Το πολύ κρύο. Παραλλαγή της λέξης ψοφόκρυο.
- Πώς ήταν ο καιρός στην Αυστρία τα Χριστούγεννα;
- Ψωλόκρυο, φίλε... Μέσα μείναμε...
Το πολύ κρύο. Παραλλαγή της λέξης ψοφόκρυο.
- Πώς ήταν ο καιρός στην Αυστρία τα Χριστούγεννα;
- Ψωλόκρυο, φίλε... Μέσα μείναμε...
Κι άλλα για πολύ κρύο: γίνομαι αρχαίος, δάγκωσα τ' αρχίδια μου, δάγκωσα το καβλί μου, δαγκώσει, τον / την έχω, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, Λος Ψόφος, μπιλοζίρια, ξυλιάζω, πουτσόκρυο, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, τουρτουρίζω, τσάφι, τσόκρυο, ψόφος
Got a better definition? Add it!
Η διάρροια.
Με έπιασε ένα τσιρλιπιπί άλλο πράγμα, δεν προλαβαίνω!
Πολλά μαζί: αίμα, αίμα και πανί (με πήγε), εκδίκηση του Μοντεζούμα, ήρθε ο κινέζος, κολιάντζα, κολούμπρα, κομφετί, με κυνηγάει ζαρκάδι, με πάει αίμα, με πάει ζάρι, με πάει μαρούλι, με πάει μίλκο, με πάει Πάτρα Καλαμάτα, με πάει σερπαντίνα, με παει τσιλιό, με πάει τσιμέντο, τσίρλα, τσιρλίντινγκ, πρωκτοζούμι, σουλγκάνι, σπρέι, τσαπαρτάπαρ, τσιρλιπιπί, τσιρλονέρι
Got a better definition? Add it!
Τα χάπια ή ναρκωτικά των οποίων η ημερομηνία λήξεως έχει παρέλθει. Επιφέρουν ακόμα πιο έντονες παρενέργειες σε αυτόν που τα έχει πάρει και ωσεκτουτού η συμπεριφορά του είναι ιδιαιτέρως αλλοπρόσαλλη.
Όρος που χρησιμοποιείται μεταφορικά, για να δηλώσει κάποιον που συμπεριφέρεται ακατανόητα, σα να είχε καταναλώσει ληγμένα...
- Δες, δες την τη γιαγιά που τραγουδάει μόνη της μες τη μέση του δρόμου!
- Ρε τα ληγμένα! Πάει αυτή!
Got a better definition? Add it!
Σκάσε, βούλωσέ το, μη μιλάς.
Πιο μάγκικο συνώνυμο του κάνω μόκο, δηλαδή δε μιλάω.
- Θα σε σπάσω τα μούτρα έτσι και...
- Άλα της! Αγορίνα, κομμένη! Μόκο τσιριμόκο καλύτερα τώρα για να μην αρπάξεις κι' άλλες!
Got a better definition? Add it!
Σίγουρα, εκατό τοις εκατό, εγγυημένα.
Από το αγγλικό guarantee.
Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.
Got a better definition? Add it!
Πέρα από την κυριολεκτική του χρήση για την διείσδυση στο σεξ χωρίς ύγρανση ή λίπανση, μεταφορικά χρησιμοποιείται για να χλευάσει μια επώδυνη κατάσταση.
- Πέντε γκολάκια φάγατε, ασάλιωτα σας πήγαμε ρε κακομοίρηδες!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ρουφιανεύω / καταδίδω κάποιον.
- Αυτός ο ρουφιάνος ο Βασίλης με έδωσε στεγνά! Είπε στη δικιά μου πως με είδε να χαμουρεύομαι με άλλο γκομενάκι!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
- Πολύ γκομενάρα το έπαιζε, της έριξε όμως ο Τάκης ένα φτύσιμο και ίσιωσε!
- Αγάπη μου, έχω υπερένταση... Δεν μπορώ να κοιμηθώ...
- Να σου ρίξω ένα γαμήσι να ισιώσεις; (Ο σύζυγος ήταν ο Γκουσγκούνης)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμοποιείται σαν έκφραση για να δηλώσει ότι γίνεται χαμός, πανικός.
- Έγινε της καραπουτανάρας στο γήπεδο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κι άλλα για πολύ κρύο: γίνομαι αρχαίος, δάγκωσα τ' αρχίδια μου, δάγκωσα το καβλί μου, δαγκώσει, τον / την έχω, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, Λος Ψόφος, μπιλοζίρια, ξυλιάζω, τσόκρυο, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, τουρτουρίζω, τσάφι, ψόφος, ψωλόκρυο
Got a better definition? Add it!