Further tags

Επιπλήττω αυστηρά, ξεχέζω.

- Ο Πάγκαλος πρόγκηξε λίγο την Όλγα Τρέμη, λέγοντας της ότι επιθυμεί την κατάλυση του συντάγματος και ανέβηκε η πίεση της παρουσιάστριας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του μπριζώνω.

Πάσα: Galadriel.

- Ποιος πούστης σε πρόγκηξε; Άσε ρε, βγήκε και είπε σε όλον τον κόσμο ότι δεν κερνάω ποτέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρακλασικό επιφώνημα, συνοδευτικό τριών μεγάλων κατηγοριών χοιρονομιών μανουριάσματος:

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχει δημιουργηθεί από την εκπομπή “ΣΤΑ ΤΡΕΝΑ“ με τον Mikeius και τον Βαγγέλη. Την ώρα που ανοίγουν οι τηλεφωνικές γραμμές σχεδόν σε κάθε εκπομπή παίρνει τηλέφωνο η κοπέλα με το παρατσούκλι “MagicSpell“ και κάθε φορά μιλάει περίπου 7-8 λεπτά και δεν δέχεται ας πούμε να παρεμβαίνουν ούτε οι παρουσιαστές στον λόγο της. Μετά από κάποια τηλεφωνήματα, και οι άλλοι ακροατές που έπαιρναν συντόμευαν τα τηλεφωνήματά τους, σεβόμενοι τον χρόνο της εκπομπής, έτσι ώστε να προλάβουν να πάρουν και άλλοι ακροατές τηλέφωνο, τελειώνοντας με τη φράση “κλείνω και εγώ να μη γίνομαι MagicSpell“. Μερικές φορές για συντομία κόβεται το -Spell .

Κάτσε ρε μαλάκα. Μιλάς τόση ώρα και δεν μας αφήνεις να πούμε τίποτα. Μη γίνεσαι MagicSpell !!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του φιδιάζω.

Πάνω που είχα κουλουριαστεί στη φωλίτσα μου με φώναξε ο διοικητάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογία: κουσούρι < τουρκική (kusur) < αραβική كسور (küsûr).

Κυριολεκτικά είναι το ελάττωμα, το μειονέκτημα, η αναπηρία, η κακή συνήθεια.

Στην σλαγκ, το κουσούρι, όπου δεν διευκρινίζεται, είναι η ομοφυλοφιλία.

Παλιότερα η χρήση περιοριζόταν σε ευσεβείς αλλά ψυχοπονιάρες θειές, που αν και δεν μπορούν να αντικρούσουν τον παπά της ενορίας και τις γραφές ότι η ομοφυλοφιλία είναι θανάσιμο αμάρτημα, νιώθουν μια κάποια συμπάθεια προς τους ομοφυλόφιλους -ή μάλλον στις οικογένειές τους.

Ως καλές γειτόνισσες, γνωρίζουν τα άπλυτα ολάκερης της γειτονιάς, και αναγνωρίζουν ότι η οικογένεια που της «έλαχε το κακό» δεν είναι χειρότερη απ' τις άλλες, δεν κουβαλάει πολλά κρίματα ώστε να τους τιμωρήσει ο θεός με τόσο σκληρό τρόπο και κάπου μέσα τους νιώθουν και μία ανακούφιση, γιατί αναγνωρίζουν ότι θα μπορούσε να είναι το δικό τους παιδί ή εγγόνι.

Για την συμπάθεια που δείχνουν, συνηγορεί και η συμπεριφορά του «καημένου του παιδιού», που δεν είναι όπως το φαντάζονταν όταν άκουγαν τους πύρινους λόγους του παπά, αλλά είναι ένα -κατά τα άλλα- φυσιολογικό παιδί.

Προφέρεται δε με χαμηλή φωνή, συνωμοτικά, και πιθανόν να συνοδεύεται από την φράση: τι φταίει κι αυτό το καημένο, έτσι τόφτιαξε ο θεός

Στην μέινστριμ σλαγκ μπήκε το 2004, όταν ο Μακαριστός Χουντόδουλος δήλωσε για την ομοφυλοφιλία: «Σε ποιο κατάντημα έχει φτάσει σήμερα η ανθρωπότητα, η οποία αυτό που είναι αμαρτία βοώσα και κράζουσα θέλει να το καλύψει. Να μη μιλάμε, γιατί ενοχλούνται αυτοί που έχουν το κουσούρι».
Του γύρισε όμως μπούμερανγκ, όταν δημοσιεύματα αφιερωμένα στην ιδιωτική του ζωή είχαν σαν τίτλο «το κουσούρι του Χριστόδουλου» πχ εδώ, και εδώ.

  1. @ιρον : άντε βρε νούμερο που θα βάλω και σικ. α στο διάλο.
    (κάποια εκεί στην χα πρέπει να του πει ότι δεν είναι κ πολύ αντρουά ατάκες αυτές κ ότι πρέπει να σταματήσουν τις αντρίλες εκεί στ' αποδυτήρια γιατί θα του μείνει κάνα κουσούρι). τζίζους, εδώ (απ' όπου πήρα και την πάσα)

  2. Τὸ λεβεντοπούστης εἶναι δοκιμότατος σλαγκόρος, ἀλλὰ δὲν εἶναι ταυτόσημος τοῦ πουστόμαγκα. Ἂν τὰ εἶχα συσχετίσει στὸ μυαλό μου, θὰ εἶχα ἀναφέρει τὴ διάκρισι μέσα στὸ ὁρισμό, διότι ἀξίζει τὸν κόπο. Μιὰ καὶ τὸ συζητοῦμε, ἕνας λεβεντοπούστης εἶναι κυρίως λεβέντης, ποὺ ἔχει καὶ ΤΟ κουσοῦρι (οὐδεὶς τέλειος). Θὰ μποροῦσε νὰ ὅμως νὰ ἔχῃ κάποιο ἄλλο. Τὸ ὅτι ἐμεῖς ἀσχολούμεθα εἰδικῶς μὲ τὸν λεβεντοΠΟΥΣΤΗ καὶ ὄχι τόσο πχ μὲ τὸν λεβεντοΧΑΣΙΚΛΗ ἢ λεβεντοΤΖΟΓΑΔΟΡΟ κλπ, ἔχει νὰ κάνῃ μὲ δικά μας θέματα. Σὲ πρακτικὸ ἐπίπεδο, δὲν θὰ μποροῦσε ποτὲ πχ νὰ χαρακτηρισθῇ λεβεντοπούστης ἕνας κίναιδος, ποὺ ἐκμεταλλεύεται ἄλλους κιναίδους. Αίας, εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίρνω το ρίσκο να είμαι τελείως λάθος, αλλά νομίζω ότι πέρα από τις διάφορες γνωστές και μη σημασίες (βλ. εδώ), η λέξη σημαίνει και πυροβολώ, τουφεκίζω, σκοτώνω (από την μπαταριά).

Αν τολμήσει να ανοίξει γραφείο δίπλα μου, θα τον μπατάρω τον πούστη...

Got a better definition? Add it!

Published

Ήτοι έμπλεξες και πώς θα ξεμπερδέψεις...

Νησιωτικό, του Αιγαίου, απαντάται σε περισσότερα του ενός ψαρονήσια, ενδεικτικά Χίο, Μυτιλήνη, Σάμο και... Μύκονο (εκεί, στην Ψαρού).

Καθότι το ψάρεμα και δη η καθετή, η συρτή, το παραγάδι και λοιπές αλιευτικές μέθοδοι συνδυάζουσες αγκίστρια και μεσινέζες είναι μεν χόμπι κι ωραίο χόμπι, κι άμα πιάνεις κιόλα είναι σούπερ ντούπερ. Άμα όμως το κατεβάσει το ρημάδι το αγκίστρι μέχρι τον αφαλό ο ψάρακας -κι ενώ τσιμπάει του χαμού– σε πιάνει μια απελπισία να ξαγκιστρώσεις, να ξεψαρίσεις και να ξαναδοκιμάσεις την τύχη σου τώρα που μυρίζει. Και δώσ' του εγχειρήσεις και να τα αίματα, και να τα κοψίματα, μπουρδέλο η βάρκα, τριμπούρδελο η ψυχολογία, εφταμπούρδελο η πετονιά, κι ο εξυπνάκιας να σε συμβουλεύει ότι το ψάρι θέλει υπομονή.

Αντιθέτως, αν πρόκειται για καλό ψάρι, το ξαγκίστρωμα αποκτά μια έξτρα θεατρικότητα και το γλεντάει δεόντως ο ξαγκιστρώνων, εξυμνώντας το μέγεθος του θηράματος σε κάθε χειρουργική τομή που του καταφέρνει, υπενθυμίζοντας δια πολλοστή φορά στους άμοιρους θεατάς τα κατά καιρούς αλιευτικά κατορθώματά του.

  1. Και σκέψου λέει, κάποιος που με αντιπαθεί να με καρφώσει ότι επί πληρωμή μαζεύω διαφόρους στο σπίτι μου, «το 'χω κάνει τεκέ και γίνεται του ...»τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια. αν προσθέσει κιόλας ότι γι' αυτά που εισπράττω δεν κόβω απόδειξη είσπραξης... άντε μετά ξαγκίστρωνε...! Χαχαχα...εδώ

  2. - Μα δεν τον γουστάρω.. δηλαδή, όχι πολύ, είπε η φίλη.
    - ..
    - Όχι, αλήθεια. Δε θα το έκανα ποτέ. Εξ άλλου εκείνος μου την έπεσε.
    Στο όνειρο. Της. Εκείνος έφταιγε. Τώρα 'άντε εσύ ξαγκίστρωνε' όπως λέμε στο Αιγαίο...εκεί

3.T’ απ’ τη ζωή βγαλμένο:

- Πλάτωνα έχασα τον κλειδάριθμο του taxis..
- Γαμώ τα γαμήσια του ιούδα γαμώ..
- Θα πάω εφορία να πάρω άλλον.
- #@(^^(@#^@^&&!!
- Πώς κάνεις έτσι μωρέ; δυο λεπτάκια θα πεταχτώ, θα τους πω το πρόβλημα και...
- Ναι δυο λεπτάκια για κάθε έναν που στέκεται στην ουρά. Κι άμα στο δώσουν. Δεν αποκλείεται να σε ξαναστείλουν πίσω να ξανακάνεις ηλεκτρονική αίτηση. Και μετά θα ξαναπάς και θα σου πουν ότι προέκυψε θέμα με την διπλή αίτηση. Και θα πέσεις σε κάνα μαλάκα που θα αρχίσει τα «δεν μπορώ», «δε μου σηκώνεται», «δεν καλοπήδηξα εχτές» κι άντε συ ξαγκίστρωνε.
- [τρίβοντας τα χέρια του]Μήπως υπερβάλλεις; Είναι φίλοι μας οι εφοριακοί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετέρα ονομασία για την τίκρα, άλλως κυψελίδα, άλλως κερί των ώτων, που φέρνει περισσότερο σε μια ζαχαροπλαστική πρόσληψη του εκκρίματος.

- Τον είδες ρε συ; Έβγαλε έναν βόλο παστελάδα απ’ το αφτί του και τον κατάπιε σαν καραμέλα! - Μπλιαχ!

Βιολογική παστελάδα (από Vrastaman, 25/07/12)

Αυτιά και λοιπές πάστες: μαρμελάδα, γράσο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπαλαμουτιάζω εν συντομία, δηλαδή το φασώνω. Χρησιμοποιούνταν παλαιότερα από τους Κυκλαδίτες, ιδιαίτερα σε Σύρο, Τήνο, Μύκονο.

Άμα θα βγεις με τη μικρή σήμερα μη μείνεις μόνο στα φιλιά. Να την μπαλουτιάσεις γιατί είναι μεγάλο ξεκωλάκι, αλλιώς θα σε περάσει για ξενέρωτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified