Ντερβεσίδικη παραλλαγή της γνωστής φράσης έγινε της πουτάνας. Χρησιμοποιείται κυρίως από κουτσαβάκηδες των Βορείων Προαστίων Αττικής. Συσχετίζεται συνήθως με υψηλή κατανάλωση αλκοόλ και μετέπειτα ανάρμοστη συμπεριφορά.
Ντερβεσίδικη παραλλαγή της γνωστής φράσης έγινε της πουτάνας. Χρησιμοποιείται κυρίως από κουτσαβάκηδες των Βορείων Προαστίων Αττικής. Συσχετίζεται συνήθως με υψηλή κατανάλωση αλκοόλ και μετέπειτα ανάρμοστη συμπεριφορά.
Got a better definition? Add it!
Προτροπή προς όποιον δεν καταλαβαίνει κάτι. Το reset χρησιμοποιείται στην γλώσσα των υπολογιστών για να δηλώσει την επανεκκίνηση, που συνήθως χρησιμοποιείται όταν ο υπολογιστής «κολλάει». Στην προκειμένη περίπτωση όμως, το εκάστοτε στουρνάρι θα πρέπει να κάνει επανεκκίνηση στον εγκέφαλό του γιατί όσο κι αν προσπαθήσεις να του εξηγήσεις κάτι, αυτός δε νιώθει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δε νιώθει: Δεν καταλαβαίνει, δεν χαμπαριάζει τίποτα.
- Ρε γιωτόμπαλο, μισή ώρα περιμένω να με αλλάξεις. Την σκοπιά σου θα κάνουμε; Θα σε σκίσω ρε!
- Ηρέμησε ρε Μήτσο. Αφού δε νιώθει ο μπούφος. Ι3 είναι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όχι δεν έχει να κάνει με μετεωρολογία.Ο λόγος για τα μποφόρ της... μουνοθύελλας. Συνοδεύεται και από εκφράσεις του τύπου «με πήρε ο αέρας».
Δυο φίλοι μπαίνοντας σε καφετέρια.
- Πω, ρε μαλάκα τι γίνεται σήμερα; Πλακώσανε μποφόρια.
- Με έχει πάρει ο αέρας ρε μαλάκα.
Got a better definition? Add it!
Η φράση αυτή είναι συνώνυμη με το ''τα κάναμε σκατά''. Τη λέμε όταν κάναμε κάτι που μας βγήκε πολύ μπέρδεμα, που άλλο θέλαμε και άλλο κάναμε, που τέλος πάντων δεν μας πέτυχε.
Εναλλακτικά: κουρουβάχταλα.
- Πως ανοίγει αυτό τέλος πάντων;
- Άστο, άστο! Τα έκανες κουλουβάχατα.
Got a better definition? Add it!
Άλλος ένας όρος, προερχόμενος από παιχνίδια MMO και RPG, όπου ένας από μία ομάδα παιχτών παίρνει για τον εαυτό του κάποιο μαγικό αντικείμενο, το οποίο βρέθηκε μετά από πολύωρη μάχη και κάψιμο, χωρίς να το δικαιούται και αμέσως εξαφανίζεται από την ομάδα, προκαλώντας την οργή των συμπαιχτών του. Συχνά, τέτοιοι παίχτες (γνωστοί και ως ninja- looters), αφού νιντζάρουν ένα αντικείμενο, αλλάζουν την εμφάνιση και το όνομα του χαρακτήρα τους για να μην γίνονται αντιληπτοί και από άλλους παίχτες.
Λίγο αργότερα, ο όρος επικράτησε και στην καθημερινή μας γλώσσα με τη σημασία: κλέβω, παίρνω κάτι στα μουλωχτά χωρίς να με πάρουν είδηση οι υπόλοιποι, ωστόσο, τα αποτελέσματα γίνονται αντιληπτά πολύ αργότερα, όταν θα έχω ήδη εξαφανιστεί, εφαρμόζοντας την αλάνθαστη τεχνική των νίντζα.
Άλλη μία αρκετά γνωστή ερμηνεία είναι η εξής: μαχαιρώνω (μεταφορικά πάντα) ή χτυπάω κάποιον πισώπλατα, χωρίς να καταλάβει από πού του ήρθε.
απο δουλεια τπτ...
σημερα θα μιλησω με μια ιδιωτικη κλινικη παλι...
αν δεν βρεθει τπτ το κοβω να νιντζαρω κανα 2000 χιλιαρικα απο τους δικους μου και να την κανω εξω... (από εδώ)
Εσυ κ455λοπαιδι, που τα τακίμιασες με τον Ντόλη, κοίτα να μαζέψεις την γλώσσα σου γιατι θα σε τραμπουκίσω και θα σε νιντζάρω. (από εδώ)
Ο El σηκώθηκε να μου ρίξει τις άμυνες αφού ανακοίνωσε τον πόλεμο αλλά δεν είχε δει ποτέ του τον στόλο μου και δεν ήτανε δυνατό φυσικά να σιμάρει,έτσι έστειλε στο πρώτο κύμα τα μεγάλα σκάφη και στο 2ο τα 200000 ελαφριά με άλλα καλούδια που δεν θα μπορούσα με τίποτα να νιντζάρω... (από εδώ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η λέξη αυτή έχει προέρθει από τη ταλαντούχα Βούλα Βαβάτση την οποία την μάθαμε μέσα από πορνοταινίες. Το βαβατσελέ το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να εκφράσουμε κάτι με ένα επίθετο και δεν μας έρχεται κανένα! Τότε πετάμε ένα βαβατσελέ και τελειώνει εκεί.
Αυτό το πράγμα ήταν πολύ...πολύ...πολύ... βαβατσελέ ρε παιδί μου!
Got a better definition? Add it!
H φράση αναφέρεται στην καταπόνηση κάποιου που ξεκωλώνεται στη δουλειά, είτε για πάρτη του είτε όντας στην υπηρεσία κάποιου εργοδότη.
Ας σημειωθεί ότι η λέξη «υπηρέτης» προέρχεται από το υπό + ερέτης = κωπηλάτης. Πρβλ τα σχετικά «κατεργάρης», «πάγκος» κλπ. Ως γνωστόν, οι σκλάβοι στις γαλέρες τραβούσαν κουπί μέχρι θανάτου.
Τούτου δοθέντος, και παραβάλλοντας το γαλλ. travailler / ισπαν. trabajar, η σωστή απάντηση στο πασίγνωστο ελληνικό «τι τραβάω ρε πούστη μου για ένα ξεροκόμματο» είναι «κουπί».
Τέλος, όπως φαίνεται από το παράδειγμα που ακολουθεί, η σχετική με την κωπηλασία ορολογία έβρισκε, τουλάχιστον παλαιότερα, εφαρμογή και σε καταστάσεις που αφορούσαν περισσότερο το χλαπάκιασμα παρά την παραγωγή έργου.
Εννοείται πως, τη φασουλάδα την κατεβρόχθιζαν με το κουπί (χουλιάρι). Στην φυλακή, όταν κάποιος τρώει με λαιμαργία, του λένε : βλέπω τραβάς άγριο κουπί !
(Ηλ. Πετρόπουλου «η Εθνική Φασουλάδα»).
- Τι γίνεται ρε φίλε, πως πάει η δουλειά ;
- Άσε μεγάλε, το μαγαζί μπαίνει μέσα και τ' αφεντικό μας έχει να τραβάμε μέρα-νύχτα κουπί μπας και τα φέρει βόλτα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φάε λάδι και έλα βράδυ να σου ξηγηθώ αλφάδι!
Αναφέρεται στη μείωση της τριβής λόγω λιπαντικού κατά την επαφή (συνήθως από τη πίσω πόρτα). Εναλλακτικά, «βάλε λάδι».
- Εμένα να προσέχεις πως μου μιλάς, δε σε 'χω και τίποτα, να ξες...
- Θα με κλάσεις! Φάε λάδι και έλα βράδυ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όταν για κάποιον λέμε ότι «του άνοιξε» εννοούμε του άνοιξε ο κώλος. Επικρατεί ο ανοιχτός κώλος λόγω διείσδυσης να θεωρείται κάτι σαν γούρι που φέρνει καλή τύχη.
Ντάξει! Έβαλε τρίποντο με κλειστά μάτια από το κέντρο του γηπέδου! Του άνοιξε κανονικά!
βλ. και σούφρα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified