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αταβιστική πρώτη λέξη προέρχεται από το φάγωμα του δεν είναι. Για να προφερθεί σωστά η φράση πρέπει να έχουμε όλη την καλή διάθεση να αρθρώσουμε, αλλά να το καταπνίγουμε ακριβώς πριν το σύμπλεγμα του δέλτα με τα τόσο ρωμαλέα φωνήεντα δει φως της μέρας. Το όλον συμπράγκαλον με τα παραφερνάλια τονίζεται στο πρώτο νυ.

Η απόστροφος θέλει να αποδώσει αυτό ακριβώς το μπαστάρδεμα του νυ με αυτά που υπό κανονικές συνθήκες θα προηγούνταν και θα έπονταν. Λογικά θα είναι και η πρώτη καταγεγραμμένη λέξη παγκοσμίως με δύο σύμφωνα και με τρεις αποστρόφους, οπότε καβλώνουμε και με την πάρτη μας.

Νοηματικά διαχωρίζεται από το πλήρες δεν είναι κακό, καθώς τείνει να σημαίνει ότι πρόκειται περί μάλλον καλού πράγματος, ιδίως όταν συμπληρωθεί σε δεύτερο χρόνο από το 'ν'ν' καθόλου κακό..., όπου το καθόλου προφέρεται έως και καμπανιστά.

- Τι σου λέει το γκομενάκι απέναντι;
- 'Ν'ν' κακό...

Renault NN (από Vrastaman, 20/05/09)

βλ. και πα μαλ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χοντρό ρεζιλίκι, η μεγάλη ξεφτίλα.

Μα να μας περάσει η Τουρκάλα με την κυτταρίτιδα, ρε; Όπου φτωχός κι η μπύρα του Ήπιαμε πάλι το Γιουροβιζιονικό το νερομπούλι το κωνειούχο (...) μεγάλη ντροπή, ντροπάντζα για τα εθνικά μας χρώματα...
(Τζιμάκος, Δούρειος Ήχος, 19/5/09. σ.ς. Ρε μήπως και μας διαβάζει;;;)

Η ντροπάντζα που κατατρέχει τους άλλοτε κραταιούς θεσμούς. Η μεγαλομανία του ανθρώπου για προσωπική επιβολή και luxurity στο ναδίρ της. Η γη είναι πιο χαμηλά, αδέρφια.
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ακριβές αντίθετο του ξηγιέμαι σκουληκιάρικα.

Για το ξηγιέμαι δες ξήγας, ξηγιέμαι. Για το μόρτικα δες μόρτης και μόρτιμερ, ο.

Ετυμολογία: μόρτης < ιταλικό beccamorti = τυμβωρύχοι- νεκροθάφτες < becca- (<becco = ράμφος, σκαπτικό εργαλείο < beccus λατινικό κελτικής προέλευσης) και morto = νεκρός (< λατινικό mors = θάνατος).

Ξηγιέται μόρτικα το Σοφάκι, ούτε το περίμενα. Ποια σου δίνει ρε κώλο απ' τον πρώτο μήνα την σήμερον ημέρα;

Βλ. παράδειγμα vikar εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published

«Αριστερό» σερφάρισμα ή ποντίκωμα αποκαλείται ο on-line αυνανισμός, το να πλοηγείσαι δηλαδή στο διαδίκτυο με το αριστερό σου χέρι, καθώς το δεξί ψυχαγωγεί τον μπαργαλάτσο.

Πρόκειται για Ελληνική απόδοση των left-hand surfing και left-hand mousing.

Βαγγέλης: Γιο, πάμε για κανά μπυρόνι;

Πέρι: Έχω ραντεβού για αριστερό ποντίκωμα με το Kitty_Darling69 που γνώρισα στο πεηντάρ.gr

Βαγγέλης: Έχει πιξελιάσει το μουνί σου στο cyber-φραπέ, ρε πστ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φάβα = έδεσμα.

Χωρίζεται σε 4 κατηγορίες αναλόγως τον τρόπο μαγειρέματος στην νήσο Θήρα:

  1. Ελεύθερη
  2. Λογοδοσμένη
  3. Αρραβωνιασμένη
  4. Παντρεμένη

Ο λάκκος τώρα λέγεται διότι, αφού μαγειρευτεί η φάβα και την βάλουμε στο πιάτο, ανοίγουμε ένα μικρό λάκκο στη μέση της φάβας και προσθέτουμε λάδι ανακατεύοντας. Έλα όμως που η φάβα είναι ελαιόφιλος και ανακατεύοντάς την το λάδι χάνεται (κάτι σαν μαύρη τρύπα). Και διερωτάται η νοικοκυρά ανακατεύοντας την φάβα «ρε μπας και κάποιο λάκκο έχει η φάβα και το λάδι φεύγει;»

Το συναντάμε και στην καθημερινότητα όταν κάτι μας ξενίζει και δεν μας αρέσει και υποψιαζόμαστε, αν και δεν έχουμε ακόμα αποδείξεις, για το ότι κάτι πάει στραβά και το ψάχνουμε.

Υπάρχει και το αντίθετο, το «κάποια φάβα έχει ο λάκκος», όπως και τα αυτιά έχουν τοίχους οπότε την πόρτα και τον πούλο.

Ρε τι αυτοκίνητο να πάρω τώρα, τα ίδια χρήματα κάνει και το lada και η BMW, ίδια χρονολογία κατασκευής και είναι με ίδια χιλιόμετρα. Ρε κάτι δεν μου αρέσει στην προσφορά, κάποιο λάκκο έχει η φάβα.

(από ο αυτοκτονημενος, 19/05/09)(από ο αυτοκτονημενος, 19/05/09)(από ο αυτοκτονημενος, 19/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη-επιφώνημα που σου βγαίνει αυθόρμητα όταν:

α) Βρίσκεις τελικά την ουσία που έψαχνες απεγνωσμένα (πχ πέφτει τηλέφωνο ότι η φούντα είναι καθοδόν ή ανακάλυψες μια νταμιτζάνα τσιπουρίτη που την είχε καβατζώσει ο πατέρας σου).

β) Για γκομενοκαστάσεις που παραείναι καλές! (πχ γνωρίζετε γκομενοπαρέα που είναι μαστουρωμένες-σουρωμένες και καυλωμένες).

γ) Όταν σου κάθεται η λύση ενός πακέτου από το πουθενά (πχ έχεις γνωστό σε πόρτα συναυλίας και σε χώνει στη ζούλα).

Συνοψίζοντας μπορούμε γενικότερα να πούμε ότι χρησιμοποιείται είτε σε εκπλήρωση κάποιου πόθου είτε σε μια καλοδεχούμενη κωλοφαρδία.

Συντάσσεται συνήθως μαζί με τη λέξη μάγκα (πχ γίναμε μάγκες), για έμφαση ή για ένα τόνο χιούμορ.

- Σκάει το καυλί η Τζένη με τα τσόλια τις φίλες της σήμερα να μας βρουν!
- Γίναμε!!!

- Πωωω πωω, έγινα μάγκες!
- Τι ρε;
- Έρχεται δέμα με φαγιά αύριο από μάνα, και θα γίνουμε και με έλληνα απόψε!
- Αυτά είναι!

Δες και γίνομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified