Further tags

Το μπέρδεμα, η μπερδεμένη κατάσταση.

- Έβγαλες άκρη με το μόντεμ;
- Διάβαζα πέντε ώρες το μάνουαλ, αλλά είναι περδικλοπούτσι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρίζω, μαλώνω με άσχημο τρόπο, «ρίχνω σιχτίρια».

Και μόλις με έστειλαν πάλι στο προηγούμενο γραφείο, δεν άντεξα και άρχισα να σιχτιριάζω πολύ άσχημα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση υποδηλώνει:

Α. Σοβαρότατη σωματική, αλλά κυρίως νευρο-ψυχική και ψυχολογική καταπόνηση ένεκα στέρησης, καρτερίας, ταλαιπωρίας, δοκιμασίας, αναμονής, υπομονής, βασανισμού κλπ.

Το μάτι μαυρίζει εξαπανέκαθεν από 3 αιτίες:

α) μακιγιάζ
β) μπουκέτο
γ) μυδρίαση

Η γ' περίπτωση είναι κυρίως αυτή που υπαινίσσεται η έκφραση μεταφορικά, καθ' όσον η μέτρια μυδρίαση (διαστολή της κόρης του ματιού) αποτελεί σύμπτωμα σοβαρής νευρο-σωματικής πάθησης, ενώ η πλήρης μυδρίαση αποτελεί τυπική εικόνα του νεκρού.

B. Πλήθος ατόμων, πραγμάτων κλπ με μαύρο ή σκούρο εξωτερικό χαρακτηριστικό χρώμα όπως μελαψοί, ιερείς, μαυροφορεμένοι, κοράκια κλπ, όπου το μάτι μαυρίζει είτε εξ ανακλάσεως είτε από μείωση της φωτεινότητας.

Ιστορικό ανάλογο: «Καλύτερα, θα πολεμάμε υπό σκιάν», απάντησε ο Λεωνίδας στους πολυπληθέστερους Πέρσες, όταν απείλησαν τους Σπαρτιάτες ότι θα κρύψουν τον ήλιο με τα βέλη τους.

Γ. Συγκέντρωση μεγάλου πλήθους γενικότερα, ασχέτως χρωματικής απόχρωσης ή διαβάθμισης φωτεινότητας.

Σημ:. Η έκφραση-έννοια «μαύρισε το μάτι μου, από μπουνιά» παραλείπεται ως πλέον τετριμμένη.

  1. - Μαύρισε το μάτι μας να περιμένουμε πότε θα μας προσλάβουν για δουλειά.

  2. - Πού να σ'τα λέω; Ανακάλυψα μπουρδελάκι με Αφρικανές. Μπήκα μέσα και μαύρισε το μάτι μου.

  3. - Μαύρισε το μάτι μου όταν είδα τις στίβες με τα χαρτιά στο γραφείο μου, όταν επέστρεψα απ την άδεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επαναλαμβανόμενη αφόδευση (χέσιμο) λόγω γαστρεντερικών διαταραχών ή/και ιογενών λοιμώξεων.

Αν και η χρήση του συνθετικού γλέντι- παραπέμπει σε ευχάριστη δραστηριότητα, το γλεντοκώλι είναι συνήθως πολύ ενοχλητικό για τον πάσχοντα και μόνο ο κώλος φαίνεται να περνάει καλά.

Φίλε, δεν την παλεύω. Με πείραξε κάτι που έφαγα και τρέχω συνέχεια στον καμπινέ. Μ' έχει πάει γλεντοκώλι, λέμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το λαός. Το λέμε για τον, ταλαίπωρο οικονομικά και ψυχολογικά απογυμνωμένο από τιμή και υπόδουλο στα αφεντικά που τον λυμαίνονται, λαό.

Προσοχή μην τον πεινάσουμε τον λαουτζίκο γιατί αν ξεσηκωθούν δεν θα μείνει κολοβιθρόξυλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα μικρά κομμάτια που προκαλούνται από μια βίαια έκρηξη (είναι το αποτέλεσμα αυτής).

Να μη το μπερδέψουμε με το κωλοβυθόξυλο.

Ξενικό συνώνυμο: bown to smithereens.

Αν ξεσηκωθεί ο κόσμος και ο λαουτζίκος, δεν θα μείνει κολοβιθρόξυλο.

Βλ. και δεν θα μείνει κολυμπηθρόξυλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Και ούντρα, εκ παραφθοράς - βλ. εδώ και εδώ).

Η βοήθεια, η αρωγή, η συμπαράσταση, η διάσωση, η βοήθεια που έρχεται στη δύσκολη στιγμή, ο από μηχανής Θεός, αλλά και το άτομο που βοηθάει, κυρίως στα στοιχειώδη αλλά σημαντικά για την επιβίωση.

Από το UNRRA: United Nations Relief and Rehabilitation Administration, η πιό γνωστή ως συμμαχική η αμερικάνικη βοήθεια.

Διεθνής οργανισμός που ιδρύθηκε το 1943, με αντικειμενικό σκοπό, να βοηθήσει τις πληγείσες χώρες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με αμφιλεγόμενη όμως αποτελεσματικότητα.

Αν και ακούγεται κατά κανόνα από παλαιότερους, η λέξη έχει επικαιροποιημένη σημασία, λόγω της παρούσας (2010) οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα.

  1. Ήρθες σε ερημικό κάμπινγκ χωρίς φακό, χωρίς πασσαλάκια, χωρίς κινητό και τι περιμένεις; Να περάσει να σου ρίξει η ούνρα;

  2. Η κυρία αυτή είναι γνωστή σαν «ΟΥΝΡΑ», επειδή κάθε πρωί φτιάχνει γάλα για τα παιδάκια της γειτονιάς.

  3. - Δεν υπάρχει κομπιούτερ, προτζέκτορας, ίντερνετ... Και πώς θα γίνει το σεμινάριο;
    - Καλά, άμα δε τα 'χεις φέρει από το σπίτι σου, περίμενε την ούνρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφερόμεθα στην «απωλεστική» συμπίεση αρχείων ήχου και εικόνας.

Όταν ριπάρουμε κάποιο ψηφιακό μέσο, μπορούμε να επιλέξουμε χάριν οικονομίας κάποιον αλγόριθμο που να συμπιέζει τα δεδόμενα σε μικρότερα αρχεία. Εις βάρος όμως της πχοιότητας του αρχείου, καθώς περιέχει λιγότερες πληροφορίες (μπιτ).

Στην πραγματικότητα, μόνο το αυτί ενός ξινόπουστα σκύλου μπορεί να διακρίνει ένα «χασιάρικο» MP3 από ένα «μη απωλεστικό» FLAC. Το ίδιο πάντως δεν ισχύει στα αρχεία εικόνας, όπου η υπεροχή, πιχί, ενός RAW έναντι ενός JPEG είναι οφθαλμοφανής.

Η έκφραση είναι νεόκοπη και εισέτι αχαρτογράφητη στο γούγλε-γούγλε. Μου την είπε πρόσφατα λαμπάτος audio-ναζός φίλος, διαρρηγνύοντας τα ιμάτιά του για το iPod μου.

Εκ του αγγλικανικού lossy.

- Ρε τσιμπητέ, ξεκόλλα με το βινύλιο!
- Εσύ άκου τις χασιάρικες κονσέρβες σου, κι άσε εμένα να απολαύσω Floyd όπως ξέρω, τον Άη Ποντ μου μέσα!
- Ουναμουχαθείς, το μόνο πράγμα που χάνω με το iPod μου είναι το κριτς - χρατς του καβουρδιστηριού σου.
- Η εισαγωγή του Wish You Were Here χωρίς κριτς - χρατς είναι σαν δέντρο χωρίς ρίζες...
(πραγματική συζήτα με audio-ναζό)

Αη Πόντ, χασιάρική του η χάρη! (από Vrastaman, 18/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση κατά την οποία περπατάει ξυπόλυτος, είτε γιατί δεν έχει μαντήλι να κλάψει, πόσο μάλλον παπούτσια να φορέσει, είτε γιατί την έχει δει New Age ότι με γυμνά πέλματα είναι σε επαφή με την ενέργεια της Γης, είτε για οποιονδήποτε λόγο μπορεί να γεμίσει κάπως αυτόν τον ορισμό για να μην πάει άκλαυτος από αυτούς που βαθμολογούν καλά μόνο τους σεντονοειδείς!

Το φαινόμενο της ξυπολυταρίας είναι πολύ συχνό στα μικρά παιδιά που αλωνίζουν ξυπόλυτα όλο το σπίτι και μετά πατάνε wild and free σε μαξιλάρια, σεντόνια, τοίχους, ταβάνια κτλ και τα μετατρέπουν σε δείγματα διαφήμισης του Ariel: αν έχεις το κοινό καθαριστικό, [τη γάμησες]!

  1. (παππούς στο εγγόνι)
    - Πάλι γυρνάς ξυπολυταρία βρε Νικολάκη;; Βάλε τις παντόφλες σου!
    - Action man, είναι σούπερ δυνατόοοος!!!!

  2. Θ - Έχω σφουγγαρίσει καλά το σπίτι, αν θέλεις μπορείς να γυρνάς ξυπολυταρία!
    C - (τρίβωντας το ξύλινο πάτωμα με το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού και ικανοποιημένος από τον χαρακτηριστικό ήχο)
    Τρίζει από καθαριότητα!!

Το Ξυπόλητο Τάγμα (από HODJAS, 17/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το το δάρσιμο, η χειροδικία, το κτύπημα, το βάρεμα, το ξυλοφόρτωμα, άσχετα αν χρησιμοποιηθεί ή όχι σανίδα βρεγμένη ή μη.

Παραλείπεται το «κτυπώ με» ή «δέρνω με» ή «βαρώ με» κλπ.

Πρόκειται για κυριολεκτικό ξυλοδαρμό όπου τη θέση του ξύλου καταλαμβάνει η σανίδα (πεπλατυσμένο, ευθύ τεμάχιο ξύλου, μικρού, πλάτους πάχους και μήκους) και μάλιστα βρεγμένη έτσι ώστε το αποτέλεσμα του πόνου, άμα και τσουξίματος, επί του δαρθέντος ατόμου, να είναι οδυνηρότερο.

Η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως σαν απειλή ή υπόσχεση τιμωρίας, ως επί το πλείστον, σε μαθητές δημοτικού-γυμνασίου.

Σε παλαιότερες εποχές, αυτό το είδος ποινής εκτελείτο από τον δάσκαλο, αυτούσιο, κανονικά και με το νόμο, σε μαθητές -όμως αντί σανίδας επιλέγονταν, ως προσφορότερη, η χρήση κλαδιού δέντρου, κοινώς βίτσα, την οποία προμήθευε και προσεκόμιζε στο σχολείο, όχι σπάνια, ο ίδιος ο μαθητής.

  1. Προς τον άτακτο μαθητή.
    - Κάτσε φρόνιμα, μην αρχίσω και σε περιλάβω με τη βρεγμένη σανίδα.

2- Ποια η γνώμη σας, για τους 300 της Βουλής;
- Α ρε, βρεγμένη σανίδα που τους χρειάζεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified