Further tags

Είναι η οικονομική καταστροφή, αλλά και η καταστροφή γενικότερα.

Από το τούρκικο batma = ναυάγιο.

- Τον απόλυτο ελέγχο των οικονομικών της εταιρείας θα τον έχω εγώ, μη πάθουμε κάνα μπατμά.

(από Asterix, 04/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό loop που σημαίνει βρόχος, θηλιά.

  1. Όρος που χρησιμοποιούν οι προγραμματιστές Η/Υ. Είναι μια επαναλαμβανόμενη σειρά από εντολές (ένας βρόχος επανάληψης) που εκτελείται όσο ισχύει μια λογική συνθήκη. Μόλις η συνθήκη πάψει να ισχύει, το πρόγραμμα συνεχίζει παρακάτω στις επόμενες εντολές. Αν ο κουμπιουτεράκιας έχει κάνει κάποιο λάθος στον κώδικα, τότε το πρόγραμμα δεν μπορεί να βγει από τον βρόχο επανάληψης εκτελώντας τις ίδιες εντολές ξανά και ξανά (κάνοντας δλδ συνέχεια τα ίδια και τα ίδια)ν μ΄αποτέλεσμα κάποια στιγμή να κολλήσει.

  2. Η κατάσταση λειτουργίας μιας οποιασδήποτε συσκευής που παίζει μουσική ή κάποια ταινία ή κάποια βίντεο όπου μόλις τελειώσει η σειρά π.χ. των τραγουδιών ξαναξεκινά αυτόματα να τα παίζει πάλι με την ίδια σειρά.

  3. Ανάποδη λούπα. Δύσκολος ελιγμός μαχητικών αεροπλάνων όπου διαγράφεται στον αέρα μια θηλιά. Το αεροπλάνο μοιάζει να κάνει ανάποδη τούμπα.

  4. Έπεσα σε λούπα. Σκατοκατάσταση από την οποία δεν μπορώ να ξεφύγω με τίποτα.

Ρίξτε και ένα βλέφαρο στην καλούτσικη ταινία Λούπα αυτοκτονίας.

  1. Γαμώ τα κοντρολομπρέκια μου γαμώ, ούτε μια λούπα δε μπορώ να στήσω σήμερα. Μήπως να με ξεματιάξεις;

  2. Ρε παίδες!! Ποιος έβαλε σε λούπα το κωλοσιντί; Τρίτη φορά ακούω τα άπαντα της Θώδη. Έλεος!! Υπάρχουν και πράγματα που πρήζονται εδώ χάμω.

  3. - Πωωω ρε πούστη μου πρήξιμο ο νέος. Αμάν μ' αυτήν την ανάποδη λούπα!! Ούτε ο Κρουζ στο Τοπ Γκαν να ήτανε.
    - Δε θυμάσαι τα δικά σου; Σαν νά 'χες πρωτογαμήσει έκανες.

  4. - Ψυχοσάββατο έχει ο Λάκης ή μου φαίνεται; - Σκάσε και κέρνα αβέρτα. Κάτι με τη δικιά του. Δε ξέρω λεπτομέρειες, αλλά μεγάλη λούπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά σημαίνει: «Κόβω τον αφαλό ενός νεογέννητου».

Χρησιμοποιείται όπως και τα κόβω το βήχα, του το βουλώνω, για να τονίσουμε το ακαριαίο, αποτελεσματικό της ενέργειας και το δίχως ελπίδα επανάληψης (για τον αφαλοκομμένο) της όποιας μαλακίας του. Ο αφαλοκομένος είχε ξεφύγει από τα όρια και τον έβαλα στη θέση του/έσιαξα (προσοχή μπορεί και να τον έσκιαξα αλλά όχι υποχρεωτικά).

Σε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, το «αφαλοκόβω» είναι πιο έντονο και ισχυρό, αλλά δεν είναι χυδαίο.

Επίσης χρησιμοποιείται (αν όχι λανθασμένα, σίγουρα καταχρηστικά) όπως και τα γειώνω, στέλνω αδιάβαστο, τον σβήνω (απ' το χάρτη κι όλα τα σχετικά, που όμως ο αφαλοκομμένος έχει υποστεί επιπλέον και μεγάλη προσβόλα.

Το αφαλοκόβω ενέχει την έννοια πως ο αφαλοκομμένος συμπεριφέρεται σα μωρό παιδί που το επαναφέρεις στην τάξη, οπότε τι νόημα έχει η προσβόλα;

  1. - Μπορείς να μου 'ξηγήσεις πώς από μουνί το 'κανε λόχο σε χρόνο ντετέ; - Εμ θέλει τρόπο κι όχι κόπο μεγάλε. - Δηλαδή; - Έριξε δυο - τρία γερά γαμοσταυρίδια, καραγκάζωσε κανά δυο μπουμπούκια αμύριστα και τους αφαλόκοψε όλους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επικρατώ, είμαι επιτυχής πάνω σε κάτι, επιδεικνύοντας παράλληλα και την ανώτερη τεχνική μου (το κέντημα θέλει τεχνική, νο;), είμαι για πολλά σπέκια και προκαλώ τον θαυμασμό των γύρω μου, ζωγραφίζω, δίνω τα ρέστα μου, στο βαθμό που δύναμαι να χαρακτηριστώ από ημίθεος έως και φάντασμα (με την καλή έννοια πάντα).

Συναντάται και με τις προσθήκες «πάλι» και «ο πούστης» (επιδοκιμαστικό), για απόδοση μεγαλύτερης έμφασης.

...Πολιτικό θρίλερ, ή θρίλερ με αφορμή την πολιτική; Εδώ ακριβώς είναι το ταλέντο του Πολάνσκι. Εκεί που οποιοσδήποτε άλλος σκηνοθέτης θα έκανε μια ακόμη βαρετή «θεωρία συνομωσίας», αυτός κατάφερε να στήσει ένα γοητευτικό παιχνίδι, πρωτίστως κινηματογραφικό, ζωντανό, γεμάτο μικρές ευφάνταστες ιδέες ανατροπών, και χιούμορ. Εξαίσιο το καδράρισμα των πλάνων του, η χρήση της μουσικής (κεντάει πάλι ο ελληνικής καταγωγής Αλεξάντρ Ντεσπλά) κι ο ρυθμός που κλιμακώνεται γρήγορα, αλλά και με συνεχείς ανάσες. «Είχε πλήρη έλεγχο για κάθε τι που γινόταν στο πλατό» είπε στη συνέντευξη Τύπου ο Γιούαν ΜακΓκρέγκορ συμπληρώνοντας ότι είναι η πρώτη φορά στην καριέρα του που ένας σκηνοθέτης τον καθοδήγησε με αυτό τον καθοριστικό τρόπο...

από εδώ.

(από Galadriel, 01/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προς Θεού, μη πάει το μυαλό σας σε κάνα αντιβηχικό σιρόπι, παστίλια, αφέψημα, γιατροσόφι, ματζούνι ή κάτι τέτοιο.

Η φράση σημαίνει διακόπτω απότομα, αποτελεσματικά, απερίφραστα και χωρίς χρονοτριβή την ενοχλητική δραστηριότητα κάποιου, τον αποστομώνω, τον διακόπτω, τον σταματώ, τον παύω, τον απειλώ.

Άρχισε πάλι να ενοχλεί τον άντρα μου στα τηλέφωνα, όμως εγώ θα της τον κόψω το βήχα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει :

  1. είμαι βρεγμένος μέχρι το κόκαλο,
  2. είμαι καταϊδρωμένος,
  3. είμαι σφόδρα κατουρημένος (για βρέφος)
  4. όταν «στάζει η ουρά του γαϊδάρου» σημαίνει ότι δεν έγινε δα και τίποτα σπουδαίο, αξιοσημείωτο, σημαντικό κλπ. Συνώνυμα χέστηκε η Φατμέ στο Γενί Τζαμί και από μπρος παρθένα κι από πίσω μπαίνουν τρένα.
  1. Μ' έπιασε μια βροχή καθώς ερχόμουν, στάζω ολόκληρος.

  2. Μ' αυτή τη ζεστή, στάζω.

  3. - Δες σε παρακαλώ φιλενάδα, μήπως έκανε τσισάκια το μωρό; -Τι τσισάκια; αυτό καλέ στάζει. Παράτα τη μπιρίμπα κι έλα να τ αλλάξεις.

  4. Ε καλά τώρα, τον έγραψαν για παρκάρισμα κι έσταξε η ουρά του γαϊδάρου. Αυτός μόλις βγήκε απ τη φυλακή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι φυσικά η μέρα αυτή κατά την οποία ο Ιησούς Χριστός εσταυρώθη, δηλαδή μια μέρα βαρύτατου πένθους. Επίσης την μέρα αυτή λαμβάνει χώρα και το Επιτάφιινγκ με όλες τις γιαγιούμπες να τρέχουν από πίσω.

Έκφραση την οποία ο λαλήσας χρησιμοποιεί όταν βλέπει κάποιον βαθύτατα θλιμμένο, καταρρακωμένο, να είναι ψυχολογικά ράκος, να τα 'χει βάψει μαύρα κοινώς.

[i]- Γάμησέ τα φίλε, ο Τάσος μπαίνει φαντάρος αύριο...
- Ααααα για αυτό ήταν σαν την Μεγάλη Παρασκευή;[/i]

(από Tzimhs, 03/11/10)Το κορίτσι της Μάνης, έκανε αίτηση για να ενταχθεί στο συγκρότημα του διπλανού μηδιού. Η αιτηση απερρίφθη. Η συνέχεια γνωστή (από GATZMAN, 04/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση, η οποία συντάσσεται συνήθως με το ρήμα πετάω (πετάω κάποιον / κάτι σαν - ).

Είναι συνώνυμο του ξεφορτώνομαι, με την έννοια του διώχνω από δίπλα μου κάτι ή κάποιον χωρίς πολλή σκέψη και με συνοπτικές διαδικασίες, είτε γιατί μου είναι αδιάφορο, άχρηστο, ανεπιθύμητο, είτε γιατί επιτέλεσε τον σκοπό για τον οποίο προοριζόταν.

- Έαε, τι γίνεται;
- Τι να γίνεται, σκατά κι απόσκατα. Λήγει η σύμβαση σε λίγες μέρες, έρχεται και ο Καυλικράτης... θα μας πετάξουνε σα τη τρίχα απ' το προζύμι, τη βλέπω τη δουλειά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δωμάτιο ή χώρος γενικότερα χωρίς παράθυρο, φεγγίτη η κάποια είσοδο φυσικού φωτισμού.

- Με πιάνει κατάθλιψη σ εκείνο το τυφλό δωμάτιο.

(από iwn, 04/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χέζω.

Για την ακρίβεια είναι η στιγμή που κάθομαι στην λεκάνη, και σφίγγομαι, περιμένοντας να γίνει το κατέβασμα, διατηρώντας την χαρακτηριστική αλγεινή και συλλογισμένη έκφραση. Υπάρχουν βέβαια ταχύτατα download ADSL (=διάρροια), υπάρχουν όμως και πιο αργά, όπως με την απλή σύνδεση του Οτέ ή όπως όταν ο υπολογιστήρας μας έχει κολλήσει ιούς (= δυσκοίλια).

Σύγκρινε με: Kid downloading, γεννητούρι.

- Αμάν βρε Μήτσο! Μία ώρα είσαι στο μπάνιο!
- Ουγκχχχ. Αργεί το downloading γαμώτο!...

Got a better definition? Add it!

Published