Further tags

Βαθμολογώ κάτω από τη βάση σε εξετάσεις, διαγωνισμό κ.ο.κ., απορρίπτω.

Φοιτητής κομμένος, καθηγητής σφαγμένος (αγωνιστικό φοιτητικό σύνθημα των 80ζ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρίβω το τιμόνι.

- Κόψε κόψε κόψε κόψε… ΟΠΑ! Ίσιωσε τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από τα Μ.Κ.Ο., τις «Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις» ή, όπως εναλλακτικά καταγράφει ο Κχαν, «Μπίζνες Καλά Οργανωμένες».

Ως νεόκοπη σλανγκιά, χρησιμοποιείται σαν κοσμητικό επίθετο συγκεκριμένης συνομοταξίας ταξιδιάρικων ψυχών, παροικούντων σε χρυσελεφάντινους πύργους συμβούλων του Γ.Α.Π., χλιδάνεργων αριστεριτζήδων, φλεγόμενων πασοκόμουνων, κ.ά. μικυμάου.

  1. - Η Λάουρα κι ο Πέρι πήγαν στην Ακτή Ελεφαντοστού για να υποστηρίξουν την προσπάθεια αποναρκοθέτησης.
    - Μας προέκυψαν πιο μηκυό κι απ' την Μπιρμπίλη!
    - Μπα, μάλλον ψάχνουν για μπιρμπίλι...

  2. - Με τον ανασχηματισμό αυτό, απομακρύνθηκαν τα πιο μηκυό μέλη της κυβέρνησης...
    (Άρης Πορτοσάλτε, Σκάι, από μνήμης)

(από Khan, 07/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για κάποιον ο οποίος πάει γυρεύοντας...

(Σε παρέα που παίζει 21):
- Για δώσε άλλο ένα.
- Ε α γαμήσου, δεν κάηκες πιά;
- Όχι ρε μαλάκα, τι θες εσυ τώρα; Χμμμμ... Άλλο ένα...
- Κώλος χορτασμένος, κάστανα γυρεύει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπερβολική συγκέντρωση αντρών (λοστοί) σε δημόσιους χώρους. Χρησιμοποιείται ως «εξευγενισμένο» συνώνυμο για τον αρχιδόκαμπο, την ψωλαρία, αποφεύγοντας τουλάχιστον την καφρίλα που συνήθως διέπει τέτοιες παρέες. Η παρομοίωση με λοστούς δεν είναι καθόλου τυχαία.

- Τι κάνατε τελικά ρε Χρυσοβαλάντη χθες; Βγήκατε με τα πιπίνια που μου έλεγες;
- Μπα τίποτα ρε συ, λοσταρία βγήκαμε τελικά, δέκα μουλάρια... Λες και επιστρέψαμε από διάρρηξη ήμασταν...

(από GeorgeKen, 28/07/11)(από GeorgeKen, 28/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eκ του «too much», υπερβολικό. Θηλυκού γένους. Συνοδευόμενο από επιθετικό προσδιορισμό «μεγάλη», «έντονη», δηλώνει πλεονασμό.

- Ρε φίλε είδες τον Λάζο; Πήρε δεύτερη μηχανή που φυσάει
- Έλα ρε Κρις, έντονη τουματσιά, τι διάλο τη θέλει τη δεύτερη; Εμείς δεν έχουμε ούτε πρώτη...

Σχετικά: του ματς, τουματσισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Επιταχύνω, γκαζώνω, τρέχω, βάζω τα δυνατά μου, με πιάνει κωλοπιλάλα.

  2. Χέζω: Χρησιμοποιείται κυρίως σε εξτρίμ καταστάσεις, όταν ας πούμε έχεις να αντιμετωπίσεις κουράδα «εγκεφαλικό» ή «Κινγκ Κονγκ».
    Συνοδεύεται από μούγκρισμα αυξανόμενης έντασης και καταλήγει σε στεναγμό ανακούφισης. (παράδειγμα 4)

  1. - Ρε! Αύριο λήγει το ντεντ λάιν και εσύ παίζεις πασιέντζα;
    - Έλα μωρέ! Τρία άρθρα μείνανε, θα μαρσάρω αύριο το πρωί και το μεσημέρι θα είσαι έτοιμος για τυπογραφείο. Πιάσε μπύρα κι άραξε...

  2. Αυτό, όμως, μπορεί να αλλάξει απότομα, από τη μια στιγμή στην άλλη... Πώς; Αν (και όταν) αποφασίσει η Νέα Δημοκρατία του Σαμαρά να «μαρσάρει»! εδώ

  3. «Μαρσάρει» η επένδυση
    Ανοίγει οριστικά ο δρόμος για την κατασκευή του μεγάλου έργου του Αυτοκινητοδρομίου της Πάτρας μετά την χθεσινή ομόφωνη απόφαση της Γνωμοδοτικής Επιτροπής με την οποία το έργο εντάσσεται στον Αναπτυξιακό Νόμο. εδώ

  4. - Δεν είναι εδώ ο Γιώργος;
    - Στην τουαλέτα
    - Θα αργήσει;
    - Μαρσάρει εδώ και μισή ώρα... ε, σε κανένα τεταρτάκι θα βγει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι κάποιος θέλει πολυτέλειες, ενώ δεν έχει ούτε τα απαραίτητα / στοιχειώδη.

-Πήγε ρε ο από πάνω στη συνέλευση της πολυκατοικίας και πρότεινε να πάρουμε κηπουρό για τον κήπο λέει... Και του είπαμε και μεις ότι η καθαρίστρια είναι απλήρωτη εδώ και μήνες, αλλά αυτός λέει ότι είναι επείγον!
-Καλά... ψωμί τυρί δεν είχαμε, λουλούδια για τα αρχίδια μας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χέλι, ο άρχοντας των θαλασσών, αυτός που μπαίνει στα νερά και τον αναγνωρίζουν ως και οι τσιπούρες. Ο κολυμβηταράς, πώς το λένε.

- Κοίτα ρε τον Λευτέρη πώς βουτά το κορμί του! Τι μανούβρες κάνει! Τι κολυμβητής είσαι, αλεπού της θαλάσσης...

(από lou4, 02/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φλώρος, αυτός που φοβάται το νερό και μπαίνει μέχρι τη μέση. Ως αποτέλεσμα, ψήνεται (σαν κοτόπουλο), και τελικά μπαίνει όταν η παραλία έχει αδειάσει.

Είναι αυτός που ενίοτε ρίχνει νερό στη κοιλιά του και τις μασχάλες για να συνηθίσει τη θερμοκρασία.

- Α ρε Αξά κοτόπουλο, βούτα ρε μη φοβάσαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified