Φιλάω, μπαλαμουτιάζω.
- Ο Νίκος φάσωσε τη Βάσω στο πάρτι!!
- Πλάκα κάνεις...
- Όχι ρε, ο Νικολάκης... Μας τίμησε όλους... Νιώθω περήφανος...
Φιλάω, μπαλαμουτιάζω.
- Ο Νίκος φάσωσε τη Βάσω στο πάρτι!!
- Πλάκα κάνεις...
- Όχι ρε, ο Νικολάκης... Μας τίμησε όλους... Νιώθω περήφανος...
Got a better definition? Add it!
Θρυλική έκφραση του αείμνηστου Βλάση Μπονάτσου. Συνήθως συνοδεύεται ή μπορεί να αντικατασταθεί από τα αντίστοιχα «φοβερό!» και «τρομερό!». Η σημασία αυτών των επιφωνημάτων είναι προφανής αλλά αξία αποκτούν μόνο εφόσον αυτός που τα χρησιμοποιεί μιμείται τη φωνή και το στυλ του Βλάση.
Φάση σάπινγκ σε μπαφόσπιτο:
- Μαλάκες, άραγκον λίγο με το μπέιφ να σας πω τι έγινε χτες.
-Άντε ρίχτο.
- Ο Τεό φάσωσε τη Βερόνικα!
- ΦΟΒΕΡΟ!!!
- ΤΡΟΜΕΡΟ!!!
- ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟ!!!
Got a better definition? Add it!
Κατάσταση που συμβαίνει συχνά όταν έχεις φάει τριπάκι και προκαλείται από κάτι που ερεθίζει τις αισθήσεις ή τη σκέψη. Η λέξη χρησιμοποιείται καταχρηστικά από τους τρίπιους.
Got a better definition? Add it!
Αναζωογονητικός Κύκλος Τετραγώνου: τον εφαρμόζεις όταν οι τρόμπες στη δουλειά σου έχουν σπάσει τ'αρχίδια και λίίίίγο πριν τους δαγκώσεις το μάτι.
Βγαίνεις εκτός, δήθεν για τσιγάρα, τσίχλες κ.λ.π (ή δηλώνεις κόψιμο βρε αδερφέ), φέρνεις μια γύρα το τετράγωνο και γυρνάς πίσω κάπως καλύτερα.
Got a better definition? Add it!
Published
Got a better definition? Add it!
Κοινώς, μουνοθύελλα (βλ. ελλ. ορσ). Καμία σχέση με καταιγίδα φεγγαριών ή βροχή από κομήτες κτλ.
-Ρε μαλάκα, είδες τί γινόταν στο party;; Πνίγηκα στο string!!!
-Πώς να μη δω ρε μεγάλε! Σκέτη moon storm...
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χαώδης κατάσταση, με αλλοπρόσαλλα στοιχεία και ανομοιογενές πλήθος, κυρίως θηλυκού χαρακτήρα (σχ. αρσ.: πουτσοπανήγυρος).
- Τι μου πε ο Μήτσος ρε; Κόλαση στο μαγαζί το Σάββατο;; Γκόμενες γυμνές, βυζί χύμα και τέτοια; - Άστα ψηλέ! Του μουνιού το πανηγύρι!! Οι γκόμενες έχουν ξεφύγει...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Απρόσμενη και αναπάντεχη αναποδιά. Συνώνυμα: ήττα, νίλα, πακέτο, κάζο.
Συνήθως ακολουθείται από το ρήμα τρώω σε αντίστοιχο χρόνο, ενδεχομένως και όχι.
- Τ’ άκουσες, ε; Θα κάτσουμε ως τις 8 στο γραφείο.
- Ψωλιά που φάγαμε και σήμερα..
Τί ψωλιά ήταν κι αυτή!
Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στρατιωτική ορολογία, η καθυστέρηση της αλλαγής εν ώρα υπηρεσίας και γενικότερα το «χώσιμο» από άλλο φαντάρο. Το μπιφτέκι είναι μεγαλύτερο όσο μεγαλύτερη είναι η διαφορά των σειρών μεταξύ των φαντάρων.
- Πάλι μπιφτέκι κέρασε ο 299, που μας το παίζει και λέουρας το πατόψαρο. Αντί για 3 ήρθε 3 και 20, αλλά θα τον φτιάξω εγώ...
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται στην πράξη του αυνανισμού ή αλλιώς όταν τραβάς μαλακία (μινάρεις). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως ουσιαστικό αλλά και ως επίθετο.
-Ρε μαγκιά μου, κανά γκομενάκι παίζει;
-Άσε ρε φίλε, τίποτα... Ξενέρα μεγάλη... Έχω ξεσκιστεί στο μινέτο.
Γιάννης : Ωρέ, ωρέεεεεε, μινέτο, κοίτα κάτι βυζά ρεεεεεε!
Got a better definition? Add it!