Further tags

Κιτσαρία από την εποχή του παλαιού καλού Ελληνικού κινηματόγραφου που περιγράφει κάτι το ανύπαρκτο, κάτι το ζαγοραίο, κάτι που τα τα σπάει ρε αδερφέ.

Η αρχική μορφή ήτο έξτρα πρίμα γκουτ, αλλά οι γερμανοί έχασαν τον πόλεμο, nein;

Ασίστ: BuBis

  1. - (Στο) καθιερωμένο πλέον βιβλιοφιλικό του παζάρι (...) στην Πλάκα (μπορείς να βρεις) βιβλία και περιοδικά του 19ου και του 20ού αιώνα, παλιές εφημερίδες, παιχνίδια (μούρλια), φωτογραφίες και καρτ ποστάλ, αφίσσες, ακόμα και παλιά ραδιόφωνα σε τιμές έξτρα πρίμα γκουντ... (από εδώ)

  2. - Διαπιστώνω ότι το προγραμματάκι της Apple σου επιτρέπει να περάσεις σχετικά γρήγορα και οργανωμένα στο δίσκο σου τα μουσικά CD, έξτρα πρίμα γκουντ... (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σβαρνούτ: μ' αυτήν την ρούσικη λέξη, με μια λέξη μονάχα, ο Στάλιν απήγγειλε στις 10 Φεβρουαρίου 1948 την αμετάκλητη εις θάνατον καταδίκη του αντάρτικου στην Ελλάδα.

Σαράντα οκτώ μόλις μέρες νωρίτερα, παραμονή Χριστουγέννων 1947, είχε εξαγγελθεί η εγκαθίδρυση της πρώτης «Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης της Ελλάδας» στα βουνά. Οι μαχητές του Κ.Κ.Ε., με το όπλο στο χέρι και με ακράδαντη την πίστη στην καρδιά, έβλεπαν τ' όνειρο να 'ρχεται, κραταιό, προς αυτούς. Αλλά δεν ήταν το όνειρο, ήταν το φάσγανο που πλησίαζε.

Σβαρνούτ στα ρούσικα σημαίνει «ξανατυλίξτε πίσω το χαλί». Αναδιπλώστε το αντάρτικο. Αλλά τότε ακριβώς η ηγεσία του Κ.Κ.Ε. το άπλωσε. Η ελληνική τραγωδία ξετυλίγονταν μεγαλοπρεπής μέσα στην φωτιά και στο αίμα του προδομένου λαού.

«Σβαρνούτ!», βρυχήθηκε ο Κόναν και μονομιάς ο μανιασμένος δράκος σωριάστηκε σε θρύψαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική αμυντική έκφραση απέναντι σε κάποιον που προσπαθεί να μας πουλήσει παραμύθι, να μας ξεγελάσει ή εκμεταλλευτεί. Του δίνουμε να καταλάβει δηλαδή, ότι αυτά δε περνάνε σε μας.

- Τη βλέπεις εκείνη εκεί τη μελαχρινή; Ήμασταν μαζί χτες στη σχολή σε ένα μάθημα και ανταλλάξαμε τηλέφωνα!

- Ποια λες, το άλογο εκεί στη γωνία; Ασ' τα σάπια ρε!

Got a better definition? Add it!

Published

Μιλάμε για:

  • Άτομο που που χαρακτηρίζεται από έλλειψη επαγγελματισμού, υπευθυνότητας, τεχνογνωσίας, κλπ.
  • Πρόχειρο κατασκεύασμα (π.χ. αρχίδια μηχάνημα) ή παρεχόμενη ψευτο-υπηρεσία.
  • Εταιρεία που παρέχει προϊόντα ή / και υπηρεσίες gtp προδιαγραφών, πρόχειρα οργανωμένη δουλειά, κ.λπ.

    Στο background μιας προχειράντζας μπορεί να υπάρχει:

  • Κακή ποιότητα (π.χ.: β διαλογής υλικά. Τα σετ α λα μαμά σπεκς των προϊόντων είναι gtp προδιαγραφών, βγαίνουν ελαττώματα κάθε τρεις και λίγο, κλπ).

  • Φτηνοδουλειά.
  • Δουλειά του ποδαριού.
  • Κακός επαγγελματισμός (δεν υπάρχει σεβασμός για τον πελάτη, δεν υπάρχει οργάνωση στην εργασία, υπάρχει ftp προγραμματισμός, κ.λπ/).
  • Έλλειψη τεχνογνωσίας.

    Μια προχειράντζα δε μας γεμίζει το μάτι, ωστόσο μπορεί να αποτελεί τη λύση ανάγκης όταν:

  • Δεν υπάρχει χρόνος να ασχοληθούμε σοβαρά με κάτι, παρόλο που έχουμε τις ικανότητες. (π.χ. είμαστε πτωμάντα απ' την κούραση, τα μάτια κλείνουν και θέλουμε να φτιάξουμε κάτι πρόχειρο για να φάμε πριν την πέσουμε).

  • Ψάχνουμε για μια προσωρινή λύση.
  • Δεν υπάρχουν τα αναγκαία χρήματα. Να μη συγχέεται όμως αυτό με την κίνηση πολλών σπάγγερμεν να επιλέγουν κατά κανόνα προχειράντζες. Χαίρονται για το κατόρθωμα τους... αλλά το φθηνό κρέας το τρώνε οι σκύλοι.

    Τέλος πρέπει να αναφερθεί πως μπορεί κάποιος να πιαστεί κότσος, όταν για μια προχειράντζα του κοστίζει ο κούκος αηδόνι.

Βλ. και λήμματα: δευτεράντζα, μαϊμού.

Σημείωση: Μπορεί να θεωρήσουμε ως προχειράντζα ένα προϊόν ή μια υπηρεσία κατωτέρων στάνταρ από αυτά που υποθέτουμε.

  1. Φυσικά και καλά θα κάνεις γιατί το Κ-mouse interface είναι πολύ super επινόηση, άσε που μόνο αυτός το φτιάχνει (αυτός το επινόησε κιόλας). Φτιάχνει και άλλος ένας στην Ολλανδία αλλά η δουλειά του είναι πολύ προχειράντζα και χωρίς πλαστικό case.
    Δες

  2. Πειράζει που έχω γίνει κακή επαγγελματίας;
    Είμαι μεγάλη προχειράντζα τελικά... Ντροπή μου.
    Δες

  3. Το manual... πολύ με απογοήτευσε! Τι κουτσουρούδικο φυλλάδιο είναι αυτό; Τι προχειράντζα ήταν αυτή; Περίμενα να συναντήσω κανα «τόμο», σαν αυτούς που μας συνηθίζει η Nokia, αλλά φεύ!
    Δες

  4. Πολύ προχειράντζα αυτή η εταιρεία... αλλά για τέτοιου είδους πράγματα δεν αξίζει να πληρώνεις φιρμάτα πράγματα.

  5. Θέλω κάποια στιγμή να αγοράσω ένα μηχάνημα με προσωπικότητα. Επειδή όμως δεν έχω τα απαραίτητα γκαφρά, τη βγάζω προσωρινά μ΄αυτή την προχειράντζα.

  6. Άλλαξα σπίτι πρόσφατα και έχω τοποθετήσει τα πράγματα στο πατ κιούτ. Έκανα προχειράντζα δουλεία μωρ' αδερφάκι μου, αλλά βλέπεις μου 'χουν τύχει διάφορα τώρα και πνίγομαι. Δεν προλαβαίνω να χέσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «κάτσε καλά», αλλά χρησιμοποιείται κύρια ως επιθετικός προσδιορισμός πραγμάτων, προσώπων και καταστάσεων. Βλέπε και γαμάτο, τζαμάτο, μερακλαντάν κλπ.

  1. - Καλή η αφρικάνα;
    -Κατσεκαλάν! Δεν παίζεται.

  2. Τη Μαριώ δεν την πιάνει το μάτι σου, αλλά μου 'κανε κάτι κατσεκαλάν κλαρίνα, μου 'φυγε το κλαπέτο!

  3. Πήγαμε τριήμερο Ζαγοροχώρια, κατσεκαλάν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκραν γαμάω τύπος. Ο κουλ τύπος με πολλές γνώσεις. Δε συμφέρει να του πας κόντρα, αφού θα βγει από πάνω ούτως ή άλλως! Πιο γενικά, έμπειρο χαρακτηρίζουμε οτιδήποτε αξίζει και είναι καλό, όμορφο. Ακόμα και γκόμενες!

  1. -Πήγα χθες και αγόρασα ένα πολύ έμπειρο κινητό! Πατάς έναν αισθητήρα και καταλαβαίνει αυτόματα τι θες να φας εκείνη τη στιγμή πιο πολύ! Γαμάτο;
    -Εεεε... όχι.

  2. Καθηγητής: Προσθέστε όλους τους αριθμούς από το 1 ως το 100.
    ...
    Γκάους: Κύριε το 'λυσα! Μας κάνει 5050!
    Κ: WTF;!;! Κιόλας;!! Τελέρε μεγάλε;
    Γκ: Αμέ, αφού μπλα μπλα 1+100=101 και 2+99=101 και 3+98=101 μπλα μπλα 50 ζεύγη αριθμών μπλα μπλά άρα 50*101=5050.
    Κ: Είσαι πολύ έμπειρος τελικά! Αϊτός είσαι;;

  3. -Καλά ε, το λίλιαν πολύ έμπειρο...
    -Ναι αλλά οι άλλοι την γαμάνε και εμείς μόνο κοιτάμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στέκομαι κλαρίνο. Σημαίνει στέκομαι όρθιος, ευθυτενής σαν κλαρίνο όρθιο (βλ. και στέκομαι σούζα). Να μην συγχέεται με το κλαρίνο/τσιμπούκι, καθώς δεν έχει καμία σχέση ο ένας ορισμός με τον άλλο.

Ο όρος προέρχεται από το μουσικό όργανο κλαρίνο ή, πιο ορθά, κλαρινέτο, το οποίο είναι πνευστό που ανήκει στα λεγόμενα «ξύλινα» πνευστά μαζί με το όμποε (οξύαυλος, κοινώς πίπιζα), αγγλικό κόρνο (μεγάλο όμποε), φαγκότο (βαρύαυλος), κόντρα φαγκότο, φλάουτο (πλαγίαυλος), σαξόφωνο κλπ. Προφανώς ο όρος «ξύλινα» δεν αναφέρεται τόσο στο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα τα όργανα αυτά, αλλά πιο πολύ στον τρόπο παραγωγής του ήχου: όσα πνευστά παράγουν ήχο με «μπουκίνο» (μεταλλικό «ποτηράκι» στο οποίο εφαρμόζουν τα χείλια) ονομάζονται «χάλκινα» (τρομπέτα, τρόμπα - καμία σχέση με την τρόμπα μαρίνα, η οποία είναι έγχορδο αναγεννησιακό όργανο), τρομπόνι, κόρνο, τούμπα κλπ), ενώ τα υπόλοιπα που παράγουν ήχο με καλάμι (διπλό ή μονό), είτε με άλλο τρόπο, ανήκουν στα «ξύλινα» πνευστά.

Ο επίσημος όρος για το κλαρίνο είναι ευθύαυλος, αλλά είναι παρεξηγήσιμο να πει κανείς «παίζω ευθύαυλο», αντί του ορθού «παίζω κλαρίνο» ή «παίζω το κλαρίνο».

  1. Βγήκε ο στρατηγός και στάθηκα κλαρίνο!

  2. Τους είχε σαν στρατιωτάκια. Να φανταστείς, μόλις έμπαινε στην αίθουσα, στεκόταν όλοι κλαρίνα!

κλαρινέτο (από panos1962, 30/10/09)Μπουκίνο, τσι-μπουκίνο ἢ σκέτο μποκίνο; (από aias.ath, 30/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εξτρήμ γύφτος, με δυο έννοιες:

  • Ρατσιστική: προσβλητικός χαρακτηρισμός κατά των τσιγγάνων, στο ίδιο πνεύμα με τα καράγυφτος, γιούφτος, κ.α.,
  • Συμπεριφορική: o αγενής, άξεστος, μικροπρεπής και ατομιστής ξεφτίλας. Ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας, φύλου, κοινωνικής τάξης και χρώματος.

Εκ του γύφτος ( < αρχ. Aἰγύπτιος).

  1. - Ο σωστός Γύφτουλας κυκλοφορεί πάντα με έναν ολόκληρο στρατό μικρών νομισμάτων (όταν λέμε «μικρά», εννοούμε το πολύ 5λεπτα…). Έτσι, όταν φτάνει η σειρά του να πάρει εισιτήριο, αρχίζει να μετράει: «1 λεπτό, 2 λεπτά, 4 λεπτά, 6 λεπτά…», αναγκάζοντας τους υπόλοιπους δύσμοιρους που περιμένουν εισιτήριο να χάσουν τουλάχιστον κανά-δυο δρομολόγια…
    (από τον «Δωδεκάλογο του Γύφτουλα», εδώ)

  2. - « … Εις μνήμην (του τάδε) και αντί στεφάνου, ο κ. και η κ. Κωνσταντίνου Μητσοτάκη μάς απέστειλαν 200 ευρώ υπέρ της ACTION AID» (Εφημ. «Εστία»)
    (Και) πού στέλνει την δωρεά του (…) ο βρικόλακας Μητσοτάκης: Στην μη Κυβερνητική Οργάνωση «ACTION AID» της κορούλας του, Αλεξάνδρας! Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει, δηλαδή ... Τόσο γύφτουλας είναι ο Μητσοτάκουλας: Ακόμη και τις δωρεές του εις μνήμην των φίλων του, τις στέλνει στην κορούλα του!
    (από βλόγιο μάλλον γύφτουλα, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος κάνει κάτι που δεν είναι αποδεχτό από το κοινωνικό σύνολο ή κάνει μια λανθασμένη ενέργεια διότι δεν έχει τα κατάλληλα εφόδια, τότε επεμβαίνει σαν από μηχανής θεός ο φίλος του, που θέλει το καλό του, με αυτή την φράση, ώστε να του ανοίξει τα μάτια και να του φανερώσει την πικρή αλήθεια (σύμφωνα πάντα με την κρίση του)

- Ρε θα πάω να την πέσω στην Λίλιαν!
- Τι λες ρε μαλάκα με τέτοια φάτσα δεν πας πουθενά μου θες και την Λίλιαν κακομοίρη μου.
- Ευχαριστώ ρε για την υποστήριξη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοαναφορικά, λέγεται σε περιπτώσεις πετυχημένης χρήσης ενός λήμματος προερχομένου εκ σλανγκρ, όπου σε κάθε άλλη περίπτωση, για να αποδοθεί το ίδιο ορθά και εντυπωσιακά αυτό που θέλαμε να πούμε, θα χρειαζόταν μια ολόκληρη παράγραφος και βάλε.

Εκ του «γλώσσα λανθάνουσα αλήθειαν λέγει», χωρίς να έχει και πολλή σχέση όμως.

Φανταστικός διάλογος στο σλανγκ ντοτ γκρ:

Putzinstitutgraduate: Πω ρε φίλε, μιλάμε το συγκρότημα γαμεί! Thunder σαν να μπαίνει η άνοιξη, κανονικά...

Kavliprizenominate: Γλώσσα σλανγκίζουσα αλήθεια λέγει! Τι να πω, με κάλυψες!

Απο το "Dictionary of the Vulgar Tongue", 1811 (από Vrastaman, 29/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified