Further tags

Πρωτότυπος τρόπος να πει κάποιος ότι τον έπιασε κόψιμο, λόγω της αραιής υφής της τέμπερας ζωγραφικής.

- Το μεσημέρι έχουμε φακές με χταπόδι.
- Αμάν, θα μας πάει τέμπερα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εικονική μου παρουσία, το ηλεκτρονικό μου «σώμα», σε ένα διαδικτυακό παιχνίδι (κυρίως fps) κινείται με διαλείψεις επειδή λαγκάρω, επειδή δηλαδή έχω καθυστερήσεις στη σύνδεσή μου.

Στους άλλους παίκτες αυτό φαίνεται σαν να τηλεμεταφέρομαι (teleporting) από το ένα σημείο στο άλλο, κάτι που είναι πολύ ενοχλητικό και δημιουργεί εκνευριστικές καταστάσεις: σκοτώνω άλλους χωρίς να με βλέπουν, φαίνεται ότι με πυροβολούν αλλά «στην πραγματικότητα» έχω μετακινηθεί αρκετά μέτρα μακριά κλπ.

  1. Από εδώ:

cyx teleportareis asxima

  1. Από εδώ:

araxte kai gia emas to idio provlima htan na sas vlepoume na teleportarete kai na min mporoume na sas petixoume..sas to eixa pei kai prin apo to game

(από patsis, 07/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδικά στα κυνηγετικά, σηκώνω σημαίνει αναγκάζω κάποιο πουλί να βγει από την επίγεια κάλυψή του και να πετάξει, ώστε να μπορέσω να το χτυπήσω με το όπλο. Αφορά τα πουλιά όπως οι πέρδικες και οι μπεκάτσες, που κυκλοφορούν περισσότερο περπατώντας στο έδαφος παρά πετώντας (άλλωστε κάνουν σύντομες και χαμηλές πτήσεις).

  1. Από εδώ:

Παντού σηκώναμε πέρδικες, γιατί στα χωράφια που ήταν θερισμένο το σμιγάδι, μάζευαν ότι είχε απομείνει από φασολάκια. Σηκώσαμε ένα κοπάδι, που μόνο που δεν το πατήσαμε, από ένα μικρό αμπελάκι με αμπελοφάσουλα [...]

  1. Από εδώ:

Άκουσα τη σοφή συμβουλή του και φώναζα περισσότερο και χτυπούσα δυνατότερα.Μετά από κάποια απόσταση και με τις φωνές μου, σηκώνω σχεδόν από τα πόδια μου μια «πατουλιά» καμία δεκαριά πουλιά .

Got a better definition? Add it!

Published

Πολύ ψηλά, στα ύψη. Καθ' υπερβολή μέχρι ψηλά στον ουρανό, εκεί που τοποθετείται στερεοτυπικά ο Θεός.

  1. Από εδώ

Οριζόντιο δοκάρι, η μπάλα στο Θεό, ο τερματοφύλακας έχει φύγει από την εστία για να πανηγυρίσει, η μπάλα σκάει στο έδαφος και το γκελ την οδηγεί προς τα δίχτυα.

  1. Από εδώ:

Στους ιδιώτες τα ΚΨΜ, στο Θεό οι τιμές

(από Khan, 07/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

του μιλάει του + αντικείμενο δεξιοτεχνίας

Έχω μεγάλη δεξιοτεχνία σε κάτι, το χειρίζομαι πολύ αποτελεσματικά.

Μάλλον ποδοσφαιρικής προέλευσης: της μιλάει της μπάλας. Πιθανώς εννοείται ότι μιλάει στην μπάλα και της δίνει εντολές που αυτή «ακούει», δηλαδή ακολουθεί.

Βλ. και της μιλάει της ψωλής.

  1. Από εδώ:

Τι εννοείς δεν γίνεται; Ότι είναι ενάντια στους νόμους της ποδοσφαιρικής λογικής; Αν ο παίκτης της μιλάει της μπάλας -όπως ο Ματαμόρος- καταφέρνει ακόμα και με σκαφτό… τακουνάκι να τη στείλει μέσα!

  1. Από εδώ:

Πώς να μην δίνει πάλι πρόκριση με νικητήριο πέναλτι ο παιχταράς;
Της μιλάει της μπάλας, διάβολε. Κι αυτή του λέει ναι.
Τόσα χρόνια βλέπω μπάρτσα κι έλεγα ότι της μιλάνε, τώρα πια έχουμε και αποδείξεις.

  1. Από εδώ:

Της μιλάει της… τσίχλας, ο Οζίλ. Ο Γερμανός μέσος της Άρσεναλ έφτυσε την τσίχλα του, την κλώτσησε και αυτή κατέληξε πάλι στο στόμα του.

  1. Από εδώ:

-Έλα μωρέ με τους πουθενάδες. Ο Νίτσες είναι φιλοσοφούρα .Είναι δύο Καντιδες και 62 Ντεριντάδες είναι και ταχύς. Ρε της μιλάει της διαλεκτικής και έχει αποδόμηση διαβήτη (που θα έλεγε και ο Αλέφαντος).

Got a better definition? Add it!

Published

Φράση που τη λένε οι μικροαστοί που δεν κάνουν τίποτα έντονο στη ζωή τους. Το ιδανικό του χωροφύλακα. Τη λένε και άνθρωποι μετά από κάποια ηλικία, που είναι μπαμπάδες, μαμάδες και δεν έχουν και κανένα συνταρακτικό νέο.

- Τι γίνεσαι Γιώργο; Πώς τα πας; - Πώς να τα πάω; Ησυχία, τάξη, ασφάλεια. Δέκα χρόνια παντρεμένος πώς θες να τα πάω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τζέρτζελο, ο χαβαλές, η φασαρία.

Όλο το Σαββατοκύριακο είναι χάι χούι, αλλά την Δευτέρα στη δουλειά κύριος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά λέξη, μου φεύγει η γόβα. Στο κατάλληλο κόνσεπτ βγάζει ραφινάτο χιούμορ (λέμε τώρα!) και όλιγον από υποσκάπτουσα ομοφυλοφιλία.

Δυο φίλοι περπατούν, ένας παραπατάει και τρώει σαβούρδα:
- Ρε συ Τάκη, πρόσεχε, είσαι καλά;
- Ξεγοβιάστηκα ο μαλάκας, χαχα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιστορικά: κάγκουρες υπήρχαν ανέκαθεν. Οι ιστορικές και τεχνολογικές εξελίξεις όμως τους ευνόησαν να αναπτυχθούν επικίνδυνα. Οι Άνδρες με το Α κεφαλαίο αποφάσισαν να δηλώσουν τον ανδρισμό τους είτε για να κεντρίσουν το γυναικείο ενδιαφέρον είτε για να νιώσουν απαλλαγμένοι από αυτό ως εξής:

Στυλιστικά: Και πρωί και βράδυ κάτι με τζιν, κάτι στενό αλλά όχι με έξαλλο κόψιμο, γυαλί που βγάζει μάτι από χιλιόμετρα, μαλλί φτιαγμένο ''αλά αντρικά''(=μαλλί που προσδίδει ύψος)

Κοινωνικά: συμπεριφορά αρνητική προς κάθε τι το γυναικείο. μηχανάκι/αυτοκίνητο -οι πιο τυχεροί- με εξάτμηση (τα αυτόματα για τις γυναίκες και τους πούστηδες) φτιαγμένο (οι άντρες ανέκαθεν είναι ικανοί στα ηλεκτρολογικά. τι; δεν το έφτιαξαν αυτοί; άντε καλέ).

Η καγκουριά συνοψίζεται σε μία απεγνωσμένη έκκληση για ενδιαφέρον και για πρόκληση της προσοχής, γι' αυτό και άλλος έχει καγκουριά στην εμφάνιση, άλλος στην συμπεριφορά, άλλος και στα δύο.

Ως καγκουριά πολλές φορές θα πούμε και τη γαϊδουριά.
Η καγκουριά ως τάση ξεκινάει από τα σχολικά χρόνια, αλλά υιοθετήθηκε και από μεγαλύτερης ηλικίας Άνδρες, πολλές φορές με καταστροφικά αποτελέσματα.

Σχετίζεται με την δήλωση ανδρισμού, με την διαφοροποίηση από τους γκέυ, με την ανάγκη για γκόμενα επειγόντως.

Παρκαρισμένο αμάξι κίτρινο μεταλιζέ, πάμφθηνο όταν αγοράστηκε, με διπλάσιο κόστος στο να φτιαχτεί: τι εξάτμιση, τι ηχεία, γενικά ό,τι βγάζει μάτι και κάνει θόρυβο (σε είδαμε αγόρι μου ερέμησε).

Ξαφνικά ένα τριχωτό χέρι με καδενούλα χρυσή ή δαχτυλίδι βγαίνει από το παράθυρο του αυτοκινήτου το οποίο έτσι κι αλλιώς το οδηγεί με το ένα χέρι (το άλλο στο λεβιέ). Και πετάει σκουπίδι. Ενώ οδηγεί. Πίσω εσύ με τον κουβά. Σου ήρθε στο παρμπρίζ. Γελάει. Καγκουριά. Χρειάζεται πολύ για να το καταλάβεις;

Ομώνυμο άσμα (από Khan, 11/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη ιταλικής-λατινικής καταγωγής. (dare+avere= δούναι και λαβείν). Συναντάται και ως νταλαβέρι.

Αφορά στην συναλλαγή πρόσωπο με πρόσωπο. Αρχικά ήταν η εμπορική συναλλαγή. Καθώς όμως η συναλλαγή πρόσωπο με πρόσωπο έχει και τα συμπαρομαρτούντα της, η λέξη χρησιμοποιείται με πολλές ερμηνείες.

1: εκεί που δεν λες «εμπορική συναλλαγή». Δηλαδή παράνομη εμπορική συναλλαγή. Συνήθως σε ναρκομανή-βαποράκι ή βαποράκι-βαποράκι ή βαποράκι-έμπορο, η συναλλαγή ονομάζεται βέρι (από το κομμένο νταραβέρι). Απαντάται κυρίως στον πληθυντικό (βέρια). Δε μένεις σε ένα νταραβέρι τη νύχτα.

2: συναλλαγή που απαιτεί παραγοντιλίκι. Εκεί χρησιμοποιείται απενοχοποιημένα και ολόκληρη. Ως νταραβέρια πολλές φορές θα ακουστούν και οι συναλλαγές του ελληνικού δημοσίου.

3: συναλλαγή ερωτική. Επί πληρωμή ή όχι, αλλά συνήθως επί πληρωμή.

  1. - Γιατί μπήκες αναμορφωτήριο ρε Ρόσπυ;
    - Με πιάσανε οι μπάτσοι πάνω στα βέρια (αληθινή συνομιλία)

  2. (στη σχολή) - Πώς πήρε σεμινάριο τρίτο έτος ρε ο πούστης; Τόσο καλός είναι; Και δεν του τό' χα!
    - Αυτός καλός; Ούτε καν. Απλά έχει πολλά νταραβέρια με τους καθηγητές.

Σημειωτέον ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί και αντίστροφα. Δηλαδή:

- Πώς και δεν πήρες σεμινάριο ρε; Επί πτυχίω δεν είσαι;
- Νταραβέρια με τους καθηγητές φίλε. Με πιάσανε τον Σεμτέμβρη να αντιγράφω, πέρασα πειθαρχικό και αποκλείστηκα για ένα εξάμηνο, γάμησέ τα.

  1. - Άει μωρή πού το πήρες το φουστάνι τόσα λεφτά;
    - Το νταραβέρι με τον φραγκάτο που σού' λεγα.....;;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified