- Κάνω τη χάρη σε κάποιον.
- Κάνω αντί για άλλον κάποια πράξη.
- Άντε ρε Νίκο... κάνε την καλή αν μπορείς και πήγαινε να φέρεις λίγο νερό!
- Άντε ρε Νίκο... κάνε την καλή αν μπορείς και πήγαινε να φέρεις λίγο νερό!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δίνω πίπα.
- Πώς πήγε χθες; Γάμησες;
- Όχι την κέρασα, όμως, μια πίπα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκδηλος, σεσημασμένος.
-Μου δώσανε κλήση, πριν τελειώσει ο χρόνος της κάρτας.
-Καραμπινάτη αδικία!
Got a better definition? Add it!
Άνω-κάτω, γυαλιά-καρφιά.
Μπουκάρανε οι μπράβοι μέσα στο μαγαζί και τα κάνανε λίμπα!
Got a better definition? Add it!
Παριστάνω τον άσχετο, κάνω την πάπια.
- Βοήθησε την κατάσταση, κάνε κάτι, εδώ καιγόμαστε και εσύ σφυρίζεις αδιάφορα!
Σχετικά λήμματα: Κινέζος, kinέζος, κάνω τον Κινέζο, παπί κινέζικο, πάπια, κάνω την πάπια, κάνω τον γερμανό
Got a better definition? Add it!
Eυκαιρία, πολύ φθηνά.
— Με γεια το μηχανάκι. Το πήρες ακριβά;
— Μπά! Το πούλαγε ένας που είχε ανάγκη και το πήρα κοψοχρονιά!
Δες και μπιρ-μπαρά.
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Got a better definition? Add it!
Ρεζίλι, ρεζιλίκι (λέγεται στην Κρήτη).
- Άμα χάσεις το στοίχημα, θα κόψεις το μουστάκι;
- Εγώ γίβεντο δεν γίνομαι!
Got a better definition? Add it!
Επιδίδομαι ενεργητικά σε πρωκτικό σεξ.
Παθητικό: καρφοκωλιάζομαι.
«φέρτε μου έναν φοιτητή να τον καρφοκωλιάσω»
(από το ομώνυμο τραγούδι των The Loutsa Project).
Got a better definition? Add it!
Στασιμότητα, βαρεμάρα, παρακμή.
- Τι νέα ρε;
- Σαπίλααααα... τα ίδια και τα ίδια, δουλειά, σπίτι και WoW.
Got a better definition? Add it!
Βλέπω μια κατάσταση με κάποιον συγκεκριμένο τρόπο. Συνήθως (αλλά όχι πάντα) χρησιμοποιείται ειρωνικά και δηλώνει ότι έτσι όπως την είδα, δεν ταιριάζει με την πραγματικότητα. Όταν είναι σκέτο, μεταφορικά υποδηλώνει οτι είμαι περήφανος και ψώνιο.
Ο Κώστας την είδε ότι θα σώσει τον κόσμο και τρέχει όλο σε εθελοντισμούς και φιλανθρωπίες.
Η Νίνα την έχει δει από τότε που τα έφτιαξε με τον βιομήχανο και δε μας καταδέχεται.
Βλέπε και τη βλέπω.
Got a better definition? Add it!