Further tags

Αυξάνω κάτι αισθητά, προκαλώντας σεκλέτια.

Αναφέρεται κυρίως σε τιμές προϊόντων ή εργαστηριακών εξετάσεων και αναγράφεται σχεδόν πάντα εντός εισαγωγικών.

Συμπλήρωμα στον τσιμπάω τση Ironick.

- «Τσιμπάνε» οι τιμές του πετρελαίου...
(εκεί)

- «Τσιμπημένο» το μενού στο νέο εστιατόριο του Έκτορα Μποτρίνι
(εδώ)

- - Μήπως οι γιορτές σάς άφησαν... σουβενίρ κάπως «τσιμπημένη» τη χοληστερίνη σας;
(παρακεί)

Τσιμπημένη η τιμή του γάλατος (από Vrastaman, 12/05/11)Τσιμπημένη και η τιμή του άλατος (από Vrastaman, 12/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αγαπημένο Μείζον Ελληνικό Λεξικό δίνει το ρήμα «ξενερώνω» ως συνώνυμο του «ξενερίζω».

Παραθέτω αυτούσιο τον ορισμό: χάνω τα νερά μου, παραπλανιέμαι / βγαίνω πάνω από την επιφάνεια του νερού / συνέρχομαι από μεθύσι / (μτβ) αλλάζω το νερό δοχείου.

Σε ό,τι αφορά την σύγχρονη κοινή χρήση του ρήματος, υποπτεύομαι ότι έχει να κάνει συνεκδοχικά με τον ορισμό περί μέθης, αφού, όπως και να το κάνουμε, άμα περάσει η ευδαιμονία του οινοπνεύματος, όσο να πεις, ξενερώνεις!

(ακούστηκε πρόσφατα στην ποιοτική μας τηλεόραση σε διάλογο μητέρας - γιου)
Μαμά: - τι έχεις παιδάκι μου;
Υιός: -Άσε ρε μάνα... σκατά... ξενέρωσα σήμερα στο πάρκο...

(από Khan, 12/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σικ έκφραση την οποία χρησιμοποιεί κάποιος όταν κάνει σεξ με κυρία της υψηλής κοινωνίας για να προειδοποιήσει ότι σε είναι έτοιμος να «τελειώσει».

- Σας αρέσει λαίδη μου;
- Ω, ναι με τρελαίνετε!
- Ειστε καταπληκτική! Δεν μπορώ να κρατηθώ άλλο! Εκσπερματείνω!
- Υπέροχα! προσέξτε μη μου χαλάσετε τη μιζανπλί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασθένεια η οποία εκδηλώνεται συνήθως σε άτομα της τρίτης ηλικίας και οφείλεται στην επί μακρόν και αδιάλειπτη παρακολούθηση της πρωινής εκπομπής του Γιώργου Αυτιά. Κύριο σύμπτωμα της πάθησης που εμφανίζουν οι ασθενείς είναι η τυφλή εμπιστοσύνη σε όσα λέει ο εν λόγω παρουσιαστής στην εκπομπή του και η άκριτη αναπαραγωγή τους. Κάποιοι θεωρούν ότι δεν πρόκειται για ασθένεια αλλά για λανθάνουσα μορφή αίρεσης.

Στην τράπεζα:
- Καλημέρα παιδί μου, θέλω να μου δώσεις το επίδομα των χαμηλοσυνταξιούχων.
- Δεν το δίνουμε σήμερα, θα δοθεί από βδόμαδα.
- Μα το είδα στον Αυτιά!
- Μπορεί να το είδατε στον Αυτιά, αλλά δεν το δίνουμε ακόμα.
- ΜΑ ΤΟ ΕΙΠΕ Ο ΑΥΤΙΑΣ!
- Ε ΤΟΤΕ ΠΗΓΑΙΝΕ ΚΑΙ ΠΑΡ' ΤΟ ΑΠ' ΤΟΝ ΑΥΤΙΑ!!!

(από Khan, 11/05/11)Σύμπτωμα αυτιασμού είναι το να μιλάς μόνος σου... (από Khan, 12/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με πάει πλυντήριο, υπέστην δηλαδή την εκδίκηση του Μοντεζούμα.

Και για όποιον δεν κατάλαβε: με πάει τσίρλα, τσιρλιπιπί, τριστλιπιτί, αίμα και πανί πινέλο, τσιλιό, κοπίδι, μίλκο, σερπαντίνα, κομφετί, κόψιμο, τσιμέντο, ξεσπόρι, πρωκτοζούμι, κωλοσφιξούρα, κωλοπιλάλα.

- Εικοσιεννιά κατασκευαστές πλυντηρίων συνιστούν Imodium®!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστικός τύπος αλωπεκίας, που εμφανίζεται στο πίσω μέρος προς την κορυφή του κεφαλιού, της οποίας το σχήμα και το μέγεθος θυμίζει το γνωστό έδεσμα.

Οι κρίσιμες ηλικίες για την εμφάνισή της είναι αυτές μεταξύ των τριάντα και των πενήντα. Συναντάται αποκλειστικά σε άντρες, οι οποίοι ως γνωστών συνηθίζουν να αφήνουν καράφλα, ενώ έχει ύπουλη δράση καθώς δεν είναι εύκολα ορατή από τον κάτοχό της, με αποτέλεσμα να δημιουργεί την ψευδαίσθηση πως ακόμα διατηρεί αγέρωχη την κόμη του.

Συνήθως παρουσιάζεται στα πρώτα στάδια της δημιουργίας μιας αυτοκρατορικής καράφλας (δηλ. τ. Θανάση Βέγγου), υπάρχουν όμως πάμπολλες περιπτώσεις όπου η επιφάνειά της δεν μεταβάλλεται στο πέρασμα του χρόνου. Όπως και να 'χει πάντως δείχνει πάντα πιο ισχνή και είναι σίγουρα υποδεέστερη από οποιονδήποτε άλλο τύπο καράφλας.

Σημείωση: η καράφλα του μπιφτέκα δεν μοιάζει απαραίτητα με αυτή του λήμματος.

- Μα είδες ο άτιμος μαλλί που το 'χει;!
- Ποιος πέθανε; Δεν τον έχεις δει καλά μου φαίνεται! Για φέρ' τον μια βόλτα και θα καταλάβεις...
- Λες ε;
- Παιδί μου, έχει ένα μπιφτέκι να! μετά συγχωρήσεως.

Ακριβώς αυτό. (από PUNKELISD, 11/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφρασης της γνωστής ρήσης του Τζίζα «O αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλλέτω» που σημαίνει ο αναμάρτητος ας ρίξει πρώτος τον λίθο.

Λέγεται για τα άτομα που ζαλίζουν με ηθικές παρατηρήσεις τους άλλους και έχει χιομοριστική διάθεση. Ακόμα λέγεται για να συνετίσει τους υπερβολικά καλοπροαίρετους καθώς ο κόσμος δεν είναι αγγελικά πλασμένος . Άλλωστε το βίωσε στο πετσι του και ο Ιησους (στα σλανγκικά Τζίζας).

  1. - Δεν έπρεπε να πάρεις το 1 ευρώ που δεν σου άνηκε απο τον μπακάλη.
    - Αφού μου το έδωσε μόνος του
    - Έκανε λάθος στο μέτρημα, έπρεπε να το δώσεις πίσω.
    - Ο αναμάρτητος πρώτος λιθοβολείται, που λέει και ο Τζίζας.
    - Λάθος κάνεις, δεν το είπε έτσι.
    - Ε, όπως το 'πε.

  2. - Σου χρωστά ο άλλος 600 Ευρώ, γιατί δεν το τα ζητάς;
    - Ε μωρέ, μου λέει οτι πεινάν οι γάτες του και δεν έχει χρήματα να τους κάνει oύτε περμαναντ και τον λυπάμαι.
    - Καλά, ασε τα ψυχοπονιάρικα γιατί ο αναμάρτητος πρώτος λιθοβολείται. Εδώ εσύ δεν χεις να πληρώσεις λογαριαμούς, ρε ζούδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τραμπούκο είναι λέξη ισπανική και σημαίνει κοίλο πνευστό οργανό και λόγω του σχήματος του έλεγαν έτσι και αργότερα τα πούρα Αβάνας.

Στην Ισπανία, το λοιπόν, μια ορισμένη εποχή επικράτησε η συνήθεια τις παραμονές των εκλογών να προσφέρουν οι υποψήφιοι πούρα για να καλοπιάνουν τους ψηφοφόρους. Και έτσι το πούρο έφτασε να σημαίνει τρόπος δωροδοκίας. Όσοι δεχόντουσαν το πούρο,την δωροδοκία αυτή, τους αποκαλούσαν περιφρονητικά τραμπούκους.

- Ρε είδες τους τραμπουκισμούς χθες στο γήπεδο;
- Tι; κάνανε πίπες σε υποψηφίους μες το γήπεδο;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυπριακή αργκό. Σημαίνει «δε με νοιάζει καθόλου». Συν.: στ' αρχίδια μου.

Δε φακκώ πενιά, φτάνει να κερδίσουμε τις εκλογές! (Δημ. Χριστόφιας στην Κυπριακή Βουλή, παραμονές των Προεδρικών Εκλογών 1998)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντίθετο της λέξης προφτάνω. Χρησιμοποιείται όταν δεν θες να προλάβεις κάτι.

  1. Τι ώρα έχει πάει; Ελπίζω να μεταφτάσουμε το 6ωρο μονόπρακτο μονόλογο για τον Τροτσκισμό στη μεταπολεμική Γουαδελούπη.

  2. Μην τρέχεις παιδάκι μου, πήγαινε πιο αργά να μεταφτάσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified