Further tags

Σεξουαλική στάση στην οποία ο άντρας (ή η γυναίκα με στραπ ον) βλέπει πλάτη.

— Τελικά ρε παιδιά, στο πισωκολλητό τι γαμάμε; Μουνί ή κώλο;
— Ιδού η απορία...

(από ironick, 13/09/11)

Βλ. και σκυλίσιο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα που δηλώνει ανακούφιση ή και ενθουσιασμό (μετά απο δυσάρεστη περίοδο πίεσης, ανίας κλπ). Συνώνυμα: επιτέλους!, καιρός ήταν!, άιντε!

- Τα 'μαθες ρε; Σουτάρουνε τον θεολόγο γιατί την έπεσε λέει στην απουσιολόγο του βήτα τρία!
- Τι λε ρε μαλάκα! Δηλαδή, τέρμα οι δεκάλεπτες προσευχές κάθε πρωί;
- Τέλος!
- Ε, ανάσταση ρε πούστη!

(από xalikoutis, 02/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έπειτα από ουσιώδη ή επουσιώδη αλλαγή το υποκείμενο που «δείχνει» παρουσιάζει ραγδαία βελτίωση της εξωτερικής του εμφανίσεως.

- Καλά Γιάννο, πήρα μια ταυτότητα για το χέρι... 'Αλλο πράμα... Πλατίνα... και με διαμαντάκια 4 καράτια γράφει «Μάκης»...
- Πσσσσσςς... Μάκη... Τώρα έδειξες...!

Got a better definition? Add it!

Published

Είμαι υπερβολικά ενεργητικός και πολυάσχολος με προφανή σκοπό να εντυπωσιάσω κάποιον.

Κάνω, ράνω, δείχνω τινά: είμαι περιποιητικός και προσφέρω υπηρεσίες προς κάποιον με τον ίδιο προφανή σκοπό.

  1. - Τον είδες Μάκη τον Bill Gates, ψε; Κύριος... Ήρθε, έκανε, έρανε, έδειξε κι έφυγε.

  2. - Πως πήγε ψε με το γκομενάκι, Μάκη;
    - Τζιφος φίλε. Στα καλύτερα την πήγα... Την έκανα, την έρανα, την έδειξα... Αυτή τίποτα... Καριόλες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απειλή, η οποία αναφέρεται στην σεξουαλική κακοποίηση άνω των δύο (2) ατόμων. Άμυνα απέναντι σε οργανωμένη ομάδα συνομιλητών, η οποία διαφωνεί μαζί μας. Καλαμάκι θεωρείται το πέος και κομματάκια κρέας οι κώλοι των συνομιλητών.

Ουδεμία σχέση με τη φράση «αγοράζω σουβλάκι».

- Πάρε Γιώργο και Νίκο και ελάτε από το σπίτι μου!
- Λέγαμε να αράξουμε απο το δικό μου...
- Έτσι και με κρεμάσετε θα σας πάρω σουβλάκι, ρε!

Got a better definition? Add it!

Published

Μεγάλη συγκέντρωση αντρών (σουβλιών) σε κάποιο χώρο. Το αντίθετο της μουνοθύελλας.

- Άσε φίλε, στο Πολυτεχνείο είμαστε τίγκα στα σουβλιά σε μιλάω. Πάσχα έχουμε γίνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν βλέπω μπροστά μου. Χρειάζομαι γυαλιά. Φράση τουρκικής καταγωγής δηλούσα την κότα (tavuk = ταούκ) που στο χιόνι χάνει παντελώς την αίσθηση του προσανατολισμού και ζαλίζεται.

  1. - Ρε Μάκη πού έβαλες ρε το τελεκομάντερ;
    - Καλά, ρε... εδώ στο τραπεζάκι απάνω... Ταουκαρασού έχεις;

  2. Πού πας με κόκκινο ρε μάπαααα... Θα μας σκοτώσεις... Ταουκαρασού έχεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται μόνο στον αόριστο. Λέξη πολλαπλής χρήσεως.

Περίπου συνώνυμη του πλετήκωσα αλλά με πιο παθητικό περιεχόμενο. Εκφράζει συνήθως δυσφορία, αλλά όχι απαραίτητα.

  1. Κάθε μέρα φακές... Ερέντηρα πιαααα...

  2. Πήγες που πήγες μέχρι τη Χιο... Ερέντηρες τουλάχιστον;

βλ. και έγκωσα, πλετήκωσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενθουσιαζομαι με κάτι υπερβολικά. Η χαρά μου είναι πρακτικά ακράτητη.

- Το δες το νεο Mac Book air, Μάκη; Γαμάτο;

- Τι να σε πω ρε Μηνά.. αφού με ξες... Με αυτές τις γκατζετιές δεν χέζω και τα βρακιά μου.

Πού πας ρε Καραμήτρο να πηδήξεις, αφού δεν το σηκώνει ο οργανισμός σου. (από Galadriel, 25/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Μπήκω τινά. Επιδίδομαι σε ερωτικάς πράξεις διεισδύσεως μετά ετέρας.

- Ρε συ Μάκη, τι είναι αυτό το γκομενάκι εκει πέρα;
- Το Μαράκι; Δεν θυμάσαι ρε που την έμπηκε ο Γιάννος πέρσι;

Got a better definition? Add it!

Published