Further tags

Οποιοσδήποτε κωλόφαρδος καταφέρει να σκοράρει σε γκόμενα, η οποία υπό κανονικές συνθήκες ούτε καν θα γυρνούσε να τον κοιτάξει. Η παρομοίωση προέρχεται από το ποδόσφαιρο εκεί όπου το γκολ σε περίπτωση οφ-σάιντ είναι αντικανονικό.

- Ρε μαλάκα ο Στέλιος δεν είναι αυτός απέναντι που φασώνεται με το ξανθό με τις βυζάρες;
- Ωχ, ναι!
- Τον πούστη, τι γκολ-οφσάιντ πήγε κι έβαλε;

(από HardcoreGR, 09/12/11)(από HardcoreGR, 09/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν ένας άνθρωπος είναι της πόλης, μορφωμένος κοινωνικά και με λέγειν και έχει άποψη για όλα είναι πιο επιτηδευμένος και ζει μια άχαρη ζωή.

Αντιθέτως ένας χωριάτης είναι πραγματικά άρχοντας, διότι ζει με λιγότερο άγχος, είναι πιο ήρεμος και έχει μια πιο ανθρώπινη ζωή, είναι πιο ζεστός με τους γύρω του, και με κατανόηση και προσφορά για τον συνάνθρωπο του.

-Τι είπες τώρα ρε ξάδερφε, έχεις δυόμιση χιλιάδες φίλους; Εδώ στη μεγαλόνησο, αδιανόητο...
-Έτσι είναι! Η πόλη βγάζει άρχοντες και το χωριό χωριάτες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γλώσσα των μαφιόζων, σημαίνει ψεύτικο, κάλπικο, πέτσινο.

Ακούγεται στην ταινία «Donnie Brasco»,με τους Al Pacino, Johnny Depp και Michael Madsen (βλ. μήδι).

Εκ του fugazi.

- Αυτό το δαχτυλίδι είναι φουγκάζι.
- Ποιος το χέζει...

Στο 0:13 (από allivegp, 08/12/11)(από allivegp, 08/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μου κατεβαίνει ξαφνικά μια σκέψη από το πουθενά.

Ρε παίδες, έφαγα μια φλασιά για όταν ήμουν πολύυυυ μικρός... Θυμάμαι από διάφορα παιχνίδια που είχα... κλπ κλπ

Βλ. και φλασιά. Ακόμη: ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βάζω κάποιον σε μπελάδες, σε έγνοιες. Καμία σχέση με το ανοιχτά τα μαγαζιά. Η λέξη μαγαζί εδώ σημαίνει τραβάγια.

Το να ανοίξεις ένα κατάστημα είναι μπελάς, πόσο μάλλον την σήμερον ημέρα με την κρίση, τα ενοίκια, τις εφορίες και ταλιμπάν. Έγινε λοιπόν πάλι επίκαιρη η έκφραση.

Μη μου ανοίγεις μαγαζάκια τώρα τελευταία στιγμή, πες της ένα αντίο και πάμε σπίτι..

Got a better definition? Add it!

Published

Το λέμε για να υπερασπιστούμε μια συμπεριφορά μας απρεπή, λάθος, αντιδεοντολογική, απαράδεκτη, ανάρμοστη, επιρρίπτοντας μέρος της ευθύνης μας και σ’ εκείνον που την υφίσταται. Εκείνος άρχισε, ή μας προκάλεσε, ή μας έφερε στη δυσάρεστη θέση, ή βρέθηκε εκεί που δεν έπρεπε, ή είμαστε αναγκασμένοι να το κάνουμε ενώ ο άλλος μπορεί να μας αποφύγει κλπ. κλπ.

Τελικά αποδεχόμαστε μεν το λάθος μας, κατά το ήμισυ όμως, ενώ κατά το έτερον ήμισυ φταίει ο άλλος, οπότε πατσίζουμε. Έτσι και δε χρειάζεται να δικαιολογούμε τ’ αδικαιολόγητα (να επιμένουμε ότι είμαστε σωστοί ενώ δεν είμαστε), και δε χρωστάμε σε κανέναν.

  1. - Κι αφού έχω βγάλει μια κουράδα βδέλλα διαπιστώνω ότι δεν υπάρχει κωλόχαρτο. Ε, τι να κάνω μετά; Πήρα ό,τι μπορούσα με το χέρι και το σκούπισα στον τοίχο. - Μα είσαι τελείως σίχαμα ρε πούστη μου! - Και τι να’κανα δηλαδή; Εγώ φταίω που δεν είχαν ένα κωλόχαρτο στην τουαλέτα; Μισή ντροπή δική μου μισή ντροπή δική τους.

  2. - Πελαγία, κράτα την πετσέτα να βγάλω το μαγιό.
    - Μα Περικλή μου, μας βλέπει όλη η παραλία! - Αν θέλουνε να βλέπουν, μισή ντροπή δική μου μισή ντροπή δική τους.

  3. - Μας έχουνε φάει τ’ αφτιά ότι κακώς μπήκαμε στην ΟΝΕ και τους γελάσαμε με τα γκρικ στατίστικς. Και καλά, εμείς είμαστε οι πονηροί, η Γιούροστατ τόσο βλάκες είναι; Αυτοί κάνανε τα στραβά μάτια γιατί μας ήθελαν. Μισή ντροπή δική μας μισή ντροπή δική τους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απότομη τοποθέτηση του χεριού στο πρόσωπο, σε συνδυασμό με το σκύψιμο του κεφαλιού προς τα κάτω. Η χειρονομία δηλώνει απογοήτευση, αμηχανία, σοκ ή έκπληξη.

Προκύπτει απ' το συνδυασμό των αγγλικών λέξεων «face» (πρόσωπο) και «palm» (παλάμη). Η λέξη δεν μεταφράζεται, αλλά η αντίστοιχη ελληνική φράση είναι το «Όχι ρε πούστη».

Κατά βάση, το φέησπαλμ χρησιμοποιείται περισσότερο στο Internet, ενώ στην καθομιλουμένη συνηθίζεται περισσότερο μεταξύ ιντερνετάκιδων, οι οποίοι το κατέχουν.

Η πιο συχνή περίπτωση φέησπαλμ που παίζει στο ιντερνέτι είναι η φωτογραφία του καπετάν Jean-Luc Picard, από τη σειρά Star Trek: The Next Generation.

Περισσότερα εδώ).

(Τύπος μιλάει στο κινητό)
- Οκ, γεια σου (κλείνει το κινητό και φέησπαλμ).
- Τι έπαθες ρε μαλάκα; Με ποια μίλαγες στο τηλέφωνο;
- Άσε, με χώρισε η Δήμητρα.
- Γιατί;
- Με είδε χθες μια φίλη της όταν φασωνόμουνα με την Εύη!
- Όχι ρε μαλάκα, πίκρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του έφαγα φλασιά, δηλαδή θυμήθηκα κάτι. Ο συγκεκριμένος όρος χρησιμοποιείται όμως και στην περίπτωση που γουστάρουμε πολύ κάποιο άτομο.

  1. - Ρε μαλάκα που είχα κάνει γενέθλια πέρυσι; Θυμάσαι;
    - Που να θυμάμαι ρε, αφού έλειπα φαντάρος, δεν ήμουνα εκεί.
    - Άσε έφαγα φλας και μου 'ρθε. Είχαμε πάει στο Mike's Irish Bar για καραόκε. Πολύ μούφα η φάση.

  2. - Τι θέλεις τέτοια ώρα έξω απ' το σπίτι μου;
    - Ξέρεις πολύ καλά τι θέλω. Έχω φάει φλας με την πάρτη σου και δεν την παλεύω άλλο.

(από HardcoreGR, 07/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τουρλώνω (< τρούλος, βλ. 2ο σχόλιο στο σύνδεσμο) + κώλος: ανατρέπω, ρίχνω / γυρίζω κάτι τ' ανάποδα, με το κάτω μέρος προς τα πάνω. Αντίστοιχα για ανθρώπους, ρίχνω κάποιον /-α μπρούμυτα, ώστε ο κώλος τα τουρλωθεί (βλέπε και τουρλοκωλιάζομαι).

Παράγωγο επίρρημα: τουρλόκωλα.

  1. - Πω ρε τι μποτιλιάρισμα είναι αυτό; Σίγουρα έχει γίνει κάποιο ατύχημα...
    - Εμ βέβαια... Τον θυμάσαι τον γκαζοφονιά που μας προσπέρασε σα σίφουνας πριν από κανά δεκάλεπτο; Νά 'το το αμάξι του τουρλόκωλα εκεί στην άκρη της στροφής.

  2. - Κι εκεί που γυρίζω η μαύρη από την εκκλησία, μου πέφτουν απάνου δυο αλjήτες, με σπρώχνουν, μου τραβάνε το σταυρό από το λαιμό και γίνονται καπινός... πάλι καλά που δε με τουρλοκωλιάσανε να σπάσω καμιά λεκάνjη να έχω άλλα ντράβαλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη κατά βάση σημαίνει μπόχα από βαρβατίλα, αρχιδίλα, και είναι το αρσενικό αντίστοιχο της μουνίλας (καμιά φορά σημαίνει, κατ' επέκταση και συμβολικώς πως, την αντροκρατία μέσα σε έναν χώρο, την πλήρη απουσία γυναικών ή τεσπατην ελάχιστη παρουσία αυτών, δηλ. το αντίστοιχο του αρχιδόκαμπου και το αντίθετο της μουνοθύελλας).

Αντρίλα είναι και η επίδειξη ανδρισμού, η οποία φοριέται πολύ στον μάτσο τύπο άντρα -και ωσεκτουτού διαφωνώ με τον κύριο που γράφει το αντίθετο εδώ.

  1. την Αντρίλα δεν χρειάζεται να τη μυρίσεις, μπορείς να τη διαπιστώσεις και εκ του μακρόθεν, ακόμα και από φωτογραφικό υλικό ή περιγραφή.

  2. Αντρίλα ρε: 10 πνευματικές και σωματικές προκλήσεις για όσους θέλουν να λέγονται άντρες

  3. Υπάρχουν τραγούδια που στάζουν αντρίλα από τα μπατζάκια. Που τα ακούς κι ανατριχιάζεις.

  4. εγώ είμαι της άποψης ότι «Λίγη αντρίλα δεν έβλαψε ποτέ κανένα»

όλα από το νέτι

(από HODJAS, 07/12/11)(από Khan, 18/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified