Further tags

Η κατάσταση αποφόρτισης κάποιου από την μονοτονία της εργασίας ή άλλης φορτικής ενασχόλησης. Επί της ουσίας σχεδόν λέξη οξύμωρη, εφόσον υπαινίσσεται την επιδίωξη κάποιας γαλήνης και ηρεμίας.

Σημαίνει επίσης σπάω την αλυσίδα των επαναλαμβανόμενων όμοιων γεγονότων με κάτι, που όμως δεν προϋποθέτει έντονη δραστηριότητα, αντιθέτως μάλιστα. Ξεκουράζομαι απ την βαρεμάρα, αλλάζω περιβάλλον, κάνω κάτι άλλο, πάω κάπου αλλού, είναι επίσης μερικές συνώνυμες έννοιες.

  1. Ο Ρουσέτος πήγε στην Αίγινα να ξεβαρεθεί.

  2. Θα πάω στην Αμοργό μια βδομάδα να ξεβαρεθώ.

  3. Πήρε δυο μέρες αναρρωτική και ξεβαρέθηκε, ήρθε ανανεωμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενική της ιδιότητας συντακτικά, συνηθίζεται στην βόρεια Πελοπόννησο, ιδίως στην Αχαΐα. Σημαίνει της προκοπής, κάτι που αξίζει, ίσως είναι παραφθορά της γενικής «της ωφελείας» ή της γενικής «του οφέλους». Λέγεται περισσότερο κριτικά και συχνά απαξιωτικά, όταν δηλαδή κρίνει κάποιος ή κάτι αυστηρά ή αρνητικά, οπότε υπάρχει μια επικριτική διάθεση στη χρήση του.

  1. Να σ έβλεπα μια φορά να κάνεις και κάτι τς (=της) εφελαής!

  2. Ήταν κακή μαγείρισσα, δεν ήξερε ούτε ένα φαΐ τς εφελαής να κάνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εσεμεσιάζομαι, στέλνω μήνυμα στο κινητό.

  1. Όλη μέρα μηνυματίζεται με τη μάνα της.

  2. Οδηγεί και μηνυματίζεται όλη την ώρα, καμιά μέρα θα καρφωθεί και θα την κλαίμε.

Ζόμπι νέας κοπής (από σφυρίζων, 22/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Της πουτάνας, της Πόπης, της Πιπίτσας, της κακομοίρας κλπ.

Έμαθε ότι παντρεύεται την αρχιτσουλάρα κι έγινε της Κυρίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος του Τουίτερ, εκ του στερητικού α- και του αγγλικού ρήματος mention (= αναφέρω κάποιον), σημαίνει το τιτίβισμα, όπου δεν υπάρχει ρητή αναφορά σε ποιον αναφέρεται, δεν υπάρχει δηλαδή ταγκάρισμα, hashtag ή άλλου είδους μένσιο.

Όπως ορίζεται προσφυώς εδώ, πρόκειται συνήθως για «μπηχτή την οποία ο γράφων δεν είχε τους όρχεις να πει στα μούτρα αυτού στον οποίο απευθύνεται. Συνήθως κρύβει (όχι πολύ καλά) ερωτικό/σεξουαλικό ενδιαφέρον» (δες επίσης και εδώ). Μία συναφής συνέπεια είναι ότι πετώντας μια μπηχτή χωρίς να κατονομάζεις, μπορείς να τσεκάρεις ποιος έχει την μύγα και μυγιάζεται, ή και να δημιουργήσεις μια κατάσταση εκ του μηδενός, να οξύνεις την περιέργεια κ.ο.κ. Κάτι σαν τα «Σε είδα» της Athens Voice ένα πράμα.

Ο όρος αμένσιοτο έχει πλέον μεταφερθεί και σε άλλα σόσιαλ μήντια, όπως το Φέισμπουκ, ενώ οι πλέον καμένοι σοσιαλμηντιάδες μπορεί να το μεταφέρουν και στην πραγματική ζωή για ανώνυμες μπηχτές.

  1. Το έθιμο του σταυρού τα Φώτα είναι σαν το αμένσιοτο, το πετάς κι όποιος το πιάσει (θυμοσοφία κοινωνικών μέσων εδώ).

2. Το προηγούμενο έφυγε αμένσιοτο κατα λάθος. Αλλά κατάλαβες.

3. Λέω ας το διάολο θα ρίξω τα μούτρα μου και θα τον πάρω τηλέφωνο, θα του στείλω μήνυμα στο fb, αμένσιοτο στο twitter... όλα τα σχετικά.

(από Khan, 26/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Λούτσα στα αρβανίτικα σημαίνει μούσκεμα στα ελληνικά.

  1. Σιγά ρε, με έκανες λούτσα (με έβρεξες).

  2. Με έπιασε μία βροχή στον δρόμο και έγινα λούτσα (μούσκεμα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λούμπα στα αρβανίτικα σημαίνει «λακούβα» στα ελληνικά.

Μεταφορικά «έπεσα σε λούμπα» σημαίνει ότι την πάτησα επειδή κάποιος με κορόιδεψε.

  1. Έπεσα σε μία λούμπα και έγινα λούτσα.

  2. Πρόσεξε μη σου τη στήσουνε και πέσεις στη λούμπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα διάφορα καμουφλάζ που κάνεις για να βγεις στην πλαζ χωρίς να φανεί πόσο χοντρός είσαι, όπως τεράστια πουκάμισα που κρύβουν τη μπάκα, παρεό κτλ.

Ντάξει να πάμε στην παραλία, αλλά να ετοιμάσω το καμουπλάζ μου πρώτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακούστηκε κάτι πολύ δυνατά. Το λέμε συνήθως για φωνή ανθρώπου ως αποτέλεσμα ξυλοδαρμού.

Και τους πλακώνουνε στο ξύλο, και τρώνε τόσο ξύλο που βέλαξε ο τόπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολόκληρη η έκφραση είναι «θα σου δώσω μία, θα γράψεις δέκα κάσα».

Σημαίνει ότι θα φας μια γροθιά τόσο δυνατή που θα γράψεις δέκα κάσα.

Το δέκα κάσα αναφέρεται στη βαθμολογία που γράφει κάποιος στη πρέφα. Τα δέκα κάσα τα γράφει όταν χάνει και χρεώνεται με αυτά.

Πρόσεξε πώς μου μιλάς γιατί θα σου δώσω μία και θα γράψεις δέκα κάσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified