Further tags

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δείξει το σταδιακό σπάσιμο νεύρων.

Σου λιμάρω τα νεύρα, δηλαδή σου ροκανίζω την υπομονή σε σημείο που σ' τα κάνω τόσο κοφτερά που κόβουν με το παραμικρό, σε σημείο που έχουν αρχίσει και διαγράφονται. Σ' τα κάνω κρόσσια αλλά με διάρκεια, λάου λάου. Σ' τα κάνω τσατάλια αλλά με σχέδιο να σου αποδομήσω τη λογική σκέψη και να ανατρέψω την κοσμοθεώρηση για το ζεν και τον ταοϊσμό.

Εδώ το ζητούμενο δεν είναι ένα απλό σπάσιμο αρχιδιώνε, αλλά το σπάσιμο του τσαμπουκά. Να ξεχάσει ο άλλος ποιος είναι. Να βγει από τα ρούχα του, να ξεχάσει το όνομά του. Είναι αυτό που λένε «και πες πες, μας τα 'κανε φραπές», αλλά στο πιο σπασαρχίδικο.

Είναι κάποιοι άνθρωποι που έχουν μια κλίση σε αυτό, π.χ πολιτικοί, συνδικαλιστές, μικροπωλητές, επιχειρηματίες, υπάλληλοι τηλεφωνικών κέντρων κλπ. Απαιτούνται ιδιαίτερα προσόντα για να σου ροκανίζουν σιγά σιγά την ηρεμία. Μουρμούρα, γκρίνια και πολλά άλλα όπλα που διαθέτουν στην φαρέτρα τους κυρίως εκπρόσωποι του ασθενούς φύλου.

1. Το θέμα είναι ότι εμένα άμα μου μπει ιδέα, μπορώ τον άλλο να τον γανιάσω και να του λιμάρω τα νεύρα όπως τρώει η θάλασσα τον βράχο.

  1. - Ρε συ πού 'ναι η Άννα που την ψάχνω εδώ και κάτι μέρες;
    - Τι τη θες, να σου λιμάρει τα νεύρα, άσε κι έχει και περίοδο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οίκος ανοχής, το σπίτι. O Ηλίας Πετρόπουλος αφήνει να εννοηθεί ότι το σχετικά σπάνιο αυτό λήμμαν προσεγγίζει περισσότερο την έννοια του διαφθορείου παρά του μπουρδέλου. Και πράγματι, οι ελάχιστες καταγραφές στον γούγλη είναι μεταφορικές.

Αντί να αποτολμήσω εικασίες για το πώς κολλάει η έννοια «ρουφιάνος», σας παραπέμπω σε μια εξαιρετική ανάλυση εδώ προκειμένου να αποφασίσουμε μαζί.

Ασίστ: deinosavros.

- Για τον οίκο ανοχής, και γενικότερα, για την στέγη / στέγαση του αποκαλούμενου παράνομου έρωτος διαθέτουμε πολλά συνώνυμα: πουτανόσπιτο / ρουφιανόσπιτο / παλιόσπιτο / πορνόσπιτο / κερχανές ή κερχανάς / πουταναριό / τα δημόσια / τα καλά τα σπίτια ή και απλώς σπίτι. Οι δημοσιογράφοι ελάνσαραν την λέξη διαφθορείον που, για την ακρίβεια, σημαίνει: ρουφιανόσπιτο - και όχι μποντέλο.
(Ηλία Πετρόπουλου, «Το Μπουρδέλο», Εκδόσεις Γράμματα, 1980, σ. 8-9)

- Ρουφιανοσπιτο των λαμόγιων (Βουλη) (εδώ)

- Η καταγγελία της φοροδιαφυγής είναι ρουφιανιά, η φοροδιαφυγή τότε τί είναι; Το γεγονός ότι η οικονομία στενάζει, οι μισθοί κόβονται, και θα κοπούν και άλλο, ότι του ΦΠΑ μένει στο 23%, με τον υδραυλικό να σου κλείνει το μάτι (με απόδειξη 80, χωρίς απόδειξη 60) τί είναι;;; Πάντως αυτό το σύστημα εφαρμόστηκε στη Γερμανία από το ’80 με ουσιαστικά αποτελέσματα. Με τη λογική του «καταγγελία για φοροδιαφυγή είναι ρουφιανιά» τότε και η αποκάλυψη για τα αυθαίρετα των υπουργών είανι ρουφιανιά και τα μπλόγκς που τα αποκαλύπτουν είναι ρουφιανόσπιτα.
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά (βλ. παρ.1): βάζω λεμόνι σε κάποιο έδεσμα, κυρίως στην προπαρασκευή του (απλή επάλειψη ή μαρινάρισμα). Το λεμόνι, εκτός από αρωματικό, είναι και αντισηπτικό.

Μεταφορικά (βλ. υπόλοιπα παραδείγματα): γυροφέρνω ένα θέμα, το φέρνω με τρόπο, το καθυστερώ (όπως λέμε το λιβανίζω), το τραβάω κλπ.

Θα έλεγα κυρίως: το παραποιώ -με την έννοια του «ωραιοποιώ», καθότι το λεμόνι με το άρωμά του διώχνει μυρωδιές και αρώματα που δεν μας είναι ευχάριστα (πχ. την κρεατίλα ή την κοτοπουλίλα).

Υπάρχει και αντίστοιχα το πορτοκαλίζω, το οποίο καμία σχέση δεν έχει με το γνωστό πια και το οποίο έχω συναντήσει μόνο στον Αλεξάνδρου, με την ίδια σημασία με το λεμονίζω, βλ. παρ. 4.

Disclaimer: τη λέξη δεν βρήκα σε κανένα από τα λεξικά που διαθέτω, ωσεκτουτού η ερμηνεία (κυρίως η μεταφορική) είναι εντελώς τελείως δική μου.

  1. Πλένετε και καθαρίζετε τα ψάρια (μπορείτε να βάλετε γαύρο ή μπακαλιάρο ή γαλέο κλπ). Τα αλατίζετε και τα λεμονίζετε. Τα τοποθετείτε σε ταψί και από πάνω βάζετε τα κρεμμύδια κομμένα σε ροδέλες, το σκορδο και το μαϊντανό ψιλοκομμένα και καλύπτετε με τα ντοματάκια.

  2. Για να μην λεμονιζω το θεμα ουτε ο Μπαγιεβιτς (που δεν τον γουσταρω μια) ετρωγε 4 στο γηπεδο του.

  3. Με την Κέρκυρα παίζουμε. Λεμονίζεις επικίνδυνα.

(όλα τα παραπάνω από το νέτι).

  1. Κι έρχεται, που λες, η λεγάμενη το πρωί, νωρίς τα χαράματα, ντυμένη στο λούσο. «Τι μού 'ρθες», της λέω, «και μου λεμονίζεις, τι μού 'ρθες», της λέω και μου πορτοκαλίζεις; Φ. Ντοστογιέβσκι, «Έγκλημα και Τιμωρία», μτφ. Άρης Αλεξάνδρου (ναι, πάλι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαντική λέξη των καλιαρντών που σημαίνει πόθος, επιθυμία, καύλα, και ετυμολογείται από το γαλλικό désirer.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, Αθήνα: 1971, σ. 110) παραδίδει και τις λέξεις:
ντεζοδικελιάζω = κάνω μπανιστήρι
ντεζολαχτάρας = ο σαδιστής
ντεζοντουπού = η μαζοχίστρια
ντεζόμπουλα = το καυλόσπυρο
ντεζοπλένης = ο λάγνος
ντεζοχορχόρα = η ιδιοσυγκρασία.

  1. Το ντέζι μου να βουέλω τζά σαν ήρωας από την καραμουτζού πολιτική δεν ήταν μουσαντό! = Ο πόθος μου να θέλω να φύγω σαν ήρωας από την πουτάνα την πολιτική δεν ήταν ψέμα! (Αποκατέ).

  2. νάκα ντὶκ ἀπὸ ντέζι: δὲν βλέπω ἀπὸ καῦλα. (Αποκατέ).

  3. Αχ, αδερφές και παλικάρια γινήκαμε μαλλιά κουβάρια. Να οι μπράτες, να τα κουταλιάσματα, να τα ντέζια και τα καυλοκουνήματα, τα κουραβαλιάσματα και τα σαρμελοχαμόγελα. Τα μπουτ πιασμαντέ όλο πάθος και αλληλοκαυλοσίχαμα και δώστου φλόκια και σαρμελοζούμια… (Αποκατέ).

"Αβέλω και ντέζι μια λάτσα με παίζει, μα νάκα αβέλω μπερντέ" στο 2.22 (από Khan, 19/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δημώδης έκφραση (15σύλλαβος), η οποία δηλώνει ότι μια κατάσταση είναι προτιμότερη ceteris paribus όταν εξασφαλίζει το ελάχιστο απαιτούμενων δεσμεύσεων και υποχρεώσεων.

Στην περίπτωση μας τόσο ο εραστής, όσο και ο μέλλων νυμφίος νέμονται ομοίως το αντικείμενο του πόθου τους. Πλην όμως ο δεύτερος έχει ουσιαστικά υπογράψει συναλλαγματική δια την προς γάμου κοινωνία, η οποία τον καθιστά σε δυσχερέστερη διαπραγματευτική θέση.

- Ακόμη και πρώτο κόμμα να έρθει ο Συριζα πιστεύω ότι δεν θα είναι πρόθυμος να κυβερνήσει.
- Σαφώς ρε κουμπάρε. Το ίδιο αγαπητικός, το ίδι' αρραβωνιάρης;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σταματάω απότομα το εν κινήσει όχημά μου, φρενάροντας. Αυτό συμβαίνει όταν εμφανίζεται ένα ξαφνικό εμπόδιο, ή αν είμαι άτσαλος αρχάριος οδηγός.

Αντίθετο του σανιδώνω.

  1. Κατά τ' άλλα, η λέξη είναι περασμένη στα λεξικά και είναι συνώνυμη του μένω Προκόπης και των συναφών λημμάτων.

1.α. Το κοκάλωσε μες στη μέση, σταμάτησα με το ζόρι και τον πλάκωσα στις κόρνες, όταν πήγα δίπλα και του την είπα γέλαγε ειρωνικά και κοίταγε με απάθεια.

1.β. Αφού προχωράει λίγο το λεωφορείο, το κοκαλώνει ξαφνικά (δεν ήταν σε κεντρικό δρόμο αλλά σε στενό -ούτε καν σε στάση δεν ήταν εκεί που το κοκάλωσε), ανοίγει τις πόρτες και μου φωνάζει άγρια να κατέβω κάτω!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακλόνητος, Ακίνητος, Ατάραχος, Μαλάκας.
Χαρακτηριστική εικόνα του Προκόπη Παυλόπουλου της Ν.Δ. μπροστά στο επεισόδιο μεταξύ υποψήφιων βουλευτών Κανέλλη, Δούρου, Κασιδόκωστα.

Από το δουπού: mafie.

Πετιέμαι περίπτερο το πρωί για τσιγάρα και μπανίζω τη νέα γειτόνισσα με το κολάν να σκύβει για παγωτό. Τη φαντάζεσαι ... με ένα κωλαράκι κόλαση! Έμεινα Προκόπης!

Κυκλοφορεί κι έτς (από sstteffannoss, 17/06/12)(από Khan, 22/02/15)

Βλ. επίσης έμεινα Παυλόπουλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς σπάω στο ξύλο κάποιον, αποδίδω προσωπική δικαιοσύνη, με ή χωρίς αφορμή, ανεξαρτήτως φύλου, θρησκείας, ή απόψεων περί Σταρ Τρεκ. Ταιριάζει τέλεια με Χρυσαυγίτες, μαύρα παρεό και χρυσά σανδάλια.

Μπορεί όμως να χρησιμοποιηθεί και από κοινούς θνητούς, όπως στα ακόλουθα παραδείγματα.

  1. Ρε μαν! Τί θα γίνει, θα πάρεις το κάρο να παρκάρω σαν άνθρωπος ή θα σε αρχίσω στο κασίδιασμα;

  2. Βαγγελάαααααακηηηηηηηη! Έλα εδώ στη μαμά, αγόρι μου! Βαγγέλη σου λέεεεω! Έτσι και σε πιάσω στα χέρια μου θα σε κασιδιάσω βλαμμένο!

  3. - Τι με κοιτάς ρε φίλε έτσι; - Θα σε κασιδιάσω! - Γιατί ρε;! Τι έκανα; Ούτε που σε ξέρω! - Δεν έχεις φωτογένεια! - Και είναι λόγος αυτός ρε ψυχανώμαλε;! - Μου ΑΝΤΙΜΙΛΑΣ κιόλας;;;;;!

Βλ. και εδώ. Χρυσαυγίτικα: αυγά, εγέρθουτου, κασιδιάζω, σκινάς, χρυσά αυγά, χρυσαύγουλο, χρησοί αβγύ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος μπουκέτου που ραπίζει κατευθείαν τον στόχο του. Εκτός ρινγκ, παίζει στο ποδόσφαιρο, αλλά και στην πολιτική (βλ. μήδια με αριστερό και ακροδεξιό ντιρέκτ).

Εκ του αγγλικάνικου direct jab.

- Μιλάμε τέτοιο χτύπημα θα ζήλευε και ο Ρόκι Μπαλμπόα. Δεξί ντιρέκτ κατευθείαν στο σαγόνι του αντιπάλου.
(εδώ)

- Ενας υπουργός με καλό... ντιρέκτ
(εκεί)

- Ο ρόλος του Θ. Πάγκαλου στην κυβέρνηση είναι να... βγάζει τα κάστανα απ' τη φωτιά, το κάνει όμως με το δικό του τρόπο, ρίχνοντας ενίοτε και μερικά ντιρέκτ. Χτες έριξε ένα ντιρέκτ στο οικονομικό επιτελείο, λέγοντας (Mega) ότι «έπρεπε να μελετήσουν λίγο περισσότερο την πραγματικότητα» σε ό,τι αφορά το πάγωμα μισθών. (παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρωτοειπώθηκε από τον κ. Π.-Α. Κ., τον Ιούλιο του 1977 κατά την εκδρομή αποφοίτησης ΟΠΕ/ΑΠΘ '77 στις «ανατολικές» -τότε- χώρες, στο πούλμαν που μας μετέφερε από τόπου σε τόπο.

Η αναφορά έγινε λόγω της ακατάσχετης όρεξης κάποιων νεαρών συναδέλφων για προσωπικές επαφές και σχέσεις που. ενώ ήσαν τιμητικές για εμάς, ίσως η μορφή των αιτουμένων να μη ήταν σύμφωνη με τα περί κάλλους πρότυπά μας, πάντα.

Το λέμε πλέον όταν θέλουμε να απομακρύνουμε αιτήματα... σύγκλισης από μη άκρως επιθυμητά άτομα... (σα να πάνε όλες να μας σπιτώσουν -τάχα).

Πρόσεχε μη σε τυλίξει, ε; Αν δε παινέψεις το πλάκωμα, θα πέσει να σε σπιτώσει...

Λογοπαίγνιο με το «αν δεν παινέψεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified