Further tags

Πέρα από το προφανές, η μαλακία αναφέρεται επίσης και στις περιπτώσεις:

  1. Όποτε ένα αντικείμενο είναι χαμηλής αξίας, περιττό, ελαττωματικό ή γενικά για τον πούτσο.

  2. Σε οποιαδήποτε κακοτυχία ή αναποδιά μπορεί να μας συμβεί.

1α. Τι μαλακία είναι αυτό το Wii ρε ψηλέ; Βάλε PS3 να παίξουμε κάνα Fifa.

1β. - Ωραία η ταινία κορίτσια;
- Sorry ρε παιδιά, αλλά μιλάμε για σκέτη μαλακία. Τουλάχιστον πάμε να μας κεράσετε κανένα ποτάκι να ρεφάρουμε.

  1. - Τι έγινε πήρατε την κούπα στο 5x5 την Κυριακή;
    - Όχι ρε φίλε, μαλακία έγινε μη μου το θυμίζεις. Χάσαμε 6-5 στα πέναλτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν βλέπεις ένα έργο στο σινεμά ή στην τηλεόραση και από κάποιο σημείο και μετά σε παίρνει ο ύπνος, τότε λες ότι από εκείνο το σημείο «σε είδε» το έργο, αντί να το δεις εσύ. Ήτοι το φως που εκπέμπει η οθόνη και το οποίο πίπτει επί των κλειστών βλεφάρων σου θεωρείται ως ένα είδος όρασης στην οποία παραδίδεσαι κοιμώμενος.

(Σε όλους μας έχει συμβεί κάτι ανάλογο, ειδικά όταν θελήσαμε να χαλαρώσουμε βλέποντας κάτι ο,τινανιστικό στην τηλεόραση ενώ εμείς ξαπλώσαμε στο κρεβάτι / καναπέ, ή όταν υπερεκτιμήσαμε τις δυνάμεις μας ότι μπορούσαμε να δούμε μέχρι τέλους, χωρίς να κοιμηθούμε, ταινίες υπερκουλτουρίασης από τους διάφορους Τζουζέπε Λουγκρατόρε που το τσουλάνε το τράβελινγκ «οδηγώντας μια γενιά στα πιο βαθιά χασμουρητά»).

Πάσα: Γκάτζμαν.

  1. - Βρε βρε, γιατί είσαι στο κρεβάτι με το τζιν;
    - Ουπς, έβαλα να δω ένα επεισόδιο με τα Φιλαράκια, αλλά τελικά με είδε αυτό...

  2. - Ρε συ πρέπει να δούμε την νέα ταινία του Μπέλα Ταρ!
    - Να την δούμε καλά θα ήταν... Το θέμα είναι να μην μας δει αυτή...

  3. - Δε μου λες, η σκηνή που ο Κλιντ βλέπει από ψηλά τις δυο συμμορίες να αλληλοσκοτώνονται σου άρεσε;
    - Φίλε μου, είδα το καουμπόικο μέχρι το πιστολίδι στο σαλούν. Από εκεί και πέρα με είδε αυτό.

(από GATZMAN, 06/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή και «σιάρα».

Γλίστρα, πέσιμο.

Σάρα είναι κανονικά το λεπτό χαλίκι που βάζουν σε έναν χωματόδρομο για να περνούν τα αμάξια πριν (και αν) τον περάσουν με άσφαλτο. Παραδόξως, είναι αρκετά σταθερή και αξιόπιστη.

Σαν έκφραση, λέμε ότι «τρώω σάρα», «σαρίζομαι», κτλ, όταν πέσω ή γλιστρήσω. Επίσης μπορούμε να πούμε ότι «έφαγα σαρίδι».

- Τι έπαθες στο χέρι σ';
- Εκεί που βγαίνω το πρωί από το σπίτι, δεν είδα κάτω, και είχε πιάσει πάγος και τρώω μία σάρα (ή θα μπορούσε να πει: ένα σαρίδ')...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομάδα, σπείρα, ασκέρι, που προκαλεί την καταστροφή. Αποτελείται είτε από λούμπεν είτε από «κακοποιά» στοιχεία, και επιδίδεται σε φθορές, κλοπές, βανδαλισμούς και γενικά «αξιόποινες πράξεις».

Μπορεί να αποδοθεί επίσης στην παρέα μας, η οποία φυσικά είναι γαμάτη και τη φοβούνται όλοι.

1)
-Μαζευτείτε ρε φλώρια μην έρθει ο Ψηλός με το λεφούσι του και γίνουμε κώλος εδώ μέσα!

2)
-Καλά ρε τι έγινε και είστε σαν κλαμένα μουνιά;
-Μας επιτέθηκε στο μετρό ένα λεφούσι ΑΕΚτζήδες και μας πήρε στο κυνήγι μόλις που γλυτώσαμε...

Σχετικό: φουρφούκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν με τη συμπεριφορά μου εκνευρίζω κάποιον σε υπέρτατο βαθμό.

Χρησιμοποιείται επίσης και για να δηλώσουμε την απειθαρχία σε κάποια αρχή, πχ δάσκαλο, αστυνόμο κτλ.

Συνώνυμο: δίνω κρίση.

- Εγώ λέω αρκετά με την Αγγλικού. Πολύ αυστηρή μας το παίζει και μου την σπάει. Λέω να πάμε να τη δώσουμε μια καλή ταραχή αύριο.
- Ναι να την βάλουμε να κάτσει στην καρέκλα που γέρνει. Θα ρίξουμε χοντρά γέλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έμμεσα συνώνυμο του αρχιδόκαμπος με την εξής διαφορά. Ενώ ο αρχιδόκαμπος αναφέρεται σε ένα μέρος γεμάτο άντρες, ο χαρακτηρισμός «αγγουριές» αφορά όσους άντρες είναι διαθέσιμοι για sex.

Συνήθως συνοδεύεται από λέξεις που αφορούν εκτάσεις. π.χ. «Οικόπεδο με αγγουριές» ή «Έκταση με αγγουρίες».

- Κορίτσι «για σπίτι» η Λίτσα.
- Σοβαρά;
- Τι σοβαρά ρε μαλάκα; Λέμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα! Δεν τα έχεις μάθει για το ξέκωλο; Όπου βλέπει οικόπεδα με αγγουρίες πάει και κάθεται πάνω.

Got a better definition? Add it!

Published

Κλασική έκφραση που χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις ασέβειας, ειρωνείας ή χλευασμού προς κάποιο πρόσωπο, το οποίο στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι κατά πολύ ανώτερο από αυτόν που σηκώνει κεφάλι.

Συνώνυμες εκφράσεις:

- Έβγαλε η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο
- έκανε η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο
- Ξύπνησαν οι καπότες και γαμάνε μόνες τους
- Σηκώθηκαν τα αγγούρια να γαμήσουν τον μανάβη
- Σηκώθηκαν τα σκατά και τράβηξαν καζανάκι
- Σηκώθηκαν τα ρηχά πιάτα και ζητάνε σούπα

- Πήρα το Fifa 12. Μπες στο PSN απόψε να σε παίξω.
- Τι να παίξεις ρε μπαγλαμά; Level 20 κι έχω σαρώσει όλα τα trophies. Σηκώθηκαν τα πόδια τώρα να χτυπήσουν το κεφάλι.

(από HardcoreGR, 04/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεσπαθώνω/ξυπνάω έστω και αργά. Η έκφραση «σήκωσε κεφάλι» χρησιμοποιείται από όσους είναι μονίμως στη φάπα. Όταν λοιπόν σηκώνουν κεφάλι, τότε δείχνουν ότι έφτασε η ώρα να αντιδράσουν.

  1. - Δεν γνωρίζουμε πότε θα κάνουμε εκλογές φέτος.
    - Καλύτερα να μάθετε, γιατί άμα ο λαός σηκώσει κεφάλι όπως πέρυσι, τότε φέτος προβλέπω ότι θα σας κρεμάσει ανάποδα στο Σύνταγμα.

  2. - Πετρόπουλος, κάνε ζέσταμα.
    - Τι λες ρε κόουτς; Για να μπω στο '90; Μισή σεζόν βγάζω μάτια στην προπόνηση και τους περνάω σαν σταματημένους, για να με έχεις στον πάγκο; Δε μπαίνω και πες ότι μαλακία θες στον πρόεδρο.
    - Όπα ρε Κωστάκη, χαλάρωσε. Σηκώσαμε κεφάλι;

(από HardcoreGR, 04/01/12)(από HardcoreGR, 04/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Δεν έχει σχέση με τις αλλαξοκωλιές. Αναφέρεται όταν βάζουμε μόνο την άκρη του πέους κοινώς πουτσοκέφαλο, εις τον πρωκτό. Με λίγα λόγια είναι σαν να βάζουμε την μύτη. Οι μυτοκωλιές γίνονται συνήθως σε γυναίκες που δεν είναι συνηθισμένες στον πρωκτικό έρωτα, ώστε να μην τις πονέσουμε πολύ.

- Ρε μωρό μου, μη μου κάνεις μυτοκωλιές, δεν είμαι καμιά παρθένα!

(από boulgaroktonos, 03/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφορά την περίπτωση κλανιάς, ασχέτως κατηγορίας (λαδερή, λιγδιάρα, τιρμπουσονέ, κατά ριπάς, κατσαρή, παραπονιάρα, Γης Μαδιάμ, κομπολογάτη, κλπ) η οποία κατά την έξοδό της στην κοινωνία συνοδεύεται από τη μύτη βρομερού κουραδόσκατου, γεγονός που οφείλεται συνήθως σε υπερβολικό σφίξιμο.

Προς αποφυγήν τέτοιων embarrassing καταστάσεων καλό θα είναι να ακολουθείται η συμβουλή του Ηλία Πετρόπουλου σύμφωνα με την οποία μια ζορισμένη πορδή καταλήγει συχνά σε ένα μικρό σκατουλάκι. Ας αναφερθεί και η ταυτόσημη Αγγλοσαξονική (Καναδάς δεκαετία 60) έκφραση «a fart with a turtlehead» (κλανιά με κεφάλι χελώνας).

- Πού τρέχεις ρε σαν παλαβός;
- Άσε, πάω για καινούργιο σώβρακο, μπουμπούνισα μια κομπρεσεράτη και βγήκε με ψαχνό.
- Ε καλά, άμα είναι να μας χέσεις να μη σε κρατάω...

(από Vrastaman, 03/01/12)

Βλ. χέκλασα, εχεκλάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified