Further tags

  1. Κάνω τη χάρη σε κάποιον.
  2. Κάνω αντί για άλλον κάποια πράξη.

- Άντε ρε Νίκο... κάνε την καλή αν μπορείς και πήγαινε να φέρεις λίγο νερό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δίνω πίπα.

- Πώς πήγε χθες; Γάμησες;
- Όχι την κέρασα, όμως, μια πίπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκδηλος, σεσημασμένος.

-Μου δώσανε κλήση, πριν τελειώσει ο χρόνος της κάρτας.
-Καραμπινάτη αδικία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνω-κάτω, γυαλιά-καρφιά.

Μπουκάρανε οι μπράβοι μέσα στο μαγαζί και τα κάνανε λίμπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παριστάνω τον άσχετο, κάνω την πάπια.

- Βοήθησε την κατάσταση, κάνε κάτι, εδώ καιγόμαστε και εσύ σφυρίζεις αδιάφορα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eυκαιρία, πολύ φθηνά.

— Με γεια το μηχανάκι. Το πήρες ακριβά;
— Μπά! Το πούλαγε ένας που είχε ανάγκη και το πήρα κοψοχρονιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρεζίλι, ρεζιλίκι (λέγεται στην Κρήτη).

- Άμα χάσεις το στοίχημα, θα κόψεις το μουστάκι;
- Εγώ γίβεντο δεν γίνομαι!

κούρβα τα πίτσκατα (από Fotis Nitsiopoulos, 27/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιδίδομαι ενεργητικά σε πρωκτικό σεξ.
Παθητικό: καρφοκωλιάζομαι.

«φέρτε μου έναν φοιτητή να τον καρφοκωλιάσω»
(από το ομώνυμο τραγούδι των The Loutsa Project).

(από protnet, 25/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στασιμότητα, βαρεμάρα, παρακμή.

- Τι νέα ρε;
- Σαπίλααααα... τα ίδια και τα ίδια, δουλειά, σπίτι και WoW.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλέπω μια κατάσταση με κάποιον συγκεκριμένο τρόπο. Συνήθως (αλλά όχι πάντα) χρησιμοποιείται ειρωνικά και δηλώνει ότι έτσι όπως την είδα, δεν ταιριάζει με την πραγματικότητα. Όταν είναι σκέτο, μεταφορικά υποδηλώνει οτι είμαι περήφανος και ψώνιο.

  1. Ο Κώστας την είδε ότι θα σώσει τον κόσμο και τρέχει όλο σε εθελοντισμούς και φιλανθρωπίες.

  2. Η Νίνα την έχει δει από τότε που τα έφτιαξε με τον βιομήχανο και δε μας καταδέχεται.

Βλέπε και τη βλέπω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified